remember me, lover



"όλοι θεωρούμε αδιανόητο ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα. φανταζόμαστε ότι χωρίς αυτόν τον έρωτα η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν, αυτοπροσώπως, σκυθρωπός και αναμαλλιασμένος παίζει το δικό του es muss sein για τον μεγάλο έρωτα μας."
~μ.κ. 


χωρίς όνομα pt2

Δεν ξέρω καν αν μπορούσε να το κάνει αυτό αλλά μου είχε στείλει ένα γράμμα. Δεν ήμασταν γνωστοί από το σχολείο, το στρατό ή την παρανομία. Έτσι τυχαία τον είχα γνωρίσει. Τυχαία, όπως συναντιούνται οι άνθρωποι. Πολλές φορές για να δημιουργήσουν κάτι μαζί μα ακόμη περισσότερες για να καταστρέψουν τα πάντα ολοσχερώς. Μιλούσαμε και οι δύο λίγο. Αυτός ήταν πιο κοινωνικός, πιο εξωστρεφής, εγώ πιο μόνος, αυτός πιο ευάλωτος. Δεν ταιριάζαμε και κατά γράμμα. Οι δρόμοι μας χώρισαν. Καταλαβαινόμασταν όμως. Δεν τον είχα αναζητήσει και δεν με αναζήτησε ποτέ μέχρι αυτό το γράμμα. Δεν κρατώ σχέσεις, το ήξερε, απλώς δεν συμβαίνει. Δεν κατηγόρησα κανέναν γι’αυτό. Απλώς δεν ξαναβρεθήκαμε. Κατέθεσα το γράμμα πριν από λίγο. Συναισθηματισμοί ήταν. Ένα κράτησα: πως ήθελε να με δει. Μίλαγε για «πάντα» και «ποτέ», για «γιατί» και για «πως», για τον θάνατο συνέχεια. Δεν έβγαλα και πολύ άκρη. Κάπου ανέφερε «Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι» σαν δικαιολογία μάλλον. Δεν αναγνώρισα κάτι στο στίχο, μπορεί και να ναι ποίηση. Έσπευσα να τον συναντήσω μετά την δουλειά. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Κάποια από αυτά που βλέπαμε ως παιχνίδια μόλις μία δεκαετία πριν τώρα δεν τολμώ να τα ανασύρω στην μνήμη μου. Περίεργες συναλλαγές,  ύποπτες βόλτες. Όχι ότι αλλάξαμε  πολύ από τότε. Και οι δύο ρισκάραμε και αφήνουμε ακόμη και τώρα την ζωή μας ακόμη και για ένα απλό τσιγάρο. Για ρουτίνες.  Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και τον αντίκρισα ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Κάπου στο γράμμα έγραφε «δεν είμαι απλά ένας γέρος πια στο πρόσωπο ή ένας ανήμπορος στο σώμα αλλά είμαι κυρίως ένας άρρωστος στην ψυχή». Το  είδα. Ήταν ειλικρινά ένα από τα πιο άσχημα πράγματα που έχω δει. Και πιστέψτε με, έχω δει αρκετά. Δεν με κοιτούσε. Προτού προλάβω να του μιλήσω σήκωσε το κεφάλι του σαν να με είχε καταλάβει από την μυρωδιά και μου έκανε νόημα να κάτσω δίπλα του. Δυσκολεύτηκα. Ένιωθα πως ακόμη και μία λέξη μου θα τον σκοτώσει. Τα άκρα του είχαν πραγματικά σαπίσει και οι περισσότερες από τις πληγές του ήταν ακόμη ανοιχτές ή φρέσκες, μπορούσες ακόμη να δεις την αιμορραγία. Ξεκίνησε να μιλά γρήγορα σαν να ήξερε ότι δεν θα άντεχα αρκετά.
«Σκέφτομαι καμιά φορά την κηδεία μου. Πόσοι θα έρθουν, πόσοι θα κλάψουν, πώς θα φύγουν μέχρι να συναντηθούν ξανά σε κάποια κηδεία. Δεν είχα ποτέ φίλους, μόνο συνεργάτες. Η δουλειά μας ή τουλάχιστον η παράνομη δουλειά μας δεν μου άφηνε περιθώρια να δημιουργήσω ουσιαστικές σχέσεις με ανθρώπους. Δεν ήθελα ποτέ να πάθουν κάτι κακό, να μπλέξουν γιατί εγώ ήμουν καταδικασμένος. Οι συνεργάτες που είχα ήταν βουβά πρόσωπα με νωχελικές εκφράσεις, από αυτούς που βλέπεις μια φορά και μετά αναγκάζεσαι να τους ξεχάσεις για να δεις άλλους. Μόνο διευκόλυναν την πτώση μου και σαν ξεχασμένοι δεν θα έρχονταν. Τον πατέρα μου, ξέρεις, τον έχουν φάει. Κομμουνιστικό ξέρασμα μίας φασιστικής κυβέρνησης. Πάντα διαδηλωτής και αριστερός, μέχρι το τέλος. Η μάνα μου νοσηλεύτηκε τέσσερις φορές σε διάφορα ιδρύματα και τελικά εισήχθη σε κάποιο. Είχε κάνει προσπάθειες να με σκοτώσει, μάταια. Εκεί που βρίσκεται, αν ζει, κάθε βράδυ ξέρω πως τους διαβάζουν πεζογραφία. Και εγώ δηλαδή θα είχα πεθάνει. Δεν είχαν άλλον  εκτός από μένα. Ειρωνεία. Ήμουν εικονικά αγαπητός. Στην γειτονιά, στο σχολείο, στην δουλειά, στις γυναίκες, για να καταλήξω με κανέναν να κλαίει που με έχασε. Και ύστερα βλέπω και αυτό το όνειρο, του είπε ενώ το σαγόνι του έτρεμε, θέλω να με πιστέψεις. Κάθε βράδυ και ας έχω εγώ ανάγκη για λύτρωση, βλέπω χέρια. Χέρια από παντού. Μου απλώνουν τα χέρια τους, δεν είναι κάποιοι απλά έχουν χέρια. Χέρια που σαν να μου μιλάνε.
Είμαι τόσο νεκρός τόσο καιρό που δεν ήθελα ούτε υπεράσπιση, ούτε βοήθεια. Με χώσανε μέσα για την κόκα. Ούτε για έγκλημα, ούτε για άνθρωπο, για μια ιδέα πως μπορούσα να ξεφύγω. Το ισόβια σου ακούγεται λίγο μα αν το ζεις είναι σαν τρις ισόβια, σαν μία επανάληψη της ίδιας εικόνας. Οι ώρες περνούν γρήγορα μα οι μέρες αργά, τα χρόνια δεν τα αγγίζεις με το νου σου. Τι να την κάνεις την ζωή αν κοιτάς μόνο το γκρίζο; Και αν είναι να σωφρονιστείς, θα βγεις έξω για να μην σε περιμένει κάποιος; Δεν με αγάπησε κανείς. Δεν αγάπησα κανέναν. Έτσι πεθαίνω. Έχοντας διαβάσει για την αγάπη. Θέλω ένα πράγμα, γι αυτό σε κάλεσα. Δεν θυμόμουν κάποιον να ήταν παραπάνω καιρό μαζί μου, σαν φίλος από σένα. Όπως ξέχασα τους πάντες εγώ, βοήθησε με να ξεχαστώ, να μην υπάρχω ούτε σαν σκέψη.
Μόλις πεθάνω θα πας στην πλάκα και θα χαλάσεις την χάραξη από το όνομα μου. Σβήστο χωρίς να το σκεφτείς. Για μένα, για τα τόσα χρόνια.
Έρχεται η ώρα φίλε.»

Έφυγα σκεπτόμενος όσα μου είχε πει. Έναν μονόλογο που δεν είχα ποτέ φανταστεί τον εαυτό μου να επιλέγει λέξη προς λέξη για να πει σε κάποιον.
Οδήγησα λίγο κάνοντας μερικούς γύρους στα ίδια μέρη, στα οικεία και ανοικεία μου και γύρισα σπίτι μου τα μεσάνυχτα.
Όλο το βράδυ, χέρια με ζητούσαν. Χέρια που έβγαιναν από παντού. Χέρια αμαρτωλά. Χέρια ζωντανά. Που θύμιζαν εκείνον. Άλλη μία χαμένη ζωή.
Το άλλο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο μου. Με υποτιθέμενη λύπη ο διευθυντής του «σωφρονιστικού» ιδρύματος με συλλυπήθηκε. Στην κηδεία του ήμουν μόνο εγώ.
Περίπου ένα μήνα μετά πήγα στο μνήμα του και χάλασα όσο περισσότερο γινόταν το όνομα του. Μετά από πολλή ώρα δεν ήσουν σίγουρος αν το κοιτούσες ποιο όνομα είχε γραφτεί εκεί. Λίγο πριν φύγω σταμάτησα.
«Ποτέ μην γυρίζεις πίσω. Κάτι θα χάσεις.», μου είχε πει.
Κοίταξα με θολά και δακρυσμένα μάτια πίσω.

«…………..

 Γεννηθείς στις 24.04.1979
Απεβίωσε στις 14.07.2012»

Δίπλα στο σβησμένο πια όνομα του, εκείνος μου φάνηκε σαν να χαμογελάει.
Έκρυψα ένα λυγμό.


-Αντίο. Φίλε.