him

"Θα ξαναρθείς
Όταν θα λειώσουν οι λέξεις
Και θα γίνουν κουρέλια τα μάτια μας από την αϋπνία

Δεν πρόκειται
Να σου συγχωρήσω ποτέ
Τις ματιές που δεν ήταν ματιές

Το μόνο που τελικά θα μείνει από μας
Εκτός από κάτι λέξεις σαράβαλες χωρίς στίξη
Θα ναι τα ασπρόμαυρα αποκόμματα της ψυχής μας
Και μια μοναξιά αυτοκόλλητη
Τυλιγμένη απ’ το λαιμό
Με κορδέλες."

Kυλούν από τα μάτια μου οι κραυγές σου και χάνεσαι στο στέρνο μου.
H παρουσία σου γέμισε την ζωή μου και ο έρωτας σου μίσησε την συνήθεια.
Δίπλα σου δεν ξέρω να αναπνέω αλλά μακριά σου με σκοτώνουν.
Θα ξαναρθείς όταν δεν θα έχω λέξεις, όπως τώρα. Το περίμενα,σε περίμενα και ήρθε(ς).
Με αγκάλιασαν τα κρύα, ξένα σου μάτια που ταξίδευαν σε απροσπέλαστους ωκεανούς, με χαιρέτησαν τα παγωμένα σου χείλη με ένα ξερό γεια σαν το αντίο σου.
Δεν μπορώ άλλο να μένω μία τρίτη στη ζωή σου, δεν μπορώ να μην ζω την βροχή δίπλα σου,δεν μπορώ να χιονίζει και να σαι μόνος σου.
Κάθε βράδυ με βρίσκει να χάνομαι σε κόσμους όπου μου φοράς τα αστέρια στα μαλλιά και σου χαρίζω το φεγγάρι φυλαχτό. Και ύστερα σαν παραμύθι, αποκοιμιέμαι.
Δεν τολμούσα να πω σε κανέναν πια πώς σε ζητάω, πώς σε νιώθω, δεν αντέχει κανένας αυτό μου το κρίμα.
Δεν θέλω κανέναν άλλον, άκου μόνο αυτό,ΚΑΝΕΝΑΝ εκτός από εσένα
Ένας κόσμος, ένα σύμπαν μ'έφερε κοντά σου, 4 μήνες παρελθόν και 2 λεπτά αφάνεια.
Χάθηκα στην σύμπτωση του προσώπου σου, με κράτησες μακριά μήπως και κλέψω λίγη μαγεία από τον παράδεισο της κόλασης σου.
Αγάπη μου,εγώ διάλεξα τον δρόμο μου και η επιλογή του μου στέρησε πρωινά δίπλα σου.
Ποτέ δεν ήθελα να σε φιλήσω, ποτέ μου δεν ένιωσα τα χείλη σου να μου ζητούν εξιλέωση. Μόνο τα χέρια σου υποδουλώνονταν στο κορμί μου, αυτά ένιωθα να ζουν πάνω σου.

Μίσησα την αγάπη μου, έκαψα τα Χριστούγεννα μου,χαιδεψα το λαιμό σου, τις φλέβες σου, επέστρεψα στο όνειρο όπου σε έσωσα.
Μάζεψα στην χούφτα μου σταγόνες βροχής για να δροσίσω τα μάγουλα σου. Καιγόσουν στον πυρετό εξαιτίας μου, ήμουν εκεί αλλά αλλού. Ξέβαφα το κόκκινο από το αμάξι σου, τρύπαγα τα λάστιχα για να μην σε χάσω ξανά.
Σου φώναξα πως με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να σε αισθανθώ δικό μου και τώρα περπατώ στους δρόμους που περπάτησες,γλιστρώ κάτω από την στέγη σου μήπως σε καταλάβω, παραγγέλνω ό,τι ποτά σου έφτιαξα, αγαπώ τους φίλους σου, μα δεν έρχεσαι.
Κάθε πρωί με ξυπνά ο άνεμος που σφυρίζει το όνομα σου, κάθε βράδυ κοιμάμαι με φωτογραφίες σου αγκαλιά,
ζω περιμένοντας να σε συναντήσω πάλι,κάπου έρημα, βροχερά, σκοτεινά, να χαθώ μέσα στο σώμα σου, να ερωτευτώ κάθε σου χρώμα, να αγαπηθούμε τυχαία, να μην μας δένουν τίτλοι, φωνές, μουσικές και ιδιότητες, να σε γευτώ από την αρχή, να με μεθύσεις με κρασί και να ξεχυθούμε δύο σκιές σαν φαντάσματα στην άμμο, να στριμώξουμε τις υποστάσεις μας στην νύχτα,να βουλιάξουμε σαν καράβια στον βυθό και να με ξυπνήσεις στην στεριά,μισή νεκρή, μισή ζωντανή, μισή δική σου...

Υ.Γ Αν ζούσες για πάντα, για τί θα ζούσες;

one last goodbye

μου έμαθαν όι το αντίο το ζεις, το κυνηγάς.
πόσο λυπάμαι λέγοντας σου ειλικρινά που δεν μπορώ να έρθω μαζί σου.
κλείσε τα μάτια, δάγκωσε τα χείλη, θέλω να σε χάσω, αφ'ότου χάθηκα.
να με ξεχάσω, αφ'ότου σε μίσησα .
ούτε παρελθόν σου δεν μπορώ να είμαι. ανάξια.
να θυμάσαι τον λόγο που σ'αγάπησα: το ότι μόνο η καρδιά νιώθει, το μυαλό δεν μπορεί.
δεν θα προσέχεις, το ξέρω.
σε έψαχνα για τόσα όνειρα, τα αγόραζα,τα πούλαγα, εσύ μπορούσες μόνο να τα καις.
εσύ και αν με μίσησες.
εγώ σε ικέτευα για μία αγκαλιά, αλλά όπως φάνηκε εσύ την είχες περισσότερο ανάγκη.
θέλω να μην ξεχνάς πως η αγάπη είναι η μεγαλύτερη, η πιο αληθινή, η πιο αιματηρή αμαρτία.
εγώ αμάρτησα.
η σκέψη μετράει.για μένα δεν υπάρχει και ούτε θα υπάρξει παράδεισος γιατί θα συνεχίσω να ονειρεύομαι την κόλαση μου..εσένα

Καλό 2012 καταστροφή μου.
Αγάπα να πονέσεις
Πιες να ταξιδεύεις
Ζήσε να ζήσεις...Θα μου λείψεις

Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα

ΤΙΠΟΤΑ ΠΛΕΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ.
Μπορώ να κυριεύω τα πάθη του εαυτού μου και να πετάω όπως μ'έμαθαν.
Το τέλος λήγει συχνά, κάθε βραδιά και μ'αφήνει σε μία καινούργια αναπάντεχη αρχή.
Θα χα πιει και δεν θυμάμαι πως σ'έλεγαν.
Νικάω πια τα όνειρα μου, έσπασε ο γυάλινος μου κόσμος.
Δεν κυνηγάω πια κανέναν και το ηλιοβασίλεμα δεν με συναντά.
Εσύ λες δεν υπήρχες, εγώ συμφωνώ.
Εσύ δεν τραγουδάς, δεν ζεις σε καμία μου σκέψη.
2011 εικόνες σου διέγραψα.
Σε 2012 θα λείπεις.
Μου ανήκω, δεν σου χρωστάω. ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

(παύση)

Αν δεν υπήρχε το παραμύθι, η αλήθεια θα έλιωνε.
Όσα διάβασες ξέχασε τα.
Προσπάθησα να φτιάξω έναν άλλο εαυτό, μα δεν πέτυχε.
Κι άλλο τραγούδι για σένα...

Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ;

Περπάτησα στην σελήνη.
Έφτασα στον Πλούτωνα.
Γέννησα ένα καινούργιο γαλαξία.
Άγγιξα τον ουρανό.
Κοίταξα τον ήλιο.
Έκλεψα ένα αστέρι.
Ταξίδεψα σ ένα σύννεφο.
Επέζησα από έναν κεραυνό.
Μάζεψα το όνειρο.
Έφτασα στον παράδεισο.
Μίλησα με αγγέλους.
Ένιωσα τις θάλασσες του κόσμου.
Εξαφάνισα τις αρρώστιες, τον πόλεμο, τον θάνατο.
Παρακολούθησα τον ήλιο να δύει από την ανατολή.

Δυσκολότερο όμως στάθηκε το να σ'αγαπώ όπως είσαι, να αφήνομαι στα δυο σου μάτια και να αρνούμαι καθετί που δεν σου μοιάζει.
Ως πού θα φτάσω θυμώντας σε;

Τι να θυμηθώ..


Εκείνο το βράδυ σε θυμάμαι λαχανιασμένο να μου λες πως την καρδιά μου την αγάπησες. Σάτυρε. Τραγελαφικέ. Μου άργησες πολύ. Και ύστερα μυθοπλαθούσα εαυτούς που ξέφευγαν. Πόσα σου έκρυψα Θεέ μου. Τις νύχτες έτρεμε η φωνή σου,το ξέρεις; Οταν κοιμόσουν τύλιγες τα χέρια σου σαν σε αγκαλιά για να κρυφτείς. Σε ανακάλυπτα να ονειρεύεσαι. Σε έχανα να ψάχνεις τους δικούς σου στα αστέρια. Σε χόρταινε ένα δάκρυ και σου αρκούσε ένα τσιγάρο. Πες μου πως θα ρθεις. Ποτέ σου δεν έκλαιγες. Ποτέ σου δεν γέλαγες μέχρι δακρύων. Πάντα φώλιαζε στα μάτια σου ένας φόβος να σκιρτήσει η καρδιά σου. Μόνο όταν με μισούσες, νομίζω ζούσες. Στα αλήθεια με μίσησες;
Σε πόναγε ο Μητροπάνος μα τον άκουγες. Σου θύμιζε πως δεν έχουμε πατρίδα, μα ο ένας τον άλλον. Μην φοβηθείς για ένα τίποτα μου έλεγες. Μην χαθείς. Σκούραιναν τα μάτια σου, άρπαζαν ένα σκούρο καφέ χρώμα θλίψης όταν ξόδευες τον εαυτό σου με άλλους. Και έλαμπαν, έλαμπαν όταν κολυμπούσα μέχρι τις σημαδούρες και σε χαιρέταγα. Νομίζω αγάπησες την θάλασσα γι αυτό την ακολούθησες. Μου ζήταγες θυμάμαι να σου τραγουδάω Σιδηρόπουλο. Σ έμαθα να ξεχωρίζεις τις νότες. Έκλεινες τα μάτια σου στο άκουσμα της φα ματζόρε. Γιατί, ποτέ δεν κατάλαβα. Λες και τα χέρια μου δεν ήταν ικανά να  σε συγκινήσουν καθώς έπαιζα άλλες νότες. Άλλες συγχορδίες δεν σκέπαζαν τα βλέφαρα σου. Τα φεγγάρια σου κυνήγαγε ο χρόνος. Δεν έτρεχες, δεν ανέπνεες, μα όταν φοβόσουν σου χαίδευα τα χέρια και ψιθύριζες πως δεν χρειάζεσαι άλλη λύτρωση μετά από αυτή.
Περπατούσες αργά, γκάζωνες και διάβαζες Γκαίτε χωρίς να σε ρωτάω γιατί. Αγάπαγες τα μέτρια, κολυμπούσες στα ρηχά μέχρι που σε κατάλαβα. Μέχρι που με τσάκωσες να ζω δίπλα σου. Εκεί είπες ότι άρχισαν όλα. Εκεί σου είπα ότι τελείωσαν όλα. Ο έρωτας είναι το χειρότερο μονοπάτι να διαβείς έλεγες. Γιατί για ένα τίποτα όλα; Ύστερα έσβησαν τα φώτα σου, πλάγιασε η καρδιά μου. Τι και αν μου έστελνες το φεγγάρι κάθε χαραυγή; Εγώ τα χείλη σου ζητούσα. Την αγάπη σου σαν ναρκωτικό περίμενα. Έμεινα με ένα ποτέ στις παλάμες μου, δύο χρόνια στην πλάτη μου και μία ευαισθησία σε κάθε τι απαγορευμένο. Λίγο πιο μαύρο και από το μαύρο των μαλλιών σου. Μην χαθείς!

Την νύχτα που με άφησες-σε άφησα, έβαλες φωτιά πρώτα στα σεντόνια μου, μετά στο ημερολόγιο μου, χάθηκες από το παράθυρο και αγόρασες ένα μπουκάλι ουίσκι. Σε χώρεσε ένας γκρεμός. Μα όσο και αν περπατούσα στην ακροθαλασσιά που ονόμασες δική μας καμιά της γωνιά δεν χώραγε την άθλια μου ύπαρξη που έπρεπε να ζει χωρίς εσένα. Εκείνη την διαολεμένη νύχτα έκλαψες ενώπιον ενός λυκόφωτος που ποτέ δεν σε μαρτύρησε. Δεν σάλευε το νερό, δεν παραδίνονταν οι άνεμοι παρά μόνο εγώ έλιωνα να σκέφτομαι ποιος από τους δυο μας αρνήθηκε τον άλλον. Ένα μήνα τώρα φτιάχνω πορτρέτα σου, εσύ προσπαθείς να μην γυρίσεις πίσω, μα εγώ κατάλαβα, εγώ πουθενά δεν θέλω να πάω. Τα φτιάχνω, τα πετάω. Μία επανάληψη που μου στερεί ανάσες. Ξέρεις γιατί κανένα δεν σου μοιάζει; Γιατί όλα πάνω σου μπορώ να τα σκιτσάρω, μα όχι εμένα.

Γύρνα. Ας μην σ έχω. Γύρνα να ξέρω πως δεν σε σκότωσα. Ας μην σ έχω.  Γύρνα για μην πεθάνω.  Αρκεί να ζεις. Ας μην μ αγαπάς. Και ας αγαπάς μόνο εσένα όταν είσαι μαζί μου. Γύρνα....
Θυμάσαι; Όταν σε ρώτησα τι είναι όνειρο μου είπες εσύ. Δεν θες να ξαναονειρευτείς;

Υ.Γ If you love me why am I dying?



dust in the wind

Έκοψε μία ζωή σε τμήματα, τερμάτισε μία περιπέτεια και θυσίασε μία καρδιά. Την μοίρασε σε κάθε κομμάτι μου. Μέτρησε μαζί μου από το ένα μέχρι το εκατό όσο χρειαζόταν. Ξενύχτησε στο πλευρό μου σε κάθε μου ζαλάδα. Μου διάβαζε Μαγιακόφσκι και "ανδρείκελα" από μωρό.  Έχτισε έναν άνθρωπο με θεμέλια που είχε κλέψει από το δικό της μεγαλείο. Η φωνή της με νανούριζε δεκατέσσερα χρόνια. Οι παραινέσεις της περισσότερο. Η αγάπη της σημάδεψε κάθε στιγμή μου και η πορεία της κάθε στόχο μου. Έθαψε ένα παρελθόν για να γεννήσει το μέλλον της που ήμουν εγώ. Την είδα να αγωνίζεται σε έναν άδικο πόλεμο με θύμα το κουράγιο της. Μαζί παρακολουθήσαμε δεκάδες ηλιοβασιλέματα και δράματα, μα ήξερα. Όσο περπατούσα μαζί της στο μονοπάτι που χάραξα κρατώντας το χέρι της, κανένας φόβος δεν θα με νικούσε ποτέ. Νόμιζα πως ήμουν ήρωας επειδή δεν φοβόμουν. Κατάλαβα αργότερα ότι εκείνη ήταν και θα είναι ο δικός μου ήρωας επειδή μπορούσε να φοβάται. Δίπλα της παρά τα τόσα μου όνειρα ξόδεψα μικρό μου κομμάτι. Μου έδωσε ένα όνομα που αγαπούσε και την ικανότητα να γράφω. Βλέπω στον καθρέφτη μου τα μάτια της και τα μαλλιά της, βλέπω το χαμόγελο της να κρύβεται κάτω από το δικό μου. Σε κάθε μου λέξη ακούω μία δική της. Κάθε ήχος μοιάζει με το nightmare των msg που σιγοτραγούδαγε τα βράδια αφότου γεννήθηκα. Όταν συνήθισα την αγκαλιά της και συμβιβάστηκα με έναν Θεό, την είδα να πονά, να χάνει κάθε της θάρρος, να προσπαθεί να κρυφτεί σε μισόλογα και δικαιολογίες ενώ ο καρκίνος της θέριζε το σώμα. Την είδα να παλεύει για να ζήσω εγώ. Αντίκρισα τον άγγελο της ζωής μου που μου έδωσε πνοή στο κρεβάτι του πόνου να μάχεται για μία ανάσα χωρίς βοήθεια. Την είδα να χάνεται ακόμη και αν δεν πίστεψα ποτέ πως δεν βρίσκεται δίπλα μου. Την είδα να ξεκλειδώνει τις πύλες ενός παραδείσου όταν πια νίκησε και τον θάνατο. Και εκεί δεν μπορούσα  να την χαιρετήσω. Μπλέκονταν τα ξανθά της μαλλιά και ανέμιζε το φουστάνι της. Με κοιτούσε αλλά ο Θεός της δεν της επέτρεπε να δακρύζει. Ποτέ δεν έμαθα γιατί δεν μπορώ πια να είμαι μαζί της, γιατί τα χείλη μου δεν θα προφέρουν ποτέ ξανά το όνομά της, πάρα μόνο θα δακρύζουν στο άκουσμα του ονόματός του, γιατί δεν πρόλαβα να της πω κάτι, έστω κάτι απλό, μία λέξη. Είναι παντού. Στον αέρα, στο έδαφος, μα κυρίως στον ουρανό, φωλιάζει σε κάποιο ατέλειωτο άκρο του και χαμογελά. Το φάντασμα μου πλησιάζει την τωρινή της κατοικία. Αφήνω μία ανεμώνη, όπως αυτές που έβαζε τις Κυριακές στα βάζα στο άσπρο της κελί, ελπίζοντας να είναι καλά και να με αγαπάει.
Άγγελε μου όντως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα...
Μα το ξέρω..θα σε ξαναβρώ σε κάποια επανάσταση, σε κάποιο κόσμο θα ξανασυναντηθούμε. Μαμά...

η πόλη των τρελών


ένας λαβύρινθος από νότες παίζει στα χέρια μου.
ένας λαβύρινθος από λέξεις ταξιδεύει στο μυαλό μου.
και αυτή η αλλεργία να σε στοιχειώνει πάντα. αλλεργία στις δεσμεύσεις.
μα δεν σε φωνάζει καμία μου δύναμη.
διστάζουν όλες να μην παραλύονται.
όσο είχα δύναμη, ήξερα πως είχα εσένα.
για σένα που έμεινα χωρίς αυτήν όμως;

στο τραπέζι μου μία ζυγαριά. πόσο σε μισώ, πόσο σ αγαπώ.
τα χέρια μου ψαλιδισμένες άκρες που μια οργή σου τα κατάστρεψε. τα μάτια μου υγρές φυλακές που σε δικάζουν.
ένας άνθρωπος που έγινε νησί περπατά δίπλα μου. τα ρούχα του θυμίζουν ξεχασμένες νότες στο πιάνο μου. κρατά ένα τσιγάρο και αναδύονται οι εικόνες του αρρωστημένου βήχα σου. ίσως τελικά ο έρωτας να γεννιέται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. η μηχανορραφία του πάθους δελεάζει τον πόθο και ενώνονται σε ένα αδίκημα μονομελούς πόνου.
σπηλιές ανθρώπων που δέχτηκαν να αλλοτριωθούν φοβούμενοι τους άλλους, όπως εμείς εμάς.
πιέζουν μία αφορισμένη ευτυχία για να τους κρατήσει ζεστούς. ξεχνούν ό,τι και εσύ.η ευτυχία δεν γεννάται. γίνεται. συμβαίνει.
κρεμάνε τα βράδια κοιτώντας πίσω και γύρω τους μην τυχόν τους δει κανείς τα προσωπεία τους πάνω από το τζάκι. νομίζουν ότι έκαναν όνειρα. (ένα όνειρο καλοκαιρινής νυχτός ήταν ο έρωτας μας, μην ξεχνιόμαστε)
οι πιο τολμηροί φορούν μάσκες. αν τους το ζητήσεις δέχονται να σου αποκαλύψουν το αληθινό κατά αυτούς πρόσωπο.
αμέτρητα στρώματα ψέματος φωλιάζουν μόνο στο βλέμμα τους.
και ύστερα πλανώνται πως υπηρετούν την αναρχία επειδή ζωγραφίζουν καλλιτεχνικά το σήμα της και στα χέρια τους τρέμει λίγη ματαιόδοξη αρπαγή ζωής.
βασανισμένοι, μόνοι, μισαλλόδοξοι γεμίζουν αυτή την πόλη όντας τρελοί.
δεν ξενυχτάνε στο μπαλκόνι τους να δουν άστρα να πεθαίνουν. δεν ονειρεύονται το ύψος της ζωής τους, θέλουν μόνο να ακούν αντίο μήπως και χρειαστεί να δώσουν περισσότερα.
η φωνή τους, μία, οχλοβοή τεράστια.
θόρυβος ναι. μάζα ναι. άνθρωπος όχι.
μεθυσμένοι (όπως εσύ) από την ζωή παραπατούν στα πλακόστρωτα που περνάω, δεν έχασαν τον έρωτα λίγες φορές αλλά τριγυρνούν με τα χέρια στις τσέπες κ τον ψάχνουν σε χρώματα και αρώματα.
είναι ικανοί να ακολουθήσουν όποιο ελκυστικό ξένο σώμα τους ξυπνήσει από κάποιο λήθαργο απλά για να γευτούν μία φθίνουσα διαδικασία απογοήτευσης.
ο έρωτας μόνο όταν τον μοιράζεσαι, υπάρχει.
κολυμπούν μερικοί στην θάλασσα των σκέψεων τους και κάποιοι άλλοι μεταφράζουν το αδιέξοδο τους σε μελωδικές συγχορδίες γεμάτες μία χαρά που σφίγγει στον κλοιό της μόνο πίεση, όχι αίσθημα.
νιώθουν μηχανικά. δεν έχουν ύλη (αν θες να τους πλησιάσεις) δεν έχουν ψυχή (αν θες να τους αγαπήσεις)
σε μία άκρη σιγοτραγουδά κάποιος που μου φωνάζει πως η αγάπη μοιάζει με πλαστελίνη. ανάλογα με αυτόν που την κρατάει, μετασχηματίζεται.

και να μαι πάλι στην πολυθρόνα μου με τα ανεμοδαρμένα ύψη στα χέρια να βλέπω από το παράθυρο μου πως οι τρελοί γεννώνται στην πόλη που σε αγάπησα.

disorder

Βογκούν στο κρεβάτι μου οι μέρες της αγάπης και οξύνονται οι πόνοι καθώς η θλίψη μου γεννάται από εκατοντάδες σημεία σε όλο το μήκος της ψυχής μου. Τα μάτια μου βροχερές μέρες που χάθηκαν στις σκέψεις σου. Εκεί πέθανα αμέτρητες φορές και εκεί με βρήκε η ανάσταση μου το ίδιο καίρια και μονολιθή. Δεν χτίζεις ένα κορμί από έναν άνθρωπο. Τα όνειρά μου χίμαιρες που προσπερνούν και παρασύρουν η μία την άλλη, ουτοπίες που ξεχάστηκαν. Χάνονται στο βάθος ενός ορίζοντα που δεν τόλμησες ποτέ να διασχίσεις, χάνονται όπως και εγώ στο όνειρο μου να σε σώσω. Μοιάζει ο φόβος μου με ανεμοθύελλα. Τρέμει το εγώ μου στο ύψος του εαυτού σου. Η καρδιά μου μετράει κομμάτια σου. Και αν θέλω να ξεχάσω κάθε μου καταραμένη από τον έρωτα νύχτα με γεμίζει ένοχες σκέψεις, απατηλές λέξεις, παρήγορα ψέματα του γιατί δεν είσαι εδώ. Κάθε σφύριγμα του ανέμου βιάζει το τζάμι μου εκεί όπου διάβαζες πως σε προσέχω όποιος και αν γίνεις μα καταβάθος το φοβόμουν και αν με ρωτήσεις γιατί θα σου πω πως το ήξερα. Τα νοτισμένα σ αγαπώ μου ξεθώριαζαν σαν την φιγούρα ενός εαυτού σου που συνάντησα προχθές. Δεν ήταν άνθρωπος, ούτε σκιά. Πέταγαν οι σαίτες μου και έφταναν τα σφραγισμένα μου μπουκάλια σε κάποια σου ακρογιαλιά ενώ έκλαιγα πως σε είχα χάσει γιατί αγάπησες άλλη. Την θάλασσα. Άλλη αγάπησες το είδα, στο χρώμα των ματιών σου, στο σχήμα των μαλλιών σου, στα βαθουλωμένα σου μάγουλα, στα σημαδεμένα σου μπράτσα. Ξέσκισες κάθε φλέβα σου για να αγαπήσεις. Με χαμηλωμένο το κεφάλι μου είπες ότι όλοι μου οι ήρωες είχαν εθιστεί. Με χαμηλωμένη την αξιοπρέπεια σου σε ικέτεψα, σε παρακάλεσα να σε φυλώ μερόνυχτα παραδομένη στην απεξάρτησή σου, υποταγμένη σε νύχτες πιθανώς γεμάτες πόνους και ουρλιαχτά και εφιάλτες, να σου διαβάζω και να σου χαιδεύω τα χέρια μέχρι να κλείσουν οι θανάσιμες σου πληγές. Μα εσύ μου γύρεψες πατρίδα στην εξάρτηση, μου φανέρωσες τον δρόμο σου στα σκαλοπάτια της κατάθλιψης, συνέθλιψες την καρδιά σου στα μάτια μου . Ο κόσμος μου έπαψε να ανατέλλει μήπως πάθεις κακό. Ένα ξημέρωμα που μου τηλεφώνησες, μίλησες σιγανά, λες δεν έχεις πρόσωπο, υπόσταση, μυαλό πια τίποτα. Μα σου είπα όσοι αγαπούν θα σώζονται. Γι αυτό με μίσησες. Μόνο το κελί σου κοιτώ πια και θυμάμαι. Τα πήρε όλα ο άνεμος και φαίνεται σε ξέχασε κάπου μακριά. Με στοιχειώνουν διαρκώς όμως τα μάτια σου σαν ολόμαυρες κουμπότρυπες που με διαβάζουν, σαν αφανέρωτοι έρωτες που κρύβονται στο κενό τους, σαν τσιγάρα που έμειναν μισά για τα παράπονα σου, σαν την άναρχη ζωή σου που κατέληξε να σέρνεται.
Όλα σου τα μαθα, μα ξέχασα μία λέξη. 
Αλλά και έτσι να ναι, εγώ είμαι πάντα εδώ, σε κοιτάω,  δεν σ αγγίζω, δεν σ αφήνω.

και ας μην υπάρχει γιατί. και ας μην υπάρχεις εσύ για να σώζομαι. 

sleeping with ghosts


-Πώς είσαι εδώ;
-Τι εννοείς;
-Γιατί είσαι εδώ; Πώς και βρέθηκες εδώ; Εσύ στην νύχτα ανήκεις.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Άσε με να σου εξηγήσω.
-Όχι αρκεί. Έφτασα εδώ να σου πω απλά μία λέξη.
-Έχεις πει παραπάνω.
-Ξεκόλλα.
-Σπουδαία. Σπουδαία λέξη. Σπουδαίο συναίσθημα. Πεταμένα μου λεφτά. Δεν αξίζει, άστο.
-Όχι! Όχι! Σου έχω ξαναπεί ότι αξίζεις πολλά!
-Δεν με κατάλαβες. Λέω πως δεν αξίζει αυτό.
-Μα δεν σου λέω ότι δεν αξίζεις!
-Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν ξέρω αν εσύ αξίζεις για μένα ή αν εγώ αξίζω για σένα, αλλά ξέρω ότι δεν πάει.
-Πού να πάει;
-Εννοώ ότι δεν τραβάει.
-Τι να τραβάει;

Η ανάμνηση σου αυτή μου θύμισε Βαβέλ. Δεν υπάρχει μέρος ούτε λέξη που να φτιάχτηκε για μας. Μιλάμε μαζί, μιλάμε την ίδια γλώσσα μα καθένας μας μεταφράζει τις λέξεις μας αυτές διαφορετικά. Η ερμηνεία ποικίλλει. Είμαστε ξένοι και είμαστε ίδιοι. Μοιάζουμε με σκόνη στον αέρα μα εγώ προπορεύομαι. Η μόνη μας επιλογή είναι ο δρόμος μας. Ο δρόμος σου δεν είσαι εσύ. Εσύ κατευθύνεσαι σε μέρη που εγώ δεν μπορώ να έρθω. Εγώ την αγαπώ την ζωή μου. Εσύ θέλεις να την αποφύγεις. Υποχρέωση σου να διαλέξεις. Μου κοστίζεις τόσα πολλά δάκρυα. Σ αγαπώ τόσο πολύ ακόμη και μέσα στην λήθη σου να ξεχάσεις, στην τρέλα σου να σνιφάρεις και θα προτιμούσα να πέθαινα εγώ παρά η καρδιά σου, καρδιά μου. Τι τρελή ιδέα σου βασανίζει το μυαλό μου πάλι; Εγώ δεν έχω διαλέξει τον δρόμο σου. Μοιάζουμε με παράλληλες γραμμές. Δεν τεμνόμαστε πουθενά. Αλλά το περίεργο ξέρεις ποιο είναι; Ότι μερικά βράδια (δικά σου) πιάνω τον εαυτό μου να αγγίζει τον σφυγμό σου, να ακουμπάει στο μέτωπο σου, να χαϊδεύει το σώμα σου και αυτή είναι η πιο βίαιη μου σκέψη. Να ζήσεις χωρίς εξαρτήσεις, χωρίς σκόνες, χωρίς παραισθήσεις. Γιατί όλα είναι στο μυαλό, άγγελέ μου. 
Μην κοντοστέκεσαι και εγώ στο δικό σου θα είμαι.
Μην πεθάνεις, η ζωή έχει στροφές.

untitled


Κάθεται σκεπασμένη στο άδειο της κρεβάτι. Θλίψη ξεχύνεται μέσα από τα άσπρα της σεντόνια και της επιτίθεται. Αποζητά ένα λεπτό ησυχίας, νεκρικής σιγής. Χορεύουν όμως γύρω της λέξεις που μακάρι να μπορούσε να είχε σκοτώσει. Έχει κουρελιάσει τα ρούχα της και κυνηγάει την ζωή της. Κανένας επιπλέον θάνατος δεν της έχει απομείνει. Προσπαθεί να κρυφτεί από μία φωνή που γυρίζει στο μυαλό της, κάποιον που δεν ξέρει πια με τι μάτια θα τον βλέπει. Ίσως αν άλλαζε τα μάτια της, ίσως αν έβγαζε τα μάτια της, ίσως τότε ξεθώριαζε και η δική του φιγούρα. Θα προτιμούσε σίγουρα ναι ναι να είχε πυροβολήσει ξαφνικά εκείνος την καρδιά της, να ζούσε έναν απότομο, γρήγορο, ανώδυνο θάνατο με τελευταία σκηνή της το πρόσωπό του. Πόση παράνοια χωρούσε στο βράδυ της; Δεν ήξερε πια αν ξέρει να παλεύει. Της έγνεφαν αχνές μορφές στο νου της πως ναι. Αλλά εκείνη δεν ένιωθε ότι έχει δικό της σώμα, ότι έχει οποιαδήποτε δύναμη έστω και να ζήσει. Συνεχώς γράπωνε το μαξιλάρι της και πίεζε το στόμα της, έσφιγγε τα χείλη της όσο μπορούσε για να μην ακουστεί η κραυγή της στον ύπνο του. Άλλοτε ονειρευόταν πως αυτή η φωνή που την διέταζε να πεθάνει, θα την νανούριζε σε μία αγκαλιά στοργής. Άπιαστα τα όνειρα, άπιαστα και τα δικά της. Σκεφτόταν τι ζητά από τον κόσμο της. Όχι πια απαιτήσεις. Την έβλεπες να κρατά τα μάτια της κλειστά και δύο ανήσυχα υγρά μονοπάτια να κυλούν στα μάγουλά της. Στριμωχνόταν στο ξύλο του κρεβατιού της για να δυσκολεύεται να αναπνεύσει, όχι εύκολες επιλογές. Ήταν όντως αυτή που έβλεπε στο τζάμι στο παράθυρό της ή όχι; Μήπως όλα τα είχε ονειρευτεί; Τράβηξε για μια στιγμή τα μαλλιά της με οργή, άλλος πόνος σαν της ψυχής αδύνατον να έχω, αυτή ήταν η σκέψη της. Πώς αλλιώς να ματώσω; Έγδερνε το δέρμα της, αλλά το σώμα της αρνιόταν να παραδοθεί σε αυτή την κόλαση που υπέκυπτε το μυαλό. Είχε και άλλα να αισθανθεί, έτσι έδειχνε. Κουκουλωνόταν πιο πολύ με το που γλίστραγαν οι ώρες στο τσεπάκι της μην τυχόν και δεν νιώσει πόνο. Αλλά η οδύνη ήταν στο μυαλό της. Ήταν σε αυτή την δίλεπτη συζήτηση που ρήμαζε την καρδιά της και την οδηγούσε στον γκρεμό ενός εφιάλτη που την φλέρταρε. Η αυτοκαταστροφή έμοιαζε τελικά γλυκιά. Μακάρι να είχε ένα Θεό. Να έκρυβε ένα Θεό στο στήθος της, σαν ένα θαύμα μαγικό και αλλιώτικο, σαν με μία προσευχή να άλλαζε, να γινόταν κάτι άλλο, αλλά και πάλι έκλαιγε.. Δεν είχε ιδέα τι θέλει να γίνει. Ύστερα έτρεχε στην κουζίνα της. Έβρεχε το πρόσωπο και το λαιμό της που οι λυγμοί τους έκαιγαν και βυθιζόταν ξανά στην ανάγκη του να βγάλει από μέσα της εκείνον. Έκανε εμετό το νερό της, σιχαινόταν τον εαυτό της που αφέθηκε. Άκουγε θορύβους, φοβόταν να ξεφύγει, η ελευθερία που έψαχνε της φαινόταν πόλεμος ξαφνικά. Έτρεχε πάλι στο σκοτεινό της κρεβάτι. Συναντούσε τις σκιές και μίλαγε για λίγο. Της φαινόταν πως εκείνος χτύπαγε το τζάμι της για να της εξηγήσει πως όλα είναι ψέματα, άκουγε το τηλέφωνο της να χτυπά. Ώρα καμιά και ώρες πολλές. Τέσσερις; Πέντε; Το μόνο που μέτραγε ανάμεσα στα σεντόνια της ήταν οι συλλαβές των λέξεων του. Ξι έψιλον κάπα όμικρον λάμδα λάμδα άλφα.

Κατάστρεψε με γαμώτο αλλά εσύ! Ακόμη και στον θάνατο μου, φοβάσαι να με νιώσεις. Μην πεθάνεις, απλά σκότωσε με. Χειρότερο κακό δεν θα πάθω. Τουλάχιστον να έχω την ευτυχία να με αγγίζεις.  Μόνο αγάπη σου έκρυβα, λυπάμαι. Φάνηκε πως δεν έπρεπε αν και η πουτάνα η καρδιά μου για άλλα πέθαινε. Μην διστάζεις, μέσα σου δεν ξαναχάνομαι. Σε ζηλεύω κάποια βράδια μου που γουστάρεις την αμαρτία. Αν μπορούσα να την γευτώ, πίστεψέ με θα ζούσα για λίγο. Αλλά ούτε αυτό δεν μπορώ μακριά σου.

Μην απομακρύνεσαι. Φεύγω εγώ. Μην κλείνεις τα μάτια σου. Θέλω να κοιτάς μία σκιά που περπατά.
Όχι γιατί εσύ με σκότωσες, παρά γιατί ΕΓΩ επέλεξα εσένα για να πεθάνω.

Ειρωνεία

Γουστάρω να το σκάσω, να μην κλάψω, να μην φοβηθώ όπως λες και εσύ.
Γουστάρω να το σκάσω παρέα με την άναρχη ιδέα ότι σου ξέφυγα.
Κάθε βράδυ με τσακώνει μία σκιά να θρηνώ στα όρια του φταίω ή φταις.
Με ζαλίζουν οι αναθυμιάσεις ενός έρωτα που πέθανε το ξημέρωμα στο κρεβάτι σου.
Όλα συνωμοτούν για να πεθάνεις, μα ξέρω πως θα προτιμούσα να αλλάζαμε θέσεις.
Δεν νιώθω τον χρόνο να αγγίζει το πρόσωπο μου. Νιώθω το κρύο να εισβάλλει στο σώμα μου. Και όμως 37 δείχνει το θερμόμετρο στον τοίχο μου.
Γλιστράς σαν μανιακός στο μπαλκόνι μου, με χτυπάς αλύπητα, συνέχεια, βρίζοντας πως η ζωή σου γέμισε κενά και αιμορραγείς.
Τα λόγια σου μία ασυνάρτητη έκρηξη που δεν καταλαβαίνω. Μίλησες καθόλου;
Δεν ντρέπομαι αν φοβάσαι.
Μόνο ένας φοβισμένος θα εγκλώβιζε τα όνειρα του σε ένα μηδέν που του γεννά μία άσωτη ζωή.
Δεν ντρέπομαι αν δεν αισθάνεσαι. Φοβάμαι πως ποτέ δεν θα αισθανθείς.
Χτύπα δίχως να προσπαθείς να σκέφτεσαι. Καμία πληγή μου δεν θα ανοίξει περισσότερο από όσο τώρα. Χτύπα γιατί ίσως να μην έχεις άλλο χρόνο. Άλλη αδίστακτη ευκαιρία να με συναντήσεις μόνη.
Φύλαγα την σιωπή μου για να στην δώσω λέξεις, λέξεις που πέθαινα να σε φροντίσουν αλλά δεν ήθελες. Γιατί δεν ξέρεις πως είναι να φυλάς.
Χτύπα καλύτερα κοντά στην καρδιά. Λένε πως όταν αιμορραγείς αρκετά,σταματάει η κυκλοφορία. Όχι, δεν κατάλαβες. Δεν θέλω να πεθάνω. Θέλω να πεθάνεις μέσα μου. Αν και είμαι σίγουρη ότι αν πεθάνω, πάλι εσένα θα βρεις στα κομμάτια μου.
Μα εσύ δεν ξέρεις να χτυπάς! Πού είναι το πάθος σου όταν ξεσκίζεις, όπως λες, τις γυναίκες σαν κομμάτια κρέας; Αυτό ήταν όλο; Και εγώ τι ήθελα μαζί σου το λοιπόν;
Ώρα τίποτα σου λέω αλλά δεν δείχνεις να ακούς. Μήπως δεν μίλησα; Καταπίνεις την μορφή μου να διψά για ελευθερία. Ελευθερία πέρα από σένα είναι σου λέω. Σ'αγαπάω αλλά μου είπαν ότι δεν αξίζει να στο ψιθυρίζω. Έχεις σκοτώσει ξανά; Καλά δεν μιλάμε για μένα τώρα. Εμένα ναι. Άλλους; Θα πρέπει να σε φοβούνται ή αρκεί να τους φοβάσαι εσύ; Μην φοβάσαι, θα μου μιλάς. Αν θες. Που δεν θες. Που δεν παύει να με νοιάζει.
Π....Πάάά..Πάψ...Πάψε; Αυτό προσπαθείς να πεις; Τόση ώρα σου μιλάω;
Ε τότε χτύπα μωρό μου σου ουρλιάζω, αφού ακόμη έχω φωνή.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να μην σε έχω.


"γιατί...."

 Θυμάμαι σου άπλωσα το χέρι μου ένα βράδυ γαλήνης, μα γύρισες αλλού.

Δεν έφταιξε το ότι η καρδιά σου είναι ελεύθερη. Την καρδιά σου την πούλησες.
Σ ένα σωρό από ακόρεστο αλκοόλ, σβούρες από καπνό και μπόλικες δόσεις. Την πούλησες σ έναν αγώνα δρόμου, σε μία άνετη ζωή με "καναπέ, τσόντες και καφέ", όπως σιγοτραγουδά ο Στόκας και δεν έδειξες να λυπάσαι.Την πούλησες σε γυναίκες που δεν μπορούσαν να σου ψιθυρίσουν τι θα πει αγάπη, σε μία αλλεπάλληλη και άφθονη ηδονή που σε παραλύει μέχρι τα μέσα σου.
Με λυγμούς που με διαλύουν, σου γράφω ότι ήθελα να κλείσω στην μικρή μου χούφτα (ονειρευτής*) τον κόσμο και να στον χαρίσω, γιατί σε ονειρευόμουν παιδί και σε έχασα μέσα στις σκιές, γιατί εκεί ταιριάζει να φωλιάσεις, ακόμη και αν ποτέ δεν πίστεψα ότι μαράθηκες αρκετά.
Γιατί όταν ήθελα ένα αντίο, κούναγες ένα μαντήλι με αυτάρεσκο χαμόγελο πως δεν θα έχεις πια δεσμά.
Γιατί όταν σε ονειρευόμουν, πάντα ερχόσουν εφιάλτης της μέρας μου και την διέλυες σαν κάστρο στην άμμο που το κατατρώει η θάλασσα.
Γιατί όταν είχα την ανάγκη σου, πάντα δείλιαζες, πάντα έφευγες σαν κλέφτης, σαν εραστής της μιας νύχτας που τρέμει να αντικρίσει το φιλί της αγάπης.
Γιατί όταν σου ψέλλιζα σ αγαπώ, εσύ έτρεχες στα λεξικά και (γιατί) όταν έκλαιγα για χάρη σου, μου αφιέρωνες μία σειρά μαρσαρίσματα που βούιζαν στα αυτιά μου σαν ουρλιαχτά (μου) καθώς με σκότωνες.
Γιατί όταν αγαπούσα την λήθη σου και ψηνόμουν στον πυρετό, αρνιόσουν ότι ξέρεις την αλήθεια.
Γιατί έστριβες το κεφάλι σου, όταν σου αγόραζα φεγγάρια στο όνομα του έρωτα μου.
Γιατί κάθε βράδυ που ψαλίδιζα τα αστέρια για να στα πλέξω φυλαχτό, εσύ άρπαζες ένα μπουκάλι βότκα και χανόσουν στην σκέψη μου.
Γιατί σου στοίχιζε να αρνηθείς ότι δεν ξέρεις από έρωτα και (γιατί) σου στοίχιζε να δεχτείς τον δικό μου.  
Γιατί κάθε σου κίνηση πάντα φρόντιζες να σκεπάζεται από μία μάσκα, μία απόκρυψη, μία καλυμμένη ταυτότητα, ένα κομμένο χαμόγελο, ένα κλεμμένο φεγγάρι, μία χούφτα μισόλογα που μάσαγες και "δύο μέρη σιωπή".
Γιατί κάθε πληγή μου φάνταζε παράδεισος να ξεχνάς τις λύπες σου.
Γιατί "και εσύ με σπρώχνεις στον γκρεμό".

Γιατί δεν αξίζεις ούτε τον ξεπεσμό μου. Δειλέ..

"Ας πνιγώ στα βαθιά." (αν είναι μαζί σου)

Δεν είναι ανάγκη να πλησιάσεις. Κλείσε τα μάτια σου. Απλά τα βήματα.
Εντάξει;
Κράτα καθάρια την φωνή μου στη σκέψη σου.
Πλάσε στο μυαλό σου αυτόν τον ωκεανό από λέξεις. Χρώματα ό,τι θελεις εσύ.
24 γράμματα αγκαλιάζονται με την ελπίδα να αναπαραχθούν στον οισοφάγο σου, να γίνουν δικά σου, να ακουστούν από μέσα σου.
Δεν είναι δύσκολη η σιωπή, σωστά;
Ως εκεί που φτάνει το μάτι σου έχει νερό. Λέξεις που αναρωτιούνται εάν ειπωθούν.
Το δύσκολο κομμάτι μίας ανθρώπινης σχέσης. 
Η στεριά, η ακτή, το κομμάτι πριν την θάλασσα είναι η όμορφη σιωπή σου.
Είναι ένα εύκολο και σύντομο μονοπάτι. Το διαλέγεις;
Ναυτικοί λένε πως δεν χρειάζεται κάποιο κίνητρο για να ακολουθήσεις την θάλασσα.
 (Εσύ γιατί ακόμη την κοιτάς;)
Πως κρύβει μέσα στην χαοτική της ομορφιά όλη την μαγεία του κόσμου.
Πως το ταξίδι σε κερδίζει, το ταξίδι ζεις, στο ταξίδι παραδίνεις το εγώ σου. Ε; Τι λες;
Κάθε κοχύλι της θάλασσας, λέει ο παππούς μου,συμβολίζει κάθε λέξη, φορτισμένη με συναίσθημα, αγαπώ, μου λείπει και λοιπά και λοιπά.
Κάθε πέτρα συμβολίζει κάθε λέξη, φορτισμένη με καθημερινότητα. Κάθε απλή λέξη που γλιστράει από μέσα σου με ευκολία, χωρίς δισταγμό και αβίαστα γίνεται δική σου.
Κάθε κύμα συμβολίζει το δύσκολο μέρος της σχέσης, εκεί που ξοδεύεις εσένα.
Ο παφλασμός είναι η έκρηξη που ακολουθεί την συναισθηματική ένταση και μετά μαζεύεις τα κομμάτια σου.
Νόμιζα πως εσύ μπορούσες να μου εξηγήσεις καλύτερα την θάλασσα .
Εκανα λάθος, δίχως έρωτα,παραμένεις τυφλός.
Πώς να δεις το παραμύθι, όταν αρνείσαι να ανοίξεις τα μάτια σου;
Αυτό που θέλω να καταλάβεις είναι ο διαχωρισμός στεριάς και θάλασσας.
Το κενό ανάμεσα στις λέξεις και την σιωπή σου.
Και ενώ όλοι λένε πως η θάλασσα είναι μάγισσα και γητεύτρα, εσύ συνεχίζεις να φτιάχνεις στην άμμο παλάτια.
Λοιπόν; Βούτα να προλάβεις καμιά λέξη, τις έχω τόσο ανάγκη. 



παράκληση



δύσκολος ο ορίζοντας, μου έλεγε ο πατέρας μου.
είσαι ορίζοντας;
ή μήπως είσαι η αδάμαστη θάλασσα;
τι είσαι;
αχ πώς σε έντυσε ο έρωτας για μένα.
και αν σκέφτεσαι πόσο λατρεύω την νύχτα, αναλογίσου και πόσο θα θελα να την μοιραστώ μαζί σου.
και πάλι πουθενά δεν καταλήγω.
και πάλι το αδιέξοδο του ονόματός σου.
όχι δεν αγαπώ την ιδιότητά σου στα σίγουρα.
ίσως τελικά να έφτασα κάπου. με ανεμοδέρνει ο ίδιος μου ο εαυτός σε αυτό το ύψος του έρωτα σου. δεν βαριέσαι...
όσα είμαι σε σένα τα ταξα...μην αρνηθείς.
ένας άνθρωπος ξεψυχά στο μπαλκόνι σου.
μία φωτιά που ξεσπά στο παράθυρό σου.
είμαι εγώ και σε προσέχω όπου και αν πας.
ταξίδεψε και το δικό μου εγώ και ξέχνα με σε κάποια ακτή.
ίσως ξεχάσω και εγώ αυτό σου το άρωμα.αν και πολύ θα ήθελα να μην αμφιβάλλω.

Αγώνας δρόμου

Τρέχω αλαφιασμένη στο δάσος που σε γέννησε.
Και είναι βροχερά. Και είναι σκοτεινά. Και δεν υπάρχει πια το σημάδι σου.
Τρέχω μανιωδώς να χτυπήσω τα κύματα που κάποτε σε έκρυψαν.
Και δεν έχουν ορμή. Και δεν έχουν εσένα.
Τρέχω με την μεγαλύτερη ταχύτητα που θα μπορούσα να τρέξω για να συμφιλιωθώ με την ευτυχία  σε στιγμές που τρέχει δίπλα σου.
Και πάλι εσύ είσαι ή πολύ πιο γρήγορος ή πολύ πιο αργός.
Τρέχω κομματιασμένη να προλάβω τις λέξεις σου.
Και ξεφεύγουν. Και συνεχώς κυνηγώ λίγες από αυτές, μα απαντάς με την σιωπή σου.
Τρέχω αλλοπαρμένη να σκοτώσω το ηλιοβασίλεμα, γιατί εσύ ούτε καν το κοιτάς.
Και δεν μπορώ. Και δεν γίνεται. Μπαμ
Τρέχω να προλάβω το αυτοκίνητο σου ή έστω το μηχανάκι σου.
Και είσαι γρήγορος. Και δεν σε φτάνω.

Σταματώ και σκέφτομαι αν έχασα
                                        αν σ έχασα.

Τρέχω δίπλα από την αγάπη μου για σένα.
Για άλλη μία φορά με προσπερνούν. Στον τερματισμό φαίνεσαι εσύ. Κρατάς Εκείνο το όπλο.
Την σημαδεύεις. Τρέχω μετρώντας την ζωή μου. Τραβάς την σκανδάλη. Τρώω την σφαίρα, προστατεύοντάς την.
Εκείνη μπορούσε να ζήσει έτσι, εγώ όχι. Αντίο.

Σε σένα καταλήγω

Βράδυ Σαββάτου, μα ξέρω πού είσαι.
(λατρεμένα) βήματα σου που ηχούν βουβά στα αυτιά μου:
1. εσύ στην συναυλία. μαύρο μπλουζάκι, old στην τσέπη, φορτωμένος με ματιές που ταξιδεύουν.
2. εσύ στο cafe-club. παρέα με έναν φίλο σου του οποίου το όνομα θυμίζει εμένα, μία βότκα πορτοκάλι και ένα τασάκι βαρύ από τα γινάτια σου.
3. επιστροφή στον χώρο του ερωτικού εγκλήματος. Εσύ γυμνώνεις τα μάτια μου, με ψάχνεις στον χώρο. Δεν σε δυσκολεύω (άλλωστε αν μπορούσα, εδώ θα ήμασταν;). Γυρνάς να με κοιτάξεις. Πιάστηκες μεγάλε.
4. Αλλάζεις θέση. Μάγκα μου, προσποιείσαι ότι κοιτάζεις αδιάφορα τριγύρω αλλά μάντεψε! Ξέρω ότι κοιτάζεις εμένα. Σε θέλω. Με σκισμένα πανιά, με κομμένα φτερά.
5. Ξέρεις ότι ξέρω ότι όλοι ξέρουν για μένα. Αγαπάω και αδιαφορώ λοιπόν.
6. Μαζί με την γνωστή σου παρέα συζητάτε το μείζονος σημασίας πρόσωπό μου. Ένας κατ'επάγγελμα μηχανόβιος, ένας μάγειρας, ένας εργάτης και ένας που δεν ξέρω συζητούν για μένα. Α! Και εσύ. Η καρδιά μου με ρούχα.
7. Φανερή παρακολούθηση των κινήσεων μου και έντονος σχολιασμός. Μία λέξη στείλε μου...
8. Όλεθρος. Δεν σε μισώ, ούτε μπορώ να σε έχω. Δεν το αρνούμαι, ούτε το δέχομαι. Καταλαβαίνω πως πάντα εκεί θα είμαστε αν δεν επέμβω, το οποίο δεν προτίθεμαι να επιχειρήσω.
Μόνο τα μάτια σου να άγγιζα για μία φορά,
στην αγκαλιά σου να με συναντούσα στο απόγειο της ευτυχίας,
να σε έβλεπα κοντά μου να οδηγάς,
να σε κοίταζα λατρευτικά, όπως κανείς
και μετά θα προσπαθούσα να μην απαιτήσω πολλά περισσότερα.
Κλεμμένα μου όνειρα, να σας άλλαζα με αστέρια.
9. Στάδιο επανάληψης. Με χόρτασες ή θα με κοιτάξεις και άλλο; Τέλος δεν υπάρχει. Υπάρχει λέξη που να περιγράφει αυτό στο οποίο πλησιάζουμε;
10. Φεύγω. Καρδιοχτυπάς, με κοιτάς που έρχομαι ξανά, κάνεις τα κόλπα σου, τα γνωστά σου. Κατάλαβαν.
11. Καλά εσύ βρε μωρό μου, αλλά τους άλλους γιατί τους υποβάλλεις στην διαδικασία να γίνουν πράκτορες;
12. Με ψάχνεις, με βρίσκεις. Σε έχω βρει και σε χάνω. Μου καταστρέφεις κάθε τι μέσα μου, με χαλάς, με μολύνεις. Μα....με σκέφτεσαι και με νιώθεις.
Αυτό που με σταυρώνει στ' αλήθεια με λυτρώνει.
13. Νιώθω σαν να σε αγαπώ. Σκέψου ένα στοιχείο σου και θα σου πω ποιο αγάπησα περισσότερο. Όλα φως μου, όλα με την ίδια δύναμη. Όλα γιατί ήσουν εσύ.
14. Πες κάτι μίλα μου. Σαν όνειρο με βλέπω μεθυσμένη στο νισσάν σου να κάνω έρωτα με το φάντασμα σου. Αν θα θέλα;;

αληθεια;

Εικόνες και λόγια.
Θύματα και θύτες.
Έρωτας και πόλεμος.
Εσύ και εγώ.

Τι ιστορία έχουμε εμείς;
Πως θα με κλείσεις σε έναν ελιγμό και πώς θα σε κλείσω σε ένα τίποτα;
Εγώ και εσύ που τόσο νομίζαμε ότι δεν ήταν ψέμα το εμείς.
Δεν το ξέρεις, αλλά αν κοίταγες καλύτερα, θα έβλεπες.
Πιέζω ένα ατράνταχτο γιατί και έναν αλάνθαστο έρωτα με τον ΣΩΣΤΟ άνθρωπο την ΣΩΣΤΗ στιγμή να ανοίξει τα φτερά του.
Ένα θλιμμένο μουσικό θέμα παίζει στο αντίο αυτού που άντεξε λιγότερο.
Μα πώς να δω αν άντεξες αφού μόνο την πλάτη σου ακουμπώ για να αισθάνομαι;
Δεν σου είπα ποτέ…πως όταν σε κοιτώ αυτές τις μαγικές στιγμές γεμάτες αλήθεια, αναλογίζομαι ότι με οποιοδήποτε τρόπο ή κόστος πάλι εσένα θα είχα ερωτευτεί και πάλι εσένα, δεν θα είχα μετανιώσει.
Και σε αυτό το σημείο που η αιμορραγία μου φτάνει και για τους δυο μας, ελπίζω στην λάμψη ενός αστεριού, που κάθε βράδυ παρακαλώ να σε προσέχει.
 Η απόσταση σε σκοτώνει σε μένα. Η απόσταση σε ανασταίνει σε μένα.
Μην φοβάσαι, μόνο αυτό θα ήθελα να ξέρω τώρα.
Ότι κλείνοντας τα όμορφα σου μάτια, κοιμάσαι και αγγίζεις τον παράδεισο σου. Είμαι πια ένας θεατής στην άνομη ζωή σου, ένας λατρεμένος θεατής.

Υ.Γ:
Σ αγαπάω και όμως κρυφά και όμως μέσα μου.

Holy tears

Της υποσχέθηκε μία βόλτα στα αστέρια.
Σε κείνη πάντα άρεσε ο ουρανός.
Την ιστορία τους ανέλαβε να γράψει μία επανάσταση με πρόσωπο ανθρώπου, ένας τρελός ονειρευτής.
Εκείνη μόνο αγάπη ζητούσε. Εκείνος τα κατάφερε.
Γι αυτό το τυφλό και κλεμμένο βράδυ τους, τα κατάφερε.
Και έδωσε όση στοργή έκρυβε στο στέρνο του για άνθρωπο.
Την πήγε βόλτα στα δικά του αστέρια, με τον δικό του τρόπο, με τον λατρεμένο για εκείνη τρόπο, που μόνο εκείνος ήξερε, μόνο εκείνος μπορούσε.
Και για όση ώρα δύο κορμιά γίνονταν ένα, όσο η ηδονή τους αγκάλιαζε και ο ένας είχε τον άλλον, δεν υπήρχε για κείνη παράδεισος. Εκείνος απλά δεν πίστευε στον παράδεισο.
Αφού κλέφτηκαν, αφού γεύτηκαν τον πόθο που διακαώς βασάνιζε τα σώματα τους, επιχείρησαν μία ακόμη βόλτα.
Και δεν πέτυχε.
Και έμεινε το σώμα της βαρύ και τα δάκρυα της στέγνωσαν και εκείνος εκεί.
Ούτε που σήκωσε το κεφάλι του να την κοιτάξει στα μάτια.
Δεν άντεχε την αγάπη, μα είχε μπλέξει μαζί της.
Και εκείνη κάθε βράδυ ονειρευόταν μία ακόμη αγκαλιά, ένα ακόμη παράδεισο και τον έβρισκε μέσα στον καπνό και το αλκοόλ.
Και σκότωνε εκείνη, γιατί δεν είχε απομείνει και τίποτα δικό της, που εκείνος να μην γεμίζει.
Και εκείνος εκεί. Να γυρίζει το ξημέρωμα στο σπίτι του, να χάνει κάθε αίσθημα, να επαναστατεί τυφλά σε έναν κόσμο που τον πρόδωσε.
Και εκείνη να προσπαθεί να βρει και να γιατρέψει μία πληγή του, που εκείνος φύλαγε σαν φυλαχτό. Και εκείνος να αρνείται την ζωή μαζί της, να μπερδεύει τα λόγια του κοντά της.
Και εκείνη εκεί. Να αγαπά και να πληγώνεται.
Και μια μέρα γύρισε και είπε στον/στην συγγραφέα αυτού του κειμένου, πως μπορούσε να δημιουργήσει ένα τέλος γι αυτούς, αρκεί να έχει αίσια έκβαση.
Μα εγώ δεν ήθελα.
Και προτίμησα να τελειώσω την ιστορία τους με ένα κομμάτι από αυτήν.
Ίσως τελικά όλοι να είμαστε απλά συλλέκτες στιγμών. Την συμβούλεψα πως τις χάρισε αρκετές. "Οι στιγμές είναι ευτυχία. Και εσύ έχεις αρκετές. Χαμογέλα γιατί σου πάει. Και ο κόσμος θα χαμογελάει και χωρίς εκείνον."


(Συγχώρεσέ με που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες σου και να μην σε καλύπτει. Γράφτηκε με καρδιά και αυτό είναι που μετράει.)

κομματια

-Φοβάμαι, πόσο πολύ φοβάμαι, πόσο φοβάμαι..
-Έχει φεγγάρι.
-Μα σου λέω πως φοβάμαι!
-Έχει φεγγάρι και γράφεις ερωτικά γράμματα  στην νύχτα, γίνεσαι ερωμένη της, σε χανώ μέσα της.
-ΦΟΒΑΜΑΙ. Συγκεντρώσου. Τώρα πρέπει να μου πεις ότι δεν πρέπει να φοβάμαι!
-(γελά δυνατά) Πρέπει;
-Πρέπει βέβαια.
-Έλεγαν πως ήξερες καλή ορθογραφία, πως έγραφες καλές εκθέσεις, λόγια αυτό μόνο ξέρω να σου πω.
-Μα τι ασυνάρτητα είναι αυτά που αραδιάζεις; Φοβάμαι σου λέω.
-Δυστυχώς δεν το βλέπω, δυστυχώς δεν βλέπω εσένα. Πέτα την μάσκα σου.
-Ποια μάσκα;
-Πέτα την και χαμογέλα στον ήλιο.
-Μα είναι νύχτα!
-λεπτομέρειες. Εσύ δεν θέλεις να δεις. Εσύ χαράμισες την ζωή σου για κάμποσους κόκκους από ψέμα.
-μα εγώ την αγαπώ την αλήθεια!
-Και άλλο ψεμα.
-αλήθεια!
-Μην προσπαθείς άλλο. Αν ξέρεις πού πρέπει να ψάξεις, τότε τρέξε. Αν και τότε δεν μπορείς να δεις, πέτα. Αν σου έκοψαν τα φτερά, ζήσε. Και αν σου κλέβουν την ζωή, γίνε παράνομη. Σ αγαπώ, μα δεν χωράς στον πλανήτη μου. Μοιάζω με μικρό πρίγκηπα, σου θυμίζω παιδί;
-Χι, Ψι, Κάπα, σύνελθε. Με αγαπάς και σε αγαπώ. Θα ήθελες να είσαι παιδί, αλλά δεν μπορείς.
-Τί σημαίνει παιδί;
-αφού δεν μπορείς να είσαι!
-μπορείς. ανύπαρκτο ρήμα.
-Δεν γίνεται.
-Πρέπει, γίνεται, μπορώ.
-Χι, Ψι, Κάπα δεν σε καταλαβαίνω.
-Δεν χωράς πουθενά, φως μου. Σε κρύβω κατω από την μπέρτα μου, είμαι ένας μπάτμαν για σένα, ένας ήρωας από κόμικ που στοιχειώνει το στοιχείο σου.
-Παραλογίζεσαι!
-Λογική. Ποιος λέει τι ισχύει και τι όχι; Κανείς.
-Η λογική έχει κανόνες που έχουν περίτρανα αποδειχτεί.
-Φιλοσοφία. Άλλη τρέλα της λογικής. Άφησέ με (σηκώνεται πάνω), εγώ έχω τον τρόπο να περπατήσω στον ουρανό, να πλαγιάσω δίπλα σε ένα αστέρι, εσύ τι έχεις;
-εγώ έχω εσένα.
-όχι πια. Αν έβγαζες εσένα, θα έβλεπες πως με έχεις χάσει. Ξύπνα.
-Στάσου. Μην φεύγεις. Που θα πας;
-Είδες που αυτό στα αλήθεια φοβάσαι; Να βρεις εσένα. Με ικετεύεις να μείνω και με ρωτάς πού πάω. Πού είναι η μαγκιά σου;
-Με πληγώνει αυτή η συζητηση.
-Σε πληγώνει το κάτι που φωλιάζεις μέσα σου.
-Μην φεύγεις, σε χρειάζομαι.
-Ανοησίες. Κανενας δεν πέθανε από αγάπη. (παρά μόνο για την αγάπη). (αποχωρεί με αργά αργά βήματα, ενώ εκείνη που είχε δίπλα του ξεψυχά για ένα κομμάτι από αλήθεια, δεν κοιτάζει πίσω, αυτός είναι το ταξίδι.)



Ταυ Έψιλον Λάμδα Όμικρον Σίγμα


Χτύπησε δυνατά τα χέρια της στο τραπέζι της, χτύπησε τα βιβλία της, χτύπησε τον εαυτό της, για όσα την είχαν πονέσει που πια δεν έβγαζαν παρά μόνο σε ένα μέρος: στο τέλος. 
Ξεχείλωσε τα ρούχα της, τράβηξε τα μαλλιά της, έσκισε την μορφή που οι άλλοι ήθελαν να βλέπουν. Την κατασπάραζαν οι άνεμοι, οι θύελλες, οι καταιγίδες, την κακοποιούσαν οι σκέψεις της και τα θέλω της την έβαζαν στην πέτρινη τους φυλακή.
Ξεμάθαινε να αγαπά και να παιδεύεται. 
Μόνο το τέλος υποσχόταν πως θα είχε μία δεύτερη ευκαιρία, χρωματισμένη από ερείπια. 
Ήταν η συντέλεια το άλλο της μισό; 
Μέσα στο κορμί της παίζονταν παιχνίδια, κλέφτες και αστυνόμοι, μια νύχτα στο παλέρμο, άνομο και νόμιμο σκότωναν την ηθική που γένναγε η καρδιά της. 
Εκείνη δεν ήταν υποχείριο, δεν ήταν φερέφωνο, δεν ήταν καταδικασμένη πόρνη. 
Και αυτό την πλήγωνε πιο πολύ. 
Η αλήθεια πως δεν είχε φταίξει σε τίποτα, πως η αιτία της απουσίας του εαυτού της ήταν το μη φταίξιμό της. 
Γιατί έβλεπε τον έρωτα της να δύει, γνωρίζοντας πως δεν θα ανατείλει ξανά. 
Και μόνο το τέλος της είχε απομείνει για να σκέφτεται πως υπάρχει αρχή. 
Το ζώο του ανθρώπου μέσα της θερίευε και  της θύμιζε πως δεν υπήρχε χώρος για γαλήνη. 
Έπρεπε να θυσιαστεί, έπρεπε να σβηστεί, έπρεπε να διαγραφεί γιατί πια το θέλω του έρωτα της δεν μπορούσε να αναπνεύσει. 
Ή μάλλον πάντα μπορούσε. 
Και εκείνη πάντα το ήξερε. 
Κάθε που τον περίμενε στην στάση του λεωφορείου, αγκαλιά με μία χούφτα δάκρυα και ένα πλεκτό σάλι, στην άκρη του σχολείου, αγκαλιά με μία πίκρα στα χείλη της και ένα μπόγο βιβλία. 
Ήθελε να βγει από το όποιο της κορμί, να σπάσει η όποια της ψυχή σε κομμάτια, δεν έβρισκε πια χώρο να χωρέσει ούτε και η ίδια την πόλη της. 
Με βία κατάπινε τις αμαρτίες, τις δυσωδίες, τις μυρωδιές του πουλημένου κορμιού, του πουλημένου ανθρώπου. 
Και εκείνη δεν ήθελε να ξέρει αν υπάρχει κανείς που να θέλει να την αγοράσει.
Εκείνη ήθελε πια να κλειστεί στο αγαπημένο τέλος της παρέα με τα δράματα, τις σκηνές της ζωής της, μίας κακοτράχαλης ανηφόρας που δεν έβγαζε πουθενά.
Είχε ένα κουβάρι σκέψεις και δεν μπορούσε να πιει. 
Κοιτούσε εκείνη στο ποτήρι με την βότκα και δεν έπινε, δεν της άρεσε ποτέ να χάνει τον έλεγχο, δεν ξεχνούσε μέσα από το αλκοόλ, απλά ένιωθε σαν πούπουλο, ένα φτερό που ξέρει πως θα προσγειωθεί ανώμαλα και θα πονέσει.
Πίεσε τα δάχτυλα της και το γυαλί έσπασε, δεν μπορούσε πια άλλα σπασμένα γυαλιά, προτιμούσε να ζει δίχως γυαλί, σε έναν κόσμο πλαστικό, μα πέρα για πέρα αληθινό. 
Είχε ξαναδεί τα αίματα της που σκούπιζε μουντά, είχε ξανανιώσει πόνο και μανία, ξανά είχε σκεφτεί να φτάσει στο τέλος που όλο την φλέρταρε. 
Μισούσε τον τρόπο που δεν μπορούσε να μοιάζει σε κάποιον άλλον, να ανήκει σε κάποιο μέρος, να αλλάζει κάθε τι που πια δεν την άντεχε. 
Ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ονειρεύτηκε το τέλος. 
Και δεν ξύπνησε ξανά.
Μα κανείς δεν έμαθε πώς τελείωσε το τέλος. 
Γιατί το τέλος έφαγε τον έρωτα της, τον έκανε κομμάτια για χάρη της.


Θα μπορούσα να κάνω το αυτή εγώ, αν μπορούσα να είμαι ξανά μέρος μου, ο εαυτός μου, τα κομμάτια μου σε ένα. 
Αλλά δεν μπορώ, 
αλλά δεν γίνεται.

Κυνηγός ονείρων

Ονειρεύτηκε ότι ο κόσμος στον οποίο σαν παιδί είχε πιστέψει, υπήρχε.
Και ήταν ένα όμορφο όνειρο.
Και η αγάπη ήταν θεά με χίλια πρόσωπα.
Και εκείνη πια μπορούσε να ελπίζει, να ονειρεύεται, να αγαπά, χωρίς τάσεις φυγής, χωρίς ταμπέλες, χωρίς δυσφορία.
Και μπορούσε να διορθώσει τα λάθη της, να μην ξεφεύγουν άνθρωποι από την ζωή της, να μην χάνει όσους αγαπά.

Και μετά ξύπνησε. Και δεν ονειρευόταν πια. Έβλεπε ότι ο κόσμος στον οποίο σαν παιδί είχε πιστέψει, δεν υπήρχε.
Και ήταν ένα άσχημο όνειρο.
Και η αγάπη ήταν μία έλλειψη χρόνου, μία κατακερματισμένη ηδονή, ένας σωρός από λόγια και μία χούφτα από λαγνεία.
Και εκείνη πια δεν μπορούσε να ελπίζει, ούτε να ονειρεύεται, ούτε να αγαπά χωρίς να πνίγεται, να καταπιέζεται, να φοβάται.
Και έκανε διαρκώς λάθη και όλα έμεναν αδιόρθωτα και δεν μπορούσε πια να κρατήσει ανθρώπους στη ζωή της, της γλίστραγαν από τις παλάμες σαν τις σταγόνες της βροχής και έχανε όλους αυτούς που αγαπούσε.

Και μία μέρα ξύπνησε και σκότωσε τον κόσμο της. Και τον εαυτό της. Και ύστερα έτρεξε στον καθρεφτη του μπάνιου και αντίκρισε το σκυθρωπό είδωλο της. Και την τρόμαξε το αίμα που απλωνόταν στα χέρια της και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα γαλάζια της μάτια. Έδωσε μια και έσπασε τον καθρέφτη της. Και τα γυαλιά μπήχτηκαν στο σώμα της σαν να ήταν κομμάτια παζλ που ενώθηκαν και έγιναν ένα με αυτήν και τελείωσαν ό, τι από εκείνη είχε απομείνει στο σώμα της. Κάτι λίγο από το φάντασμα της.

Και δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς..Τουλάχιστον με τον τρόπο που θα ήθελε να την βλέπουν οι άνθρωποι.

εσύ

Το παρελθόν έχει πρόσωπο; Γιατί αν ναι, νομίζω ότι σήμερα το συνάντησα, σήμερα συνάντησα την πρώτη μου αγάπη.
Κρατάω στην χούφτα μου έξι και κάτι χρόνια μαζί του, γεμάτα πόθο, πάθος και πόνο δίπλα του.
Όλα έσβησαν ή όλα τα έσβησα, όταν αποφάσισα να ζήσω κοντά του μα σημασία έχει ότι η απόσταση έσβησε τον έρωτα.
Είναι αστείο. Κάθομαι και κοιτάω την μικρή παύλα που τρεμοσβήνει στην οθόνη του υπολογιστή μου, σκεφτόμενη αν υπάρχει κάτι να γράψω. Κάτι να σου γράψω.
Δεν βρίσκω τίποτα, δεν έχω αλλάξει καθόλου. Είμαι τρελά συναισθηματική και πεσσιμίστρια. Ψέματα. Κάτι άλλαξε πάνω μου. Δεν είμαι πια ερωτευμένη μαζί σου.
Γιατί δεν το πιστεύεις; Και όμως γίνεται.
Στέκεσαι δίπλα μου, μου μιλάς, καμία φλόγα, κανένα πάθος.
Όπως καταλαβαίνεις, συνεχίζω με τον άνθρωπο που θυμάμαι, όχι με τον άνθρωπο που υπάρχει.
Κοιτώ τον άνθρωπο που υπάρχει και θέλω να τον σβήσω, να τον διαγράψω, να να να..
Μα τον άνθρωπο που θυμάμαι, τον ανακαλώ κάθε φορά που φοβάμαι, που ψάχνω την αγάπη, και είναι εκεί.
Αγκαλιά με τις θύμησες μου σε ένα στενό σοκάκι του μυαλού μου, που βρέχει και κάνει κρύο, μα αυτός εκεί.
Δεν εγκαταλείπει, μου ψιθυρίζει, κλείνω τα μάτια μου.
Εκεί σταματά ο άνθρωπος μου, παραιτείται, αποσπάται από μένα.
Είσαι αρκετός για στιγμές, στις στιγμές είσαι καλός.
Μα μάτια μου, ξέχασες.
Εγώ σε διαβάζω όπου και αν πουλάς την ψυχή σου.
Πάντα το έκανα και πάντα θα το κάνω.
Αυτό κάνω και τώρα.
Δεν με αναστατώνεις πια, δεν σε ονειρεύομαι, μέσα από το όνειρο μαζί σου έμεινα μία αόμματη, μία ανάπηρη, μία ματωμένη. Μία ξερή ακρογιαλιά σε μία θάλασσα μαύρη.
μία άγονη γη.
Όμως σήμερα; Τί μου συνέβη σήμερα; 
Σήμερα που δέχτηκα να με γυρίσεις στο σπίτι μου με το αυτοκίνητο σου.
Η αμηχανία μου, ήταν και δική σου, οι νευρικές κινήσεις μου ήταν και δικές σου.
Είδα σήμερα ξανά, μετά από τόσο πολύ καιρό (γιατί ΕΣΥ μου τον στέρησες) τον άνθρωπο που αγαπησα και..αγαπώ και τελικά ίσως να άξιζε (ς) το όνειρό μου.
Ούτε και ξέρω αν σ ευχαριστώ, αλλά αν θα έπρεπε για κάτι, αυτό θα το έκανα με την ζωή μου.
Γιατί εσύ, εσύ καρδιά μου, όσο και αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, τα άλλαξες όλα, τα γέμισες χρώμα, το παιδί της ψυχής σου με έκανε άνθρωπο.
Ήσουν η πρώτη μου αμαρτία αλλά δεν σε μετάνιωσα.
Ήσουν ένα μοιραίο λάθος και τρως τα σωθικά μου μέχρι και τώρα ως μέσα, βαθιά.
Όμως αν έχω δίκιο και αν όντως είσαι λάθος, θα το ξαναέκανα.
Το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να σ αγαπώ.

a series of unfortunate lies


Μισώ τον τρόπο που μιλάς, τον τρόπο που γελάς, τον τρόπο που κοιτάς.
Μισώ τον τρόπο που οδηγείς το (και καλά) αυτοκίνητο σου, τον τρόπο που μαρσάρεις, τον τρόπο που κορνάρεις.
Μισώ τον τρόπο που χαζεύεις τηλεόραση, τον τρόπο που σιγοτραγουδάς, τον τρόπο που ανοίγεις ραδιόφωνο.
Μισώ τον τρόπο που παίζεις ποδοσφαιράκι, τον τρόπο που παίζεις σκάκι, τον τρόπο που παίζεις βόλεϊ.
Μισώ τα μαύρα σου αθλητικά παπούτσια, τα γυαλιά ηλίου σου, τις κακόγουστες φόρμες σου, τα ξεσκισμένα τζιν και τα μαύρα μπλουζάκια σου.
Μισώ τον τρόπο που διαβάζεις το μυαλό μου, τον τρόπο που κοιτάς το κινητό μου, τον τρόπο που με παρακολουθείς να κινούμαι.
Μισώ τις πολιτικές σου απόψεις, τους δυσοίωνους συνειρμούς σου, τα μικρά σου πιστεύω.
Μισώ τον τρόπο που σουτάρεις, τον τρόπο που μαρκάρεις, τον τρόπο που σε χειροκροτούν.
Μισώ τις στιγμές που λες ψέματα, τις στιγμές που λες την αλήθεια, τις στιγμές που απορείς.
Μισώ τις στιγμές που στρίβεις τσιγάρο, τις στιγμές που πίνεις Heineken, τις στιγμές που μεθάς.
Μισώ τις στιγμές όταν δεν είσαι τριγύρω, τις κλήσεις σου που δεν έχω, τα μηνύματα που ποτέ δεν μου έστειλες,
Μισώ τον τρόπο που σε ψάχνω σε κάθε αυτοκίνητο, τον τρόπο που καμία εξάτμιση δεν είναι δική σου, τον τρόπο που ποτέ δεν έρχεσαι (όταν σε θέλω).
Μισώ τον  τρόπο που κάνεις έρωτα, τον τρόπο που φιλάς, τον τρόπο που αγκαλιάζεις, τον τρόπο που τελειώνεις, τον τρόπο που αγαπάς.

Αλλά περισσότερο από όλα, μισώ τον τρόπο με τον οποίο δεν σε μισώ,
Ούτε λίγο,
Ούτε ελάχιστο,
Ούτε καθόλου.

χ ώρες και λίγο ακόμη.


"Πέρασε η ώρα, πέρασες κι εσύ..."


Τρεμοπαίζουν τα βλέφαρά μου κάτω από την φωλιά των δακρύων μου. 
Η πρωτομαγιά ζυγίζει μία και κάτι ώρες. 
Η νύχτα, παιδάκι που ξεγλιστρά στα πόδια του έρωτα μου. Τα αστέρια άναρχοι εραστές της. 
Σε αυτή την ερωτική σκηνή, κλέβει ξανά την μαγεία. 
Άλλαξα πρόσωπο. Έκοψα το εσύ του, προσπαθώ να κόψω αυτόν, αλλά δεν είναι τόσο απλό. Όλα κόβονται μωρό μου, αλλά εσύ, δηλαδή αυτός τώρα πια δύσκολα.
Σκότωσε πάλι τα όνειρα μου και τα βάφτισε εφιάλτες. Και εγώ απλός, ξαφνιασμένος θεατής αυτού του εγκλήματος με υπόσταση, απέμεινα να ψάχνω σε παιδικά ονόματα τα μακάρι και τα ας ήταν μου. Ευχές και κραυγές έγιναν ένα σε αυτή την ανεμοθύελλα για την αναζήτηση της ταυτότητας μου. 
Δεν ακούω καν τους λυγμούς μου, τους πνίγω γιατί δεν θέλω να σε φωνάξουν πίσω. Πόσο να ήξερε (ς) ότι με τρομάζουν όλα, ότι με ταράζουν όλα, ότι ο χώρος δεν υφίσταται πια. 
Δεν χωράει η καρδιά μου φυλακισμένη σ ένα δωμάτιο και εσύ ο φιλοξενούμενος της, δεν χωράς για να κλειστείς πουθενά. 
Δεν αρκούν τα υπόλοιπα, η αγάπη είναι και θέμα χώρου τώρα; 
Ο ήλιος δεν λέει να βασανίσει την νύχτα, δεν λέει να σπάσει το πέπλο του σκοταδιού της και εγώ εκεί! Να σε ψάχνω σε κάθε κίνηση που ταράζει αυτό το ύποπτο ξημέρωμα. 
Οι δείκτες στο ρολόι στον τοίχο απέναντι, ξέρεις εκεί που σε ενοχλούσε να κοιτάς (δεν άντεξα το γ ενικό. Μου θύμιζε την απόσταση μεταξύ μας.) μοιάζουν να αργοπεθαίνουν.
Πες μου έναν καλό λόγο να μην τους ακολουθήσω. Έναν και μετά θα γυρίσω στην παρακμή μου. Κατάλαβέ το…(μεσολαβεί σιωπή, εικόνα, "συνάντηση", σιωπή)
 Εντάξει πείστηκα καρδούλα μου. Δηλητηριάστηκαν μέσα σου όλα τα ψέματα. Ή έτσι θα ήθελα να σκέφτομαι. 01:09 με την βόλτα σου μου απέδειξες πως το τακ τακ που ακούω δεν είναι του ρολογιού, αλλά της καρδιάς σου. Τώρα, κοιμήσου και αύριο ο έρωτας μας θα δουλέψει ξανά από την αρχή, σαν καλοκουρδισμένο παιχνίδι, ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μετράει ώρες, ώρες μου, ώρες σου.

είμαι αυτό που δεν είναι για μένα.

Είμαι ένα ανέκδοτο, ένα αστείο που ξεγλιστρά πίσω από τις λέξεις σου, ένα φεγγάρι που τρεμοπαίζει στα μάτια σου.
Είμαι η μάσκα που σφαλίζει το πρόσωπο σου, ένας ήλιος που κρύφτηκε στα χείλη σου, μία μουσική που έπαιξε σε στιγμές σου.
Είμαι μία αδάμαστη καρδιά που εσύ δαμάζεις, περιπαίζεις. 
Είμαι δίχως συνείδηση, μία θυσία που αγνοώ γιατί με διέπραξαν, που αγνοώ γιατί μέσα στην δική σου αδιαφορία υπάρχω ακόμη.
Είμαι ένα αδιέξοδο ή έχω μπλέξει άσχημα σ ένα τέτοιο. 
Είμαι μία ανόητη που πιστεύω στα βλέμματα σου, είμαι μία ανόητη που πείθομαι στα τόσα ψέματα σου, είμαι μία ανόητη που περιμένω τα μάτια σου να με συναντήσουν.
Είμαι χαμένη σε μία βόλτα σου που πάντα την κρεμάς, σε μία παρτίδα σκάκι σου που γεύεσαι την ήττα, στα άσπρα πούλια σου.
Είμαι κρεμασμένη στην θηλιά της φυγής σου, είμαι ακρωτηριασμένη στον εμφύλιο σου, τον οποίο ξέχασες, είμαι νεκρή στην αγκαλιά σου. 


Να περιμένω στην στάση του λεωφορείου μία απάντηση σου; Θα μπορούσα; Να ακούσω μόνη μου όσα θέλουν να μου γράψουν τα μάτια σου. Σε εκλιπαρώ. Δεν θα έχω Ανάσταση εγώ για σένα.


Γράμματα ενοχής. νο1

"Μισή σελίδα ενοχές, για μια ζωή συγγνώμη.."



 εγώ      «Αν είσαι για άλλα πράγματα, τότε τι περιμένεις; ΞΑΝΑΦΥΓΕ. Ξέρεις πως σου γράφω, πάντα σου έγραφα. Τα βράδια αφότου με άγγιζες, άλλα βράδια που έμενα μισή, τα πρωινά που με καλημέριζες, ,άλλα πρωινά που πίστευα πως όλα θα αλλάξουν χρώμα, θα βάψουν το μαύρο σου κυανό και θα μπερδευτείς, για να χαθείς στα μάτια μου. Δεν στο είπα ποτέ, μάλλον θα το φοβόσουν. Παράτα τα εγώ και τα εσύ μας. Πλέον δεν υπάρχει μας.»


 εσύ     «ήξερα ότι γράφεις. άφησέ με να σου πω, ίσως για μία από τις τελευταίες φορές, πως ήσουν όμορφη σήμερα. όμορφη πάντα. και δεν θέλω να ξέρω τίποτα άλλο για σένα. ένιωθα να κυλάω στο αίμα σου, καθώς γέλαγες, καθώς μίλαγες, καθώς....περιττό αυτό που κάνω. ένιωθα να είμαι μέσα σου με οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο. και εσύ εκεί. να αρνείσαι ότι καμία άλλη δεν θα είχε την δύναμη να με κάνει να αισθανθώ. εκεί τελειώνει το μας μου.»


εγώ    «Καμία άλλη; Και τότε πως δέχεσαι να σου πουλάνε τον έρωτα; Και ποιος είσαι εσύ που είσαι για άλλα;  Όμορφη; Ειρωνεία, μωρό μου, ξεκόλλα. Θέλεις να ακούσεις πως έλαμπε ο ήλιος πάνω σου ακόμη και αν ήταν νύχτα; Είχε ξαπλώσει από το πρωί και σου πήγαινε. Και τα μάτια σου έλαμπαν, δύο φλογερές κινούμενες βάτοι, σιγόκαιαν στα βλέφαρα σου. Δεν είχες λέξεις για μένα. Παίζαμε τους δύο ξένους. Ζούσες δίπλα μου και προσποιούμουν πως ζούσες μακριά μου. Από σένα και για σένα, έμαθα να προσποιούμαι, μην το ξεχνάς. Της καληνύχτας τα φιλιά να έχεις.»


εσύ    «πράγματι, μου πουλάνε έρωτα και μέσα σε αυτό το αλλόκοτο, το αλλοτριωμένο, το μηδαμινό παραμύθι αυτού κλείνω τα μάτια μου και ταξιδεύω στο δικό ΣΟΥ κορμί. Και ξέρεις γιατί δέχομαι να ανταλλάσσω τον έρωτα; γιατί πια δεν μπορώ να σ έχω. άσε που χωρίς εσένα, δεν υπάρχει έρωτας. έλαμπες μέσα μου εσύ και τίποτα άλλο. στην πόλη μόνο καρκίνο εισέπνευσα και έπαιξα το παιχνίδι του φοιτητή, όπως εσύ καθημερινά. φταίω για τις λέξεις μας; άντε πάλι μας. προσποίηση...σαλάτα τα έχεις κάνει.. μόνο εγώ ξέρω να προσποιούμαι πως δεν σ αγαπώ, μόνο εγώ που ποτέ δεν το παραδέχτηκα.»


εγώ    «Ανοησίες. Πούλα τις αλλού, σε παρακαλώ. Άσε με να ανάψω μία ψεύτικη φωτιά για να φύγεις εσύ, το κρύο από την καρδιά μου. Βρίσκεις τον έρωτα εσύ, δεν σε φοβάμαι. Δεν θέλω άλλο γράμμα σου που να με κατηγορεί, που να με γεμίζει ενοχή για όσα φταις ή φταίω. Θέλω μόνο να ξέρω πως δεν πρόκειται να μάθεις να αγαπάς, πολύ απλά γιατί την αγάπη ούτε στα σχολεία δεν την διδάσκουν. Δεν θέλω άλλο γράμμα σου, πλασμένο και απατηλό. Να σου πω αντίο;»


 εσύ   «Φταίμε. Δεν θα έχεις. Θα είμαστε δύο ξένοι. Αντίο.»


εγώ   «Αντίο.»



εσύ 

εγώ

εσύ

….

turn the page

ακροβατώ σε ένα αόρατο σκοινί. ο χρόνος δραπέτης. ο τόπος φλογερός. τα πρόσωπα ένα μηδέν, μία αρχή που τερμάτισε. θολή μου πίστη, τυφλή μου ματιά.
να είχα κάπου να χαθώ, σε κάτι να αφεθώ, κάπου να ξεχαστώ.
θλίβομαι στην απεραντοσύνη των λέξεων, στην ένταση των ουρλιαχτών, στην γιορτή των θρήνων, σημαδεύω εμένα. ο χρόνος νεκρός, ο τόπος προδότης, τα πρόσωπα θαμπά. μοναξιά μου όλα.
σκύβω κοντά σε έναν γκρεμό, με φλερτάρει ο ίλιγγος. ο χρόνος ένα περίεργο πρωί. ο τόπος μία απόκρημνη φυλακή που στο τέλος της χαρίζει ελευθερία. τα πρόσωπα συγχωρέθηκαν, λησμονήθηκαν.
παρακολουθώ έναν φόνο, στο αίμα καθρεπτίζονται τα χέρια μου, τα όπλα με απεχθάνονται, ο δολοφόνος μου κρύβεται. ο χρόνος χάρος. ο τόπος δρεπάνι. τα πρόσωπα χτυπημένα και βουβά.
ερωτεύομαι ένα λάθος με πρόσωπο, νοιάζομαι για ένα φάντασμα που μένει μισό,ένα αμάρτημα που ξέφυγε του Ιησού. ο χρόνος επαναστάτης. ο τόπος ειδυλλιακός και κόκκινος. τα πρόσωπα σκληρά και όμορφα και αυτός εκεί, να σκοτώνει τα μάτια μου.
κλέβω τον έρωτα του στο αμάξι του, το άγγιγμα δεν αρκεί, η λαγνεία εξαγνίζεται, η ηδονή κατακερματίζεται, όλα μένουν μισά ενώ εγώ είμαι για μοναδική φορά ολοκληρωμένη, αλληλοστέλνουμε ο ένας τον άλλον σε έναν παράδεισο που ποτέ δεν φτιάχτηκε, που μεταξύ μας δεν τον ήθελα όταν είμαι δίπλα του, όταν είναι δίπλα μου, μέσα μου, μαζί μου. ο χρόνος μία βραδιά  έρωτα. ο τόπος ένα μέρος έρωτα. τα πρόσωπα του έρωτα. τα φεγγάρια του έρωτα.
πεθαίνω, αφήνω μία πνοή και οι γαλάζιοι καθρέφτες της ψυχής μου ραγίζουν, πίσω μου σιγοπαίζει το requiem for a dream. ο χρόνος όνειρο. ο τόπος εφιάλτης. πώς να υπάρξουν πρόσωπα σε αυτή την παρωδία;


το ταξίδι (σου).

"όλοι είσαι 'συ που έφυγες..."

Ουρλιάζει ο άνεμος και διαλύει τα φτερά που κάποτε είχα.
Καταιγίδα πλήττει το ταξίδι μου.
Ραγίζει και μοιράζεται και χτυπά η βροχή στο τζάμι μου.
Ραγίζεις και μοιράζεσαι και χτυπάς εσύ μες στην ψυχή μου.
Ομίχλη που θολώνει το μυαλό μου. Το αντίο σου δεν αρκεί. Ακανόνιστο, ασαφές γεγονός.
Έπειτα λέει, η κακοκαιρία στερεί τις λέξεις σου. Και πότε φτιάχτηκες από δαύτες; Και πότε έφτιαξες δικές σου;
Λάθος η φωνή, λάθος και ο τόνος μου. Ποτέ.
Οδήγησε με σε ένα στεγνό μονοπάτι, πάρε με από την βίαιη γέννηση και τον άγριο θάνατο της βροχής, κλείστη στην χούφτα σου και...σώσε με.
Όνειρα, όνειρα, όνειρα.
Αφού ξέρω , ξέρω πως ταξιδεύω και ταξιδεύεις και νιώθω πως ξεφεύγω και εσύ απλά κοντεύεις.
Φορτισμένη, ελλειπής ατμόσφαιρα.
Ωστόσο, ο χρόνος δεν με κυνηγά πια, με έπιασε. Με τσάκωσε, θα μπορούσα να πω, στα όρια του έρωτά σου.
Δίχως όρια, ελαφραίνεις εσύ και βαραίνω εγώ.



Βλέπω μπροστά μου το ψέμα που έκανες διαδρομή. Λιώνει η άσφαλτος της εθνικής οδού από τα λάστιχά σου. Αγκομαχά η παλιά σου εξάτμιση. Το καντράν σου αγγίζει τα 180 χιλιόμετρα, όπως με άγγιζες εσύ στην θέση του συνοδηγού μελαγχολικά βράδια. Πανηγύρι από σύννεφα καθρεφτίζεται στο ξεβαμμένο κόκκινο χρώμα που έχει το καπό του αγαπημένου αυτοκινήτου σου.  Τουλάχιστον εσύ γλίτωσες την καταιγίδα. Όλα μυρίζουν εσένα που τόσο δεν κατάφερα να εξηγήσω το άρωμά σου. Μοιάζουν όλα έτοιμα να χαθούν όπως εσύ, λες και δεν ήσουν τίποτα, λες και δεν ήσουν κανείς.
όμορφο το σκεπτικό σου βλέμμα. Πάλι καλύπτεις τα όμορφα καστανά σου μάτια που τόσο αγάπησα. Κοιτάς γύρω σου, σαν να μην σε ξέρω. Είσαι ίδιος με όλα όσα ήξερα και όμως...
Βάζεις φωτιά στην καρδιά μου με το ταξίδι σου και η βροχή μου δεν είναι αρκετή για να με σβήσει.
ενώ εγώ..εκτίω την ποινή μου. φυλακισμένη, σε αναζητώ στο τζάμι μου.. πουθενά εσύ και εσύ παντού.
βαρέθηκα να επαναλαμβάνομαι.
απομακρύνεσαι, (τυχαία) απομακρύνομαι.
 Μιας που είναι Πρωταπριλιά, εύχομαι να μπορούσες να μου ψιθυρίσεις, όπως τότε στις ερημωμένες παραλίες, πως όλα είναι μία φάρσα. Πως μου κάνεις πλάκα ότι πρέπει να φύγεις....

Σημαδεμένο βράδυ.

Μόλις έκλεισα την πόρτα του σπιτιού μου. Μην ρωτάς πολλά, δεν έχω ώρα στην διάθεσή μου.
Η σκοτεινή σου ρωγμή στον καθρέφτη μου αναρωτιέται πού ήμουν. Πήγα άγγελέ μου, πήγα και γύρισα.
Πήγα να δανειστώ όλα τα εκατομμύρια του κόσμου, με σκοπό να τα ξεπληρώνω μία πουλημένη αιωνιότητα.
Η χαραγμένη στο τζάμι μου μορφή σου φωνάζει γιατί. Πήγα να δανειστώ χρήματα γιατί ήταν τα μόνα που δεν είχα να δώσω για να γυρίσει πίσω ο χρόνος.
Τώρα που μπορώ να δώσω τα πάντα, όλα μπορούν να γίνουν ολοκαύτωμα, θυσία στα πρώτα βλέμματά μας, αγκαλιά στις πρώτες λέξεις μου.
Μην στοιχειώνεις άλλο το γκρίζο του ταβανιού μου. Άπρακτη γύρισα. Δεν εγκρίνει τέτοιου είδους ανταλλαγές η καρδιά μου.
Με άφησε μόνο με την ψύχρα της αμφιβολίας σου. Ας είναι. Εξάλλου δεν έχω κανένα όφελος και καμία ζημία μακριά σου. Αυτό είναι το μυστικό μου (που πια αποκάλυψα).
Ότι δεν έχω τίποτα μακριά σου.
Και δεν αξίζει και δεν με γεμίζει και δεν υποφέρεται και δεν διαρκεί τίποτα άλλο πέρα από σένα.
Συγχώρεσέ με, που διαρκώς σε ζητώ. Μόνο αυτό με έμαθες να κάνω. 
Συγχώρεσέ με για την ατροφία μου να σε ξεριζώσω.
Δεν το θέλω να σε κρατάω άλλο σαν είδωλο μέσα μου. Σαν μία Ελένη στην Τροία.
Εσύ είσαι ισχυρός, ισχυρός και μακριά (καταλαβαίνω πως η ισχύς είναι δύναμη)
Ας μην σε κουράζω με τα λογοπαίγνια μου.
Καλή σου νύχτα, Α.
Μπορεί να μην είσαι πλάι μου να την ακούς, αλλά και πότε ήσουν;
Καλή σου νύχτα καρδιά μου, αφού ξέρεις πως πάντα εδώ θα στέκομαι, πάντα εδώ θα μπορείς να γυρνάς και κοιτώντας με να αντιλαμβάνεσαι πως υπάρχεις ακόμη.
Γιατί,
εγώ βρίσκομαι μέσα σου
και εσύ υπάρχεις μέσα μου.
Και αυτό ούτε η νύχτα δεν μπορεί να το αλλάξει.



Ανδρείκελα.

Λένε πως σε ξεπερνάνε μυριάδες πράγματα, που το μυαλό σου αδυνατεί να συλλάβει: οι άνθρωποι, οι καταστάσεις. Μα η ζωή σε ξεπερνάει πάνω από όλα και περισσότερο από όλα.
Νιώθεις πως την κυνηγάς και όμως την έχεις χάσει. Και ο θάνατος; Μία ανεμοθύελλα που παίρνει μακριά τις αναμνήσεις σου, μία ομίχλη που θολώνει τον εαυτό σου και πώς μένεις; μία σκιά που πια δεν ζει.
Πώς άραγε και πού να ναι ο μόνος άνθρωπος που με αγάπησε και που με πόνεσε και που με δίδαξε την αλήθεια;
Σε ποιον ανεμοστρόβιλο να γυρνά; Σε ποια έρημο να ξεκουράζεται; Σε ποιον παράδεισο να τραγουδά;
Τα μάτια σου πλέον δεν δακρύζουν για κανέναν, κανείς πια δεν μπορεί να σου κάνει κακό, κανείς δεν μπορεί να με σκοτώσει πονώντας σε.
Γιατί τώρα έχω ακόμη έναν καλό λόγο να σε ψάχνω στον ουρανό. 
Η αγάπη όντως είναι πιο σπουδαία και από την ζωή μα και από τον θάνατο. Η δική μας νίκησε και τα δύο. Είχε την ένταση να νικήσει καθετί που μπορεί να αντιληφθεί το μηδέν του ανθρώπου.
Ήσουν το μόνο πράγμα που σήμαινε κάτι, το μόνο που άξιζε.
Αξίζει κάτι τώρα που μας χωρίζει ο θάνατος;
Θα είμαι πάντα μαζί σου.
Όπου και αν πας, ό,τι και αν δεις, με όποιον και αν είσαι, θα είμαι εκεί, άγγελέ μου.
Έχε τον άνεμο πάντα  πίσω σου και τον ήλιο πάντα στο πρόσωπό σου και μακάρι οι άνεμοι της μοίρας να σε ταξιδεύουν μέχρι τα αστέρια.
Σ αγαπάω..


Δεν περίμενα ποτέ πως κάποια στιγμή θα σου χάριζα ΚΑΙ τις λέξεις μου.

-Καληνύχτα.
-Καληνύχτα.
Όταν τα φώτα σβήνουν,  να ξέρεις.. πάντα φοβάμαι γιατί είμαι μακριά σου.
Το σκοτάδι είναι περίεργο, είναι μεθυστικό, είναι απλανές. 
Κάποιες φορές ανάμεσα στις σκιές (και με αυτές)  αρχίζει να σχηματίζεται το πρόσωπό σου. 
Κάποιες άλλες μένω ξένη σε όσα γνωρίζω, ανοικεία στα οικεία μου, μην με ρωτήσεις πώς γίνεται, πάντως είναι βασανιστικό. Nα είσαι η πλάνη ανάμεσα στις αλήθειες (ή και το αντίθετο). 
Υποθέτω πως όλα γύρω μου είναι ένα σύνηθες όνειρο που σε λίγο θα σβήσει. Όμως δεν είναι. Και εκεί τρελαίνομαι. 
Το χειρότερο με το σκοτάδι, είναι ότι ακόμη και αν προσπαθήσεις να το ανακατέψεις, να το διαλύσεις, να το διαμορφώσεις, πάλι σκοτάδι μένει. Αρπάζω λίγο στην χούφτα μου, μα είναι ίδιο με αυτό γύρω μου. Είμαι εδώ και όμως παντού.(με αυτή την λογική). 
Μπορεί να σε τρελάνει αυτό το παιχνίδι με το τίποτα.
Εσύ: Μα πως βρέθηκες εκεί;
Εγώ: Τι;;; Χαχαχα. Δεν το θυμάσαι; Εσύ με έφερες εδώ για να μπορέσεις να φύγεις..
Μάλλον το σκοτάδι επηρεάζει και την μνήμη, ρουφά τις σκέψεις, αναλώνει τις αναμνήσεις, μαλακίες, απλά δεν σε ένοιαξε να με αφήσεις εδώ, στην μέση του πουθενά και του παντού.
Άκους εκεί ναυτικός. 
Φτου σου. 
Εσύ ποτέ δεν είχες μεγάλα όνειρα, εγώ δεν σ αγάπησα για τα όνειρα σου (εγωίστρια). Εσύ που αγάπησα εκείνο το βράδυ ποτέ δεν θα έφευγες, ποτέ δεν θα με πέταγες στο μαύρο, στον πυθμένα του σκοταδιού, ΠΟΤΕ.
Τελικά έτσι θα μείνουμε, ας το πάρω απόφαση.
Δύσκολη, δύσβατη, απέραντη είναι η θάλασσα. 
Έτσι και η καρδιά σου (ας μην κοροιδευόμαστε). 
Δεν το ρισκάρω να πάψω να σε νοιάζομαι. 
Αν εκεί στην πλώρη ή στην πρύμνη του όποιου καραβιού που θα σε κουβαλά, συναντήσεις ποτέ κάποιο περιστέρι να σε κοιτά λατρευτικά, να σε φυλά υπομονετικά, μην το χτυπήσεις, έτσι αποφάσισα να σε προσέχω.. 
Καλή σου τύχη μάτια μου…

Υ.Γ ΝΟ1:  Και ας έχεις τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει. Και ας μην είναι γαλάζια ή πράσινα. Αφού είναι δικά σου!
Υ.Γ ΝΟ2  Αν κάπου ή κάποιος ή κάτι, επαναστατικό και αλλοπαρμένο σου θυμίσει εμένα, απλά προσπέρασε το. 
Πλήρωσες τον πόνο μου με την ευτυχία σου και αυτό μου αρκεί.
Εξάλλου, Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ‘χει καρδιά. Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται να παραμερίζει την καρδιά του. 
Έτσι και εγώ.  
Σε κάθε λιμάνι να με σκέφτεσαι και όταν στεριώσεις, άφησέ με θολή φιγούρα στο κάποτε παρελθόν σου. 
Υ.Γ ΝΟ3 Ζηλεύω την θάλασσα που θα έχει την αφοσίωση και την αγκαλιά σου...

Nach dir kommt nichts.

Πές μου ότι οι νύχτες σου ήταν ψέματα. 
Πές μου ότι οι μέρες σου ήταν απάτες. 
Αρνήσου με ξανά. 
Μετά από σένα, όντως. Και το χειρότερο είναι ότι δεν βρίσκεις τίποτα μέσα στο τίποτα. Παρά μόνο περισσότερη αφάνεια. 
Κρύβεσαι ή δεν υπάρχεις; Χάθηκες, αυτό είναι το μοναδικό που με άφησες να ξέρω. Και πήρες τα πάντα σου αγκαλιά. Τί άφησες; Ότι βλέπεις πως έμεινε. Σελίδες, εμένα μισή και τον κατεστραμμένο εαυτό σου. Είπα την λέξη αφάνεια; Σωστά, εσύ δεν ξέρεις από αυτά. 
Μόνο αν μπορείς, έστω για τελευταία φορά, θέλω να σε ρωτήσω να μου εξηγήσεις...Πώς μετά το σκοτάδι σου, υπάρχουν ακόμη πράγματα; 
Τώρα βλέπω καθαρά. Σε θέλω. Αδυνατείς να διαβάσεις τα χείλη μου. Αρπάζω τους ήχους γύρω σου και τώρα ακούς. Μόνο η καρδιά μου με προδίδει. Την διαβάζεις. Το νιώθω, με θέλεις. Θέλεις το άρωμα και την φωνή μου, θέλω τα μάτια και το χαμόγελό σου. Οι ανταλλαγές δεν με συμφέρουν. Θέλω να μπορείς μόνο για μένα να (ξανά)χαθείς.
Μόνο γιατί πες μου. Σου ζήτησα πολλ....περισσότερα από όσα είχες..(έκπληξη: μου τα έδωσες.) Έφυγες και ξαναγύρισες με περισσότερα. Αδύνατον σου είχα ψιθυρίσει. Έκλεψες κάθε ιδέα μου για τον παράδεισο και με έχωσες στην δική σου κόλαση. 
Και τώρα που βλέπω καθαρά, μόνο τα κουφάρια μας αντικρίζω, δυο κουφάρια που έμειναν μισά, ανολοκλήρωτα, κενά. 
Υπάρχει χρόνος στο τίποτα; Αν ναι, τότε παρακαλώ να γυρίσει αντίστροφα. Για κανέναν άλλο λόγο παρά για να σε ξαναδώ (πρώτη και) τελευταία φορά. Να προλάβω να σε ξαναγαπήσω γιατί στο τίποτα που ακολουθεί εσένα, όλα είναι δυσχερή και μόνα τους. Μαζί και εγώ. Βυθισμένη στον πυθμένα του σκότους που έφερε ο έρωτας σου πίσω του. Τρέμοντας, ψάχνω να βρω να πετάξω την άγκυρα μου στον βυθό σου ξανά. Φάσκω και αντιφάσκω. Θυμάμαι και ξεχνώ. 
Χρειάζομαι το πρόσωπό σου. Όλα είναι θολά, όλα είναι αχανή, μα ανάμεσά τους ξαναβλέπω τι αγάπησα πάνω σου. Με δυσκόλεψε ο καπνός και ο φωτισμός. Πόσο χαμηλά μπορείς να ρίξεις τον εαυτό σου; Πόσο πιο πολύ; Για πόσο θα νομίζεις ότι το οινόπνευμα με καθαρίζει και η νικοτίνη με ξεπερνά; Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από εμάς, μην κάνεις πως δεν το ξέρεις. Παρασυρμένος χάνεσαι στην μέθη, στην λήθη, στην λαγνεία. Στα χέρια γυναικών που ξέχασαν πως είναι γυναίκες, στα χέρια μισθοδοτημένου έρωτα και αναιρείς την δική μου αγκαλιά. Το ταξίδι σου τελειώνει το ξημέρωμα. Ξέρω, ξέρεις, ξέρει, ξέρουμε, ξέρετε, ξέρουν πως μόνο εγώ ήμουν και είμαι και θα είμαι στο έρημο μυαλό σου. Οδηγείς σιωπηλά, μετανιώνεις μα δεν προσεύχεσαι. Δεν αποζητάς να εξαγνιστείς.
Με ρωτάς μόνο τι έκανα εγώ όλο το βράδυ σου. Όχι γιατί θέλεις να μάθεις, μα γιατί θέλεις να βεβαιωθείς. Τίποτα. Σε αυτό δεν με οδηγείς; Αν εσύ με τραβάς, τότε πού είναι η αντίστασή μου; Δεν το ξέρεις (λογικό, μεταξύ μας). Έχουν περάσει ώρες και ώρες και πάλι σε σκέφτομαι.
Οδύνη. 
Πώς ξεριζώνεσαι;
Να το πάλι. Γιατί το κάνεις αυτό; Κέρδισες τίποτα από τις βόλτες σου κάτω από το σπίτι και το βλέμμα μου; Και όμως το κάνεις. 
Ανίδεε. Ανάξιε. Άχρηστε. Απάνθρωπε. Ανόητε. Άσχετε.
Αγάπη μου.
Απλά γύρνα και πες μου πως το ταξίδι σου αναβλήθηκε, πως τα καράβια βούλιαξαν, πως το λιμάνι έκλεισε, πως οι ναύτες ξεκληρίστηκαν και πως εσύ θα μείνεις εδώ, έστω και αν εκεί θα έχτιζες μέλλον. Μα το μέλλον σου είμαστε εμείς. Και το παρελθόν σου παράλληλα. 
Το τίποτα σου νιώθω να με εγκαταλείπει. Η παμπ σου να με ξεπερνά (είδες πού υπάρχει κάτι;) Το Nissan σου να με παραλύει και το βλέμμα σου να με χτυπά. Με χτίζεις από την αρχή, αν και δεν βλέπω μέσα σου καμία προθυμία. 
Δεν μου κάνει η νωθρότητά σου και την εμπιστεύομαι πάλι από την αρχή. Ανήκουστο. 
Πού είναι τώρα το τίποτα; Εγώ βλέπω κάτι. Συντρίμμια. Και αυτό κάτι δεν είναι;
Έλα κοντά μου και ψιθύρισέ μου πως και αυτό είναι κάτι. 
Πες μου πως έχουμε και είμαστε κάτι. 
Ο άνεμος σε παίρνει τώρα μακριά μου, σε φέρνει κοντά μου, σε κάνει σκόνη και σε σκορπά. Με αυτήν με λούζει. 
Τώρα σ έχω. Τώρα είσαι εδώ, τώρα με αγκαλιάζεις, μου χαρίζεις όσα είσαι και είσαι όλα όσα είμαι και είμαστε ένα. 
Τώρα δεν σ έχω. Τώρα ξεχνιέσαι, τώρα δεν με μετράς, τώρα με μηδενίζεις, τώρα με υποτιμάς και μου ξεφεύγεις. 
Τίποτα. + και - . Θετικό και αρνητικό. 1 και -1. Ούτε εγώ ξέρω μαθηματικά, δεν θα σε κόπιαζα. Σκέψου το πιο απλό. 1 άνθρωπος και 1 άνθρωπος. Βγάζω έναν άνθρωπο και έναν άνθρωπο. Τι μένει; Τίποτα. 
Για εκεί πορεύομαι και εσύ μου λες αντίο. 
Πώς μπορείς;
Δεν μου κάνει το σκυθρωπό σου πρόσωπο, οι φλέβες στα χέρια σου, η εξάντληση που ξεκινά από την καρδιά και θερίζει το κορμί σου (ναι είμαι άπληστη) μου κάνει το ότι δέχεσαι ότι φεύγω, με αφήνεις να αφεθώ και όλο μένω πίσω και όλο αφήνομαι και κουνάς το χέρι σου σαν σε ελιγμός. Στριγγλίζω μα δεν ακούς, θρηνώ μα δεν βλέπεις. 
Είμαι στο τίποτα. Είμαι το τίποτα.  Μετά από σένα τίποτα.  
Σιγά σιγά διαλύομαι. Στο αιώνιο παραμιλητό που βυθίστηκα μόνο εσένα ζητώ, μόνο εσύ με νοιάζεις, μόνο για σένα κλαίω, για σένα αισθάνομαι, για εσένα η τίποτα ύπαρξη μου πού και πού θυμάται πως υπάρχει ακόμη. 
Όταν δεν θα έχω πια λέξεις, θα έχω ξεχαστεί, όταν δεν θα μπορώ να σε θυμάμαι, θα έχω χαθεί, εσύ και εγ   ώ…Να, ώρα τραυλίζω, τώρα είμαι δυσλεκτική, τι έλεγα, ποια είμαι; 
Ρούφηξες την ψυχή μου και έπρεπε. Στο άσπρο μου κελί, στο αιώνιο τίποτα δ           ε                                     ν                

Boulevard of broken dreams.

Δίχως παπούτσια περπατώ στην λεωφόρο του πόνου την οποία έστρωσες, στην λεωφόρο της αγωνίας μου, σε αυτήν που σε κάθε δρασκελιά σκίζω τα πόδια μου. Κάθε βήμα πάνω της με σκοτώνει όλο και πιο πολύ..Μέχρι που μπορεί να φτάσει ο θάνατος μου; Χλωμή, άσπρη σαν το πανί, εξουθενωμένη κινούμαι αργά, μα συνάμα γρήγορα. Έχω χάσει πια την ταχύτητα. Ούτε την γνωρίζω, μα ούτε την νιώθω. Τίποτα δεν απέμεινε από μένα σαν παιδί. Και πόσο αποζητώ το παιδί μέσα σου.
Ομίχλη κάτω μου, πάνω μου, γύρω μου.
Μες στην καταχνιά, ψάχνω τις λέξεις μου, χάνω τις λέξεις μου. Δεν βρίσκω πια λέξεις στο άσπρο της ψυχής μου. 
Το μαρτύριο κουρελιάζει τα ρούχα μου, ματώνει το πρόσωπο μου. μία σκιά που έμεινε πίσω.
Ένα ξέσπασμα βροχής με ξεπλένει. Ξεπλένει το κόκκινο της μέρας, όσα έβαψε το σκίρτημα της καρδιάς μου, όσα δεν άντεξε ένας ορίζοντας που έπεσε καταγής, ο δικός μου ορίζοντας.
Ο κόσμος άλλαξε απ΄όταν έφυγες, μεγάλωσε, μίκρυνε, θα σε γελάσω..
Το μόνο που μπορώ να σου πω με σιγουριά, είναι πως έγινε μία θαμπή φιγούρα στον καθρέφτη μου.
Ό,τι άντεξε είναι εδώ, μελανιάζει εμένα. Κάνει ορατή την ατέλεια του μαύρου πάνω μου, του σκότους πάνω μου. Το φως έχει παραιτηθεί, μάτια μου, ο σφυγμός του αδυνάτισε πριν με αφήσεις. Μένει ακόμη πολύ σκοτάδι για την συνέχεια, στην οποία είμαι καταδικασμένη να παρευρεθώ.
Γονατιστή πια, θέλω να φέρω πάλι την ψυχή στην ψυχή μου, και ας μου πάρει χρόνο και ας μου πάρει εμένα, δεν νοιάζομαι για τίποτα από τα δύο. Έχουν αραιώσει και τα χρώματα. Και ξέρεις πόσο λάτρευα να χάνομαι στην ζάλη τους. Τώρα το μπλε είναι γκρι και το γκρι άσπρο και το ύφασμα που τα έφτιαξε δεν με καίει πια. Θέλω πολύ να έρθω κοντά σου ξανά, να σε αγγίξω, αλλά φοβάμαι πως θα ματώσω, φοβάμαι πως θα με ματώσω εγώ σε σένα, πως θα με τρομάξει το εγώ μου μέσα σου.
Τώρα καταλαβαίνω. 
Αυτή η εφήμερη θάλασσα της λεωφόρου που βούτηξα, πάντα έτσι θα είναι. Θα την αγαπώ από συνήθεια που με κουρνιάζει πάνω της, μα δεν θα την καταλαβαίνω. Πάντα θα με μπερδεύει, θα με πληγώνει, θα με τρελαίνει, θα με οδηγεί στην τρέλα της σκέψης σου μα πάντα θα την αγαπώ γιατί πάνω σε αυτή σε είδα πρώτη φορά να περπατάς με τις βαριές γεμάτες χώμα μπότες σου.. Αυτό λοιπόν είναι το τίμημα της όψης σου;