χωρίς όνομα pt1

Είχε οδηγήσει πολύ μακριά μόνο επειδή του έλεγαν πως δεν μπορούσε να φτάσει κάπου, χωρίς να υπάρχει κάπου ή μακριά. Καθόταν στην θέση του οδηγού χωρίς να φοράει ζώνη, όπως συνήθιζε και περίμενε,ενώ δεν υπήρχε τίποτα που να ερχόταν, τίποτα που να συναντούσε. Για άλλη μία φορά άναψε τσιγάρο, πάντα άναβε τσιγάρο. Όταν ήταν μικρός, μία κουκκίδα σε όλο τον κόσμο, μιλούσε μόνο για το καλό. το καλό και το δίκαιο. Σαν να ήταν η ζωή ένα παραμύθι που αυτός διαλέγει τις λέξεις, τα μέρη, τα πρόσωπα του.  Όμως πάντα κάτι το χαλούσε, πάντα κάποιος έφταιγε.
Νόμιζε πως όλα αλλάζουν επειδή ο ίδιος έπρεπε να αλλάξει. Έτσι σαν φυσική αντίδραση οι αθώοι, οι τολμηροί, τα παιδιά γεμάτα έρωτα θα γίνονταν οι πιο κακεντρεχείς, μίζεροι και αδιάφοροι άνθρωποι ενώ από την άλλη οι σκληροί,άδικοι, πιστοί και ανέκφραστοι άνθρωποι θα γίνονταν ηδείς, φιλεύσπλαχνοι, εξιλεωμένοι. Οι δικοί του δεν άλλαξαν ποτέ. Πάντα θυμόταν αυτό το κρυφτοκυνηγητό. Να κρυφτεί τόσο καλά που να μην τον βρουν. Μα εκείνοι πάντα τον έβρισκαν, και τότε μόνο να ζητάει να τον λυπηθούν ήθελε. Θυμόταν και τα άλλα. Πώς τον κοιτούσαν τα παιδιά στο σχολείο. Πάντα μελανιασμένο,πάντα χωρίς έκφραση, με μάτια κλαμμένα. Και πάλι όταν μεγάλωσε λίγο, είδε πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν μα εκείνος θα τα άλλαζε όλα. Θα έφευγε. Όχι άλλες φωνές, όχι τα στοιχειωμένα πρόσωπα των γονιών του. Όλα θα άλλαζαν, είχε πει, στα 18. Μα στα 18 δεν μπορούσε, δεν ήξερε αν μπορούσε, δεν τόλμησε. Μα όμως είχε σχέδιο. Και όταν τα κατάφερνε, δεν θα κοιτούσε πίσω. Θα έφευγε. Μια για πάντα, μια φορά και για πάντα. Και θα ζούσε. Τόσο καιρό σε κώμα τώρα θα ζούσε. Ήταν τώρα στα 30.  Δεν έφυγε ποτέ, δεν θα έφευγε ποτέ. Και τότε εκεί, παγιδευμένος στην σκιά του, κρυμμένος πίσω από το φως της πανσελήνου, που τόσο απεχθανόταν, με το χέρι του να τρέμει και την καρδιά του να χτυπά για πρώτη φορά, να χτυπά και να την ακούει, λύγισε. Μετά από τόσα χρόνια που ζητούσε μόνο οίκτο και λύπηση,είχε απαγορεύσει στον εαυτό του τις συγκινήσεις κάθε είδους. Εκείνη την παράξενη στιγμή όμως άρχισε να κλαίει χωρίς σταματημό. Κάθε του δάκρυ ήταν μία απολογία, ένα συγγνώμη από τον ίδιο για όλα τα λάθη του, όλα τα μυστικά του. Σιχαινόταν τον εαυτό του, αυτό το ήξερε, μα με αυτά τα δάκρυα τον συγχωρούσε. Ήταν μία έντονη προσωπική εξομολόγηση που τίποτα δεν διέκοψε. Δεν του άρεσε να δείχνει αδύναμος, να είναι αδύναμος. Άγγιξε τα δάκρυα του. Ήταν εκεί πράγματι κι ας νόμιζε πολλές φορές ότι δεν τον ξέρει αυτόν στου οποίου το κορμί κατοικεί που ήταν γεμάτο πληγές.Πληγές ψυχής.Το σώμα του ακόμη δεν τον είχε συγχωρήσει. Τον δίκαζε, τον ενοχοποιούσε επιρρίπτοντας του ευθύνες, θυμίζοντας του τιμωρίες. Ένα παράλογο δικαστήριο για ένα έγκλημα που έχει παραγραφεί,την ζωή του. Η καρδιά του παλλόταν δυνατά, οι φλέβες του έκαιγαν ζωντανές παρόλο που μόλις μία μέρα πριν τις είχε σκοτώσει, η νικοτίνη μέσα του έγινε ένα με το οξυγόνο στους πνεύμονες του,ήταν μία σύνθεση εκπληκτική, που δεν μπορείς να εξηγήσεις. Έβλεπε μέσα του τον φυλακισμένο που δραπετεύει, τον σκλαβωμένο που ελευθερώνεται, τον κατηγορούμενο που αθωώνεται, τον αποδιοπομπαίο τράγο που απαλλάσσεται των ευθυνών. Όχι δεν είχε ξαναγεννηθεί. Και όμως ήξερε ότι αυτή την στιγμή κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί. Παρ'όλα αυτά όλα έδειχναν ότι τελικά εκείνος που δεν φοβόταν τον θάνατο, δεν ήθελε να πεθάνει. Και μη θέλοντας να πεθάνει, συνειδητοποίησε πως υπήρχε κάτι για το οποίο μπορούσε να ζήσει και ας μην ήξερε για τι.
Σκούπισε τα δάκρυα του και επέστρεψε στο σπίτι του.
Δεν χρειάστηκε νυχτερινές βόλτες. Ξάπλωσε χωρίς εφιάλτες πια. 

Υ.Γ. Αυτό για όταν θα με ρωτήσεις ποιο είναι το αγαπημένο μου κομμάτι από όλα τα πράγματα που έχω γράψει για σένα. Αυτό λοιπόν, γιατί μου θυμίζει καλύτερα πόσο πιο άνθρωπος από όσο πιστεύεις, είσαι....

Ταξίδι στην ομίχλη

"Θόλωσαν τον καθρέφτη οι υδρατμοί
Οι γραμμές απροσδιόριστες
Τα αντικείμενα διαχέονται στον χώρο
Θολά τα πρόσωπα, ομιχλώδη
Σαν επιβάτες που διαβαίνουν την Αχερουσία λίμνη
Μ'αρέσει να κοιτάζω το πρόσωπο μου
Στον θολό καθρέφτη
Θολώνει κι αυτό σαν τις αναμνήσεις μου
Μου αρέσει να ταξιδεύω στην ομίχλη
Ξεχνώ τις χαρακιές στα μάγουλα, που όργωσαν τα χρόνια
Προσπερνώ τις χαράδρες, που έσκαψαν τα ποτάμια των δακρύων μου
Το θολό τώρα αναζητώ
Όπως το διαυγές αναζητούσα κάποτε
Μου αρέσουν τα ομιχλώδη όνειρα
Και οι στόχοι οι θολοί, οι ασαφείς
Των καλουπιών δραπέτες να κυνηγάνε το ανέφικτο
Δεν μου αρέσει πια το εφικτό,ασφυκτιώ στα όρια του
Όμως έχω ανάγκη τα όρια και τους κοντινούς ορίζοντες
Για να δραπετεύω
Έχω ανάγκη τις δραπετεύσεις και τα ταξίδια στην  ομίχλη
Για να μην φαίνονται τα τείχη που έχτισε γύρω μου η ζωή"



                                                                                       ~Γιάννης Ποταμιανός