ά(γ)νοια.

απέχω συχνά από τον έρωτα γιατί με τρομάζει.
απέχοντας όμως, ξεχνάς.
και όταν ο έρωτας ξανάρχεται, δεν μπορείς να τον αναγνωρίσεις.
να ξέρεις όπως κι αν ένιωσα για σένα δεν ήταν ούτε για το φλερτ σου, ούτε για τα μάτια σου, ήταν γιατί μου θύμισες πως είναι, πως είναι να δίνεσαι απλόχερα, να μην νοιάζεσαι για το πως λένε τον άλλον ούτε τι θέλει, να θες μόνο εκείνη την στιγμή, να ζητάς μόνο μία στιγμή μαζί του.
με το να σου μιλήσω, θα προσπαθήσω να αμυνθώ πίσω από τις λέξεις, με το να μην σου μιλήσω προσπαθώ να αμύνομαι μέσα από τα βλέμματα.
δεν ήθελα όμως να είσαι άλλο ένα πρόσωπο που θα πρέπει να αποφεύγω, δεν ήθελα να μετράω τα λόγια μου μπροστά σου, ούτε να κρατάω τον εαυτό μου πίσω, ίσως και να ονειρεύομαι τόσο που μπλέκομαι μέσα σε αυτό και αδικώ την πραγματικότητα.
δεν θέλω να σ'αφήσω γιατί μου αρέσεις πολύ, δεν θέλω όμως να σου ζητήσω να μείνεις γιατί δεν θα σε κοιτάξω ζητώντας το.
μου έλεγαν ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να περπατάνε, να μιλάνε, να διαβάζουν, να αγαπάνε, μαθαίνουν κιθάρα ή πιάνο ή κάποια πολεμική τέχνη, μα εγώ ξέρω, εγώ το είδα ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να φοβούνται. έμαθα να φοβάμαι, ή με έμαθαν. και πια σε φοβάμαι. και σένα και όλους. και ας είσαι ο σωστός, δεν το ξέρω.
κοιτάζω την πόρτα μου αλλά αυτή δεν χτυπάει, κοιτάζω το κινητό μου αλλά δεν καλεί κανείς, σε κοιτάζω αλλά δεν έρχεσαι να μου μιλήσεις. τι έχασα; τι έχασα μέσα στον φόβο μου που σε άλλαξε τελείως; που ήμουν εγώ; που είμαι πάντα;

Ο Μύθος του Αρχέγονου Ημίτομου.

"Παλιά η φύση μας ήταν διαφορετική απ΄ ότι σήμερα. Τα φύλα των ανθρώπων δεν ήταν δύο, όπως είναι σήμερα, δηλαδή αρσενικό θηλυκό, αλλά υπήρχε και ένα τρίτο το ανδρόγυνο, που αποτελούνταν από διπλά όντα και συνδύαζε στην εμφάνιση τα άλλα δύο φύλα. Έτσι, το σώμα κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλό, είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές, τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και διπλά γεννητικά όργανα. Το κεφάλι, που στεκόταν πάνω σε κυλινδρικό λαιμό, το αποτελούσε ένα κοινό κρανίο πάνω από δύο πρόσωπα, ενωμένα και απαράλλαχτα μεταξύ τους, που κοίταζαν το καθένα προς αντίθετη κατεύθυνση και όλα τ’ άλλα, όπως θα µπορούσε, σε αυτή τη βάση, να φανταστεί κανείς. Μετακινούνταν όχι µόνο όρθιο, όπως τώρα, αλλά, όταν αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, στηρίζονταν και στα οχτώ άκρα και περιστροφικά, μετακινούνταν πολύ γοργά. Από τα φύλα, το αρσενικό ήταν γέννημα του Ήλιου, το θηλυκό της Γης και το ανδρόγυνο της Σελήνης.
Την παλιά εκείνη εποχή, η σωματική δύναμη, η αντοχή και η εξυπνάδα των ανδρόγυνων ανθρώπων ήταν τρομερή, και γι΄ αυτό είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν, μάλιστα κάποτε με τους ίδιους τους θεούς απειλώντας τους. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη αναφέρεται σε αυτούς: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να χτυπήσουν τους θεούς!
Ο Δίας, λοιπόν, σκεφτόταν με τους άλλους θεούς πώς να τους αντιμετωπίσουν. Αν τους σκότωναν με κεραυνούς και εξαφάνιζαν το γένος τους, όπως έκαναν με τους Γίγαντες, η λατρεία και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Από την άλλη όμως δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να τους ανέχονται. Έπρεπε να επινοήσουν κάποια μέθοδο για να τους υποτάξουν. Στο τέλος, ο Δίας που είχε έμπνευση είπε στους άλλους θεούς: “Μου φαίνεται ότι βρήκα ένα τρόπο να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδεια της, να γίνουν ασθενέστεροι. Θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθέναν. Έτσι θα γίνουν αφενός μεν ανίσχυροι, αφετέρου δε χρησιμότεροι για εμάς, αφού θα είναι αριθμητικά περισσότεροι”. Άρχισε, λοιπόν, να σκίζει τους ανθρώπους σε δύο μέρη και μετά ανέθεσε στον Απόλλωνα να τακτοποιήσει τις υπόλοιπες λεπτομέρειες. Αυτός τότε, γύρισε τα πρόσωπα και το μισό του λαιμού των ανθρώπων προς το μέρος της τομής, ώστε να βλέπουν διαρκώς το σκίσιμό τους, να φοβούνται τους θεούς και να είναι στο εξής πιο φρόνιμοι. Στη συνέχεια, τράβηξε το δέρμα απ΄ όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλιά και το και το έδεσε όπως κάνουν στα σουρωτά πουγκιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο μέρος της κοιλιάς που λέμε σήμερα αφαλό.
Μετά, αφού εξομάλυνε τις περισσότερες ρυτίδες, έστρωσε την περιοχή του στήθους με ένα εργαλείο, σαν αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Άφησε όμως μερικές ρυτίδες εκεί, κοντά στην κοιλιά και στον αφαλό, για να θυμίζουν αυτό που πάθαμε κάποτε. Μετά τη διχοτόμηση, λοιπόν, του οργανισμού μας,  το καθένα μισό αναζητούσε το άλλο μισό του και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλο και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν ξανά μαζί, έβρισκαν το θάνατο είτε από πείνα είτε από την ανικανότητα τους να κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι όπως ήταν ο ένας από τον άλλο, δε δέχονταν να κάνουν τίποτα. Όποτε το ένα μισό πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε ζητούσε ένα άλλο να αγκαλιάσει, όποιο έβρισκε μπροστά του, είτε αυτό ήταν το μισό γυναίκας είτε το μισό άντρα. Και έτσι πάλι αργά ή γρήγορα χάνονταν. [...] Από τόσο παλιά, λοιπόν, ο έρωτας των ανθρώπων μεταξύ τους είναι ριζωμένος στη φύση τους, τους συνενώνει στην αρχική τους  κατάσταση και ζητάει να κάνει και πάλι να κάνει από τα δυο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρώπινου οργανισμού.
Καθένας μας, λοιπόν, αποτελεί ένα ημίτομο ανθρώπου, σκισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, όπως οι γλώσσες, τα ψάρια και ζητάει διαρκώς καθένας το άλλο του ημίτομο. Αν τύχει κάποτε, μάλιστα, να συναντήσει κανείς το ίδιο το πραγματικό άλλο του μισό, τότε πια η συγκίνηση και των δυο είναι μοναδική και απερίγραπτη, από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτα. Ούτε στιγμή δεν δέχονται να αποχωριστούν. Αυτοί είναι που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι, ίσως, δε θα ήταν σε θέση καν να εκφράσουν τι είναι αυτό που θέλει ο ένας από τον άλλο. Διότι δεν μπορεί, βέβαια, να πιστέψει κανείς ότι αυτό είναι μόνο η ερωτική απόλαυση και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστιούνται ο καθένας από του άλλου τη συμβίωση με τόσο σφοδρό πάθος. Κάτι άλλο είναι μάλλον -το βλέπει κανείς – αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Κι αν, την ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε: “Τι είναι αυτό που ζητάτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλο;” είναι πολύ πιθανό ότι δε θα ήξεραν τι να απαντήσουν. [..]
Η αιτία τούτου είναι ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση μας και ότι κάποτε ήμαστε ολόκληροι. Του ολόκληρου, λοιπόν, ο πόθος και η ορμή έχει το όνομα Έρωτας. "
Πλάτωνος,Συμπόσιον