ένα τσιγάρο ακόμη



ήταν ένα ολόκληρο βράδυ που κρύωνε η πλάτη μου όπως ακουμπούσα στην καρέκλα μα δεν έβγαλα άχνα γιατί σκεφτόμουν.και τότε σου είπα..θα καπνίσω.για τελευταία φορά, ό,τι λέω κάθε φορά που καπνίζω και μαζεύονται πολλές οι υποσχέσεις. δεν ήθελες, μα δεν σε περίμενα. πως με φοβάσαι μερικές φορές, με κέρδισε περισσότερο. δεν ήμουν ούτε τιθασευμένη ούτε απείθαρχη και είχα και αυτή την τρέλα να μείνω μόνη μου που με έφτανε στο άλλο άκρο.να χρειάζομαι όσους δεν ήταν σημαντικοί. δεν είναι το τσιγάρο το πρόβλημα σου αλλά το ότι μας στριμώχνουν να εκεί που δεν χωράμε. και όχι τούμπαλιν. και δεν χωράω εκεί που με βάζουν,δεν θέλω να χωράω. θα λεγα πως δεν χωράω πουθενά, αλλά με πρόλαβαν άλλοι.ανάθεμα και αν βρεις ποτέ τι φταίει σε μένα.  από την άλλη όσο στρογγυλεμμένα και να δω τα πράγματα όλα τα φαντάστηκα, επέτρεψα στο μυαλό μου να σ'αγγίξει όσο δεν κοιτούσες και να σε προσέχει όταν εσύ το ξεχνούσες. γύρισα την καρέκλα προς τα δεξιά για να καταλάβω πως δεν ήταν κανείς δίπλα μου. μα δεν άντεχα την σκέψη πως δεν μπορώ να γυρίζω στα μάτια σου,πως δεν μπορώ να κολυμπώ όταν το θέλω σε αυτό το μπλε τους, μα τι μπλε και αυτό. πόσα χρώματα στρίμωξες κι εσύ για να το έχεις; εντάξει, μου είπες ,ηρέμησε έχω και εγώ τσιγάρα να σου δώσω. έτσι κάθε φορά να με πείθεις πως μοιράζομαι μαζί σου την νύχτα. γιατί τις δικές σου νύχτες τις χαρίζεις απλόχερα όσο και αν σου λέω πως είναι πολύτιμες. όχι εσύ συνέχιζες να τις χαραμίζεις όπως και τα τσιγάρα σου. φύσηξα τον καπνό στο πρόσωπο σου, ένα πρόσωπο που το κοιτάω όταν έχει ήλιο και αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνει να είναι πιο όμορφο από κάθε πρωινό, έβηξες λίγο, ήσυχα θα έλεγα και μου μιλούσες. δεν άκουγα λέξη, ίσως γιατί δεν υπήρχε λέξη να ακούσω και απλά έψαχνα να βρω να νιώσω κακία για σένα,μίσος,απέχθεια. ή απλά να στα δείξω ακόμη και αν δεν τα ένιωθα. άγγιξες την πλάτη μου ρωτώντας με γιατί δεν σου έχω πει πως κρυώνω ή πως δεν σου έχω ζητήσει να μπούμε μέσα στο μαγαζί,ή να αλλάξουμε μαγαζί. σε κοίταξα, δεν χρειαζόμουν παρά τα χέρια σου πάνω μου κι ας ήταν τα τελευταία χέρια για τα επόμενα βράδια μου. κάποιος που με ξέρει θα διέκρινε τον έρωτα μου και μόνο για τον τρόπο που σκέφτομαι τα χέρια σου. έκλεισα τα μάτια μου σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να τα ξεκολλήσω από το κορμί μου, μα η σκέψη τους στροβίλιζε στο μυαλό μου όλο και πιο γρήγορα. ακούμπησες το σώμα σου στο δικό μου και πλησιάζοντας με με ρώτησαν τα μάτια σου αν ένα φιλί σου άξιζε το πόσο πονάω, i wanna be yours ξανά και ξανά κουδούνιζε μέσα μου. το επόμενο που θυμάμαι είναι πως χρειαζόμουν ένα τσιγάρο ακόμη. για να καταλάβω πως η πλάτη μου πάντα θα κρυώνει όσο εσύ γυρνάς σε άλλους δρόμους ξημερώματα. 



"S for Stephen King"

Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι και δυσκολότερο να ειπωθούν.
Εκείνα που σε κάνουν ακόμα και να ντρέπεσαι, 
επειδή την ώρα που τα λες, 
οι λέξεις μειώνουν τη σημασία τους 
-οι λέξεις συρρικνώνουν
 και δίνουν μια καθημερινή, συνηθισμένη διάσταση
σε νοήματα που όταν τα είχες στο μυαλό σου περιλάμβαναν τα πάντα...




χωρίς όνομα pt3

Βρέθηκα να ξεφεύγω στους δρόμους της Αθήνας. Αυτό είναι τελικά φυλακή. Να νομίζεις πως δραπέτευσες μα τελικά να γυρνάς πάντα σε ό,τι αρνήθηκες. Λένε πως δεν δημιουργώ δεσμούς γιατί φοβάμαι τους άλλους. Αυτό που φοβάμαι περισσότερο από όλα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός.  Είναι περασμένες δύο. Κάποτε μετρούσα τα βήματα μου μα τώρα απλά δεν τα θυμάμαι. Και τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη;  Και ύστερα σε κάθε σκοτεινή γωνία υπήρχε ένα παρατημένο από την πραγματικότητα κορμί, που ούρλιαζε για βοήθεια και μου θύμιζε το δικό μου, το τόσο κατεστραμμένο από τις πληγές. Και πάλι στα μάτια όλων των αστέγων, που κανείς τους δεν κοιμάται πραγματικά έβλεπα τα δικά μου μάτια, σαν σε ξεκάθαρο καθρέφτη, σκεφτόμουν το πόσο δεν μπόρεσα να χωρέσω πουθενά, ούτε καν στην νύχτα. Και το άλλο πάλι...Σε καθένα από τα βλέμματα των κοριτσιών που με παρακαλούσαν να περάσω την νύχτα μαζί τους για πενταροδεκάρες, προσπερνούσα ήσυχα. Ήταν αναρίθμητες, στο τέλος κάθε δρόμου και έτσι μου θύμισαν την δική μου ανωνυμία. Το πόσο εύκολα παραλείπεται το όνομά σου και πόσο ακόμη ευκολότερα ξεχνάται το πρόσωπο σου. Έτσι έπρεπε, να μην έχω όνομα για να μην με μπερδεύουν με τους άλλους. Γιατί τα ονόματα είναι πιο φθαρτά και από το ίδιο μας το κορμί.μοιάζουν ή αλλάζουν αρκεί να τα συνηθίσεις και τότε θα είσαι μία ασήμαντη καταγραφή, μία ληξιαρχική δήλωση. Γι'απόψε δεν έχω όνομα και έχω όλα τα ονόματα. Ούτως ή άλλως δεν έχει σημασία. Κάθισα σε μία στάση λεωφορείου στην Συγγρού στο ύψος του Φιξ. Πέρασε κοντά μία ώρα μόνο να καπνίζω τα απρόσωπα πρόσωπα των περαστικών και να γελάω με τα κίτρινα χρώματα στα ταξί. Ξανάρχισα το περπάτημα. Λένε πως έχω κάτι μέσα μου τέτοιο που θα σε μπερδέψω αν μου μιλήσεις, πως θα σε ξεχάσω αν με κερδίζεις μα αυτό που ξεκάθαρα μπορώ να δω εγώ εκτός από την βροχή που μόλις άρχισε να ξεσπά, είναι η μοναξιά. Κάθε τρύπα στο κορμί μου αναβλύζει τεράστιες ποσότητες μοναξιάς. Την σκέψη αυτή δεν κατάφερα να την αφήσω, να την διώξω, να μην την νιώθω, ποτέ. Και εκεί τελειώνω. Μόνος. Μία πόλη νεκρή αυτή η Αθήνα, γεμάτη μα τόσο άδεια, φωτεινή μα τόσο σβηστή. Κάπου χάθηκα μέσα στα περιθώρια της κοινωνικής ηθικής, της πολιτικής συνείδησης, της αμάσητης τροφής και της θρησκευτικής δουλοπρέπειας. Μα κυρίως χάθηκα στα πρακτικά ενός συμβουλίου που με δίκαζε γιατί ήθελα να ονειρεύομαι. Την μέρα εκείνη με έτρωγε το πρόσωπο μου, ήθελα να πετάξω την μάσκα μου, ήθελα να οργανώσω μία μικρή εξέγερση, να βγάλουν και οι άλλοι τις δικές τους. Τα κατάφερα. Μα κάποιος με είδε και με εκτέλεσαν. Ήμουν τριάντα και είχα άλλο ένα τσιγάρο στο πακέτο. Από τότε έγινα σκληρός για να μην με πληγώνουν και φυγόπονος για να μην έχουν δικαίωμα πάνω μου. και στη συνέχεια έγινα και μόνος. Τα φανάρια στην Καλλιρρόης νομίζω έχουν χαλάσει. Τα αυτοκίνητα με προσπερνούσαν κατεβάζοντας ταχύτητες κάτω από μηδενικά φώτα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν ένας παππούς. Πέρασα τον δρόμο βιαστικά και τον ρώτησα αν χρειάζεται βοήθεια. Με κοίταξε και μου είπε πως ήθελε την βοήθεια μου, ναι. ήταν όμως η θέρμη στα μάτια του. Η θέρμη πως αυτός ο κόσμος δεν παραιτήθηκε τελικά. Με το ένα χέρι άναψα τσιγάρο και με το άλλο  του έπιασα το μπράτσο για να περπατήσουμε, όπως με τον παππού μου. Του μετρούσα τα αστέρια ενώ έτρεμαν τα χέρια του. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του ξεκλείδωσε την πόρτα και με άγγιξε στον ώμο χωρίς κουβέντα, ήταν ένα ευχαριστώ ψυχής 
και τότε κατάλαβα πόσο γοητευτική είναι η μοναξιά όταν την μοιράζεσαι...



Sometimes love is not enough and the road gets tough, I don't know why

Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ό,τι προκειμένου να κρατήσουν το μέγεθός τους δέχονται να καταστρέψουν ό,τι βρουν στον δρόμο τους. Και συνήθως και πάντα πετυχαίνουν.
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι δεν τους κηδεύεις ποτέ. Παρά μόνο εκείνοι είναι πρόθυμοι να το κάνουν για σένα. 
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι έχουν πρόσωπο, ένα πρόσωπο που δεν συγκινείται από την αλήθεια και που σαγηνεύεται από τον φόβο, ένα πρόσωπο παιδικό.
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι συνοδεύονται από φωνές, από μισοτελειωμένες κουβέντες στην θέση των "αντίο", μασημένα λόγια, ασύντακτα. 
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι νιώθεις συνέχεια παραδομένος στην επήρεια τους,μπερδεύεσαι και προσπαθείς να τους ξανανιώσεις. Ένας κύκλος από ξοδεμένα αισθήματα. 
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι μοιάζουν ξένοι. Σαν να μην είναι δικοί σου και ας είναι. Δεν θέλουν να τους θυμάσαι, να τους ζητάς ή να τους χρειάζεσαι. 
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι είναι καταδικασμένοι να μην πραγματοποιηθούν αλλιώς λένε δεν θα λέγονταν "μεγάλοι". Μια και καλή. 
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ό,τι επειδή δεν τα έχουν γνωρίσει, αποφεύγουν τα όρια. Μπορούν να σε βρουν σε όποιο χωροχρόνο και αν καταφύγεις, με όποιο άλλο πρόσωπο και αν ξεγελαστείς. Και όταν σε βρουν, σε κάνουν να μετανιώσεις που τους άφησες. 
Το άσχημο με τους μεγάλους έρωτες είναι ότι τους είσαι χρήσιμος μόνο χαμένος. Σε θέλουν σπασμένο, κενό, σπόρπιο. 
Πρέπει να θυμίζεις σκοτάδι, να έχεις αγγίξει πάτο και να 'χεις ξεμείνει από τσιγάρα. Πρέπει να 'χει ξεραθεί το στόμα σου, να σου έχει τελειώσει η αξιοπρέπεια,να 'χεις ψάξει για ένα Θεό και να τα έχεις σβήσει όλα για ένα όνομα. Πρέπει να νομίζεις ότι ο μεγάλος έρωτας σε έβγαλε από τον εφιάλτη σου, να αισθάνεσαι ότι του χρωστάς, ότι σ'έκανε το πρόσωπο που είσαι τώρα. Κυρίως όμως πρέπει να δώσεις το δικαίωμα σε κάποιον μ'ένα του χαμόγελο να σε σκοτώνει. Ξανά και ξανά. Και ξανά. Πρέπει να πιστεύεις ότι με μία αγκαλιά θα σωπάσει τις φωνές όλων των φόβων σου,να θέλεις τα μάτια του μέσα σου, την ψυχή του μέσα σου, να καταριέσαι τα βράδια γιατί τότε αποζητάς τις βόλτες του και τότε δίνεις τις λέξεις σου τζάμπα. Πρέπει να μην αντέχεις τις νύχτες, να νιώθεις πως τον αντέχεις,δεν τον αντέχεις μερικά βράδια ακόμη. Πρέπει να ξέρεις πως "δεν γίνεται" και όμως να περνάς όλα σου τα χρόνια  ελπίζοντας ότι θα γίνει. Και να μην γίνεται. Πρέπει όλες οι ματιές του να γίνονται σελίδες σου και όλες οι υποσχέσεις του φυλαχτά σου. Και τώρα...τώρα είσαι έτοιμος να κατασπαραχτείς από τον μεγάλο έρωτα. 






remember me, lover



"όλοι θεωρούμε αδιανόητο ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα. φανταζόμαστε ότι χωρίς αυτόν τον έρωτα η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν, αυτοπροσώπως, σκυθρωπός και αναμαλλιασμένος παίζει το δικό του es muss sein για τον μεγάλο έρωτα μας."
~μ.κ. 


χωρίς όνομα pt2

Δεν ξέρω καν αν μπορούσε να το κάνει αυτό αλλά μου είχε στείλει ένα γράμμα. Δεν ήμασταν γνωστοί από το σχολείο, το στρατό ή την παρανομία. Έτσι τυχαία τον είχα γνωρίσει. Τυχαία, όπως συναντιούνται οι άνθρωποι. Πολλές φορές για να δημιουργήσουν κάτι μαζί μα ακόμη περισσότερες για να καταστρέψουν τα πάντα ολοσχερώς. Μιλούσαμε και οι δύο λίγο. Αυτός ήταν πιο κοινωνικός, πιο εξωστρεφής, εγώ πιο μόνος, αυτός πιο ευάλωτος. Δεν ταιριάζαμε και κατά γράμμα. Οι δρόμοι μας χώρισαν. Καταλαβαινόμασταν όμως. Δεν τον είχα αναζητήσει και δεν με αναζήτησε ποτέ μέχρι αυτό το γράμμα. Δεν κρατώ σχέσεις, το ήξερε, απλώς δεν συμβαίνει. Δεν κατηγόρησα κανέναν γι’αυτό. Απλώς δεν ξαναβρεθήκαμε. Κατέθεσα το γράμμα πριν από λίγο. Συναισθηματισμοί ήταν. Ένα κράτησα: πως ήθελε να με δει. Μίλαγε για «πάντα» και «ποτέ», για «γιατί» και για «πως», για τον θάνατο συνέχεια. Δεν έβγαλα και πολύ άκρη. Κάπου ανέφερε «Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι» σαν δικαιολογία μάλλον. Δεν αναγνώρισα κάτι στο στίχο, μπορεί και να ναι ποίηση. Έσπευσα να τον συναντήσω μετά την δουλειά. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Κάποια από αυτά που βλέπαμε ως παιχνίδια μόλις μία δεκαετία πριν τώρα δεν τολμώ να τα ανασύρω στην μνήμη μου. Περίεργες συναλλαγές,  ύποπτες βόλτες. Όχι ότι αλλάξαμε  πολύ από τότε. Και οι δύο ρισκάραμε και αφήνουμε ακόμη και τώρα την ζωή μας ακόμη και για ένα απλό τσιγάρο. Για ρουτίνες.  Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και τον αντίκρισα ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Κάπου στο γράμμα έγραφε «δεν είμαι απλά ένας γέρος πια στο πρόσωπο ή ένας ανήμπορος στο σώμα αλλά είμαι κυρίως ένας άρρωστος στην ψυχή». Το  είδα. Ήταν ειλικρινά ένα από τα πιο άσχημα πράγματα που έχω δει. Και πιστέψτε με, έχω δει αρκετά. Δεν με κοιτούσε. Προτού προλάβω να του μιλήσω σήκωσε το κεφάλι του σαν να με είχε καταλάβει από την μυρωδιά και μου έκανε νόημα να κάτσω δίπλα του. Δυσκολεύτηκα. Ένιωθα πως ακόμη και μία λέξη μου θα τον σκοτώσει. Τα άκρα του είχαν πραγματικά σαπίσει και οι περισσότερες από τις πληγές του ήταν ακόμη ανοιχτές ή φρέσκες, μπορούσες ακόμη να δεις την αιμορραγία. Ξεκίνησε να μιλά γρήγορα σαν να ήξερε ότι δεν θα άντεχα αρκετά.
«Σκέφτομαι καμιά φορά την κηδεία μου. Πόσοι θα έρθουν, πόσοι θα κλάψουν, πώς θα φύγουν μέχρι να συναντηθούν ξανά σε κάποια κηδεία. Δεν είχα ποτέ φίλους, μόνο συνεργάτες. Η δουλειά μας ή τουλάχιστον η παράνομη δουλειά μας δεν μου άφηνε περιθώρια να δημιουργήσω ουσιαστικές σχέσεις με ανθρώπους. Δεν ήθελα ποτέ να πάθουν κάτι κακό, να μπλέξουν γιατί εγώ ήμουν καταδικασμένος. Οι συνεργάτες που είχα ήταν βουβά πρόσωπα με νωχελικές εκφράσεις, από αυτούς που βλέπεις μια φορά και μετά αναγκάζεσαι να τους ξεχάσεις για να δεις άλλους. Μόνο διευκόλυναν την πτώση μου και σαν ξεχασμένοι δεν θα έρχονταν. Τον πατέρα μου, ξέρεις, τον έχουν φάει. Κομμουνιστικό ξέρασμα μίας φασιστικής κυβέρνησης. Πάντα διαδηλωτής και αριστερός, μέχρι το τέλος. Η μάνα μου νοσηλεύτηκε τέσσερις φορές σε διάφορα ιδρύματα και τελικά εισήχθη σε κάποιο. Είχε κάνει προσπάθειες να με σκοτώσει, μάταια. Εκεί που βρίσκεται, αν ζει, κάθε βράδυ ξέρω πως τους διαβάζουν πεζογραφία. Και εγώ δηλαδή θα είχα πεθάνει. Δεν είχαν άλλον  εκτός από μένα. Ειρωνεία. Ήμουν εικονικά αγαπητός. Στην γειτονιά, στο σχολείο, στην δουλειά, στις γυναίκες, για να καταλήξω με κανέναν να κλαίει που με έχασε. Και ύστερα βλέπω και αυτό το όνειρο, του είπε ενώ το σαγόνι του έτρεμε, θέλω να με πιστέψεις. Κάθε βράδυ και ας έχω εγώ ανάγκη για λύτρωση, βλέπω χέρια. Χέρια από παντού. Μου απλώνουν τα χέρια τους, δεν είναι κάποιοι απλά έχουν χέρια. Χέρια που σαν να μου μιλάνε.
Είμαι τόσο νεκρός τόσο καιρό που δεν ήθελα ούτε υπεράσπιση, ούτε βοήθεια. Με χώσανε μέσα για την κόκα. Ούτε για έγκλημα, ούτε για άνθρωπο, για μια ιδέα πως μπορούσα να ξεφύγω. Το ισόβια σου ακούγεται λίγο μα αν το ζεις είναι σαν τρις ισόβια, σαν μία επανάληψη της ίδιας εικόνας. Οι ώρες περνούν γρήγορα μα οι μέρες αργά, τα χρόνια δεν τα αγγίζεις με το νου σου. Τι να την κάνεις την ζωή αν κοιτάς μόνο το γκρίζο; Και αν είναι να σωφρονιστείς, θα βγεις έξω για να μην σε περιμένει κάποιος; Δεν με αγάπησε κανείς. Δεν αγάπησα κανέναν. Έτσι πεθαίνω. Έχοντας διαβάσει για την αγάπη. Θέλω ένα πράγμα, γι αυτό σε κάλεσα. Δεν θυμόμουν κάποιον να ήταν παραπάνω καιρό μαζί μου, σαν φίλος από σένα. Όπως ξέχασα τους πάντες εγώ, βοήθησε με να ξεχαστώ, να μην υπάρχω ούτε σαν σκέψη.
Μόλις πεθάνω θα πας στην πλάκα και θα χαλάσεις την χάραξη από το όνομα μου. Σβήστο χωρίς να το σκεφτείς. Για μένα, για τα τόσα χρόνια.
Έρχεται η ώρα φίλε.»

Έφυγα σκεπτόμενος όσα μου είχε πει. Έναν μονόλογο που δεν είχα ποτέ φανταστεί τον εαυτό μου να επιλέγει λέξη προς λέξη για να πει σε κάποιον.
Οδήγησα λίγο κάνοντας μερικούς γύρους στα ίδια μέρη, στα οικεία και ανοικεία μου και γύρισα σπίτι μου τα μεσάνυχτα.
Όλο το βράδυ, χέρια με ζητούσαν. Χέρια που έβγαιναν από παντού. Χέρια αμαρτωλά. Χέρια ζωντανά. Που θύμιζαν εκείνον. Άλλη μία χαμένη ζωή.
Το άλλο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο μου. Με υποτιθέμενη λύπη ο διευθυντής του «σωφρονιστικού» ιδρύματος με συλλυπήθηκε. Στην κηδεία του ήμουν μόνο εγώ.
Περίπου ένα μήνα μετά πήγα στο μνήμα του και χάλασα όσο περισσότερο γινόταν το όνομα του. Μετά από πολλή ώρα δεν ήσουν σίγουρος αν το κοιτούσες ποιο όνομα είχε γραφτεί εκεί. Λίγο πριν φύγω σταμάτησα.
«Ποτέ μην γυρίζεις πίσω. Κάτι θα χάσεις.», μου είχε πει.
Κοίταξα με θολά και δακρυσμένα μάτια πίσω.

«…………..

 Γεννηθείς στις 24.04.1979
Απεβίωσε στις 14.07.2012»

Δίπλα στο σβησμένο πια όνομα του, εκείνος μου φάνηκε σαν να χαμογελάει.
Έκρυψα ένα λυγμό.


-Αντίο. Φίλε. 

Β.

-Καλησπέρα.Ποιο είναι το τραπέζι μου;
-Είστε μεγάλη παρέα; με ρώτησε ο νεαρός στην υποδοχή.
Γέλασα.
-Εγώ και ο γιος μου, απάντησα. Τα μάτια του γύρισαν στον μικρό που μου κρατούσε σφιχτά το χέρι.
-Περάστε.

Όλους μπόρεσα να τους αφήσω μαζί σου, όπως και έκανα. Μα δεν μπορούσα να λείπω για πάντα. Τουλάχιστον όσο ήταν υποχρέωση μου. Δεν ήμουν για όλους νεκρή σε αυτό το μέρος αν και θα ήθελα. Πάλευα για πολλά χρόνια με τις λέξεις αλλά τώρα μου αρκούσε που οι ψίθυροι πίσω μου δεν ήταν στο μυαλό μου. Οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό σου, παλεύεται. Με ακολούθησαν χιλιάδες βλέμματα μα το δικό μου κυλούσε στα βήματα του. Πλέον δεν ζούσα για μένα και κάθε πληγή μου ήταν οι δικές του. Η ζωή μου παραδόθηκε στα χέρια της ζωής εκείνου. Του γιου μου. Έτρεξε στην πίσω αυλή και άρχισε να παίζει. Κάθισα σ'ένα παγκάκι εκεί κοντά και έβγαλα να καπνίσω. Αν και πολλοί έψαχναν την προσοχή μου κανείς εκείνη την στιγμή δεν είχε το θάρρος να με φωνάξει κοντά του. Παρόλα αυτά κάποιος το τόλμησε. Μόνο τότε γύρισα για να αναζητήσω αυτή την φωνή και εκεί χάθηκαν όλα. Λένε πως όταν είσαι νεκρός, δεν μπορείς να χάσεις τίποτα παραπάνω. Όμως εκείνη την στιγμή ένιωσα πως μου τα πήρες όλα ξανά, όλα όπως κάθε φορά, όλα με αυτά σου τα μάτια. Η καρδιά μου παλλόταν δυνατά και το μυαλό μου γέμισε με ατέλειωτες εικόνες σου, με βεβιασμένες υποσχέσεις σου, με λάθος χρόνους και τόπους που δεν μπόρεσες ποτέ να συγχρονίσεις για να ακούσω το "μαζί" μας. Δύο κουμπότρυπες, δύο χαοτικές διαστάσεις, δύο αναρχικές και άτιμες κουκκίδες στην θέση των ματιών σου κατέστρεφαν με μία τους κίνηση όσο είχα χτίσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια μακριά σου. η δειλία και η ματαιοδοξία σου με τα οποία ανέκαθεν προσπαθούσες να στολίσεις την ζωή μου τώρα γίνονταν ξανά πυρά που με έκαιγαν, σφαίρες που άνετα διέσχιζαν το τρωτό πια κορμί μου και κάθε  κομμάτι αυτού που σε ζητούσε, παρά της λογικής, ακόμη. Το χέρι της ξαφνικά άρπαξε το δικό σου, από φόβο καθώς έβλεπε πως το φάντασμα που απειλούσε το ιδανικό του γάμου της είχε πλέον ξαναπάρει σάρκα και οστά και ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να με πολεμήσει. Εσύ δεν με κοιτούσες,με καταδίκαζες, με τιμωρούσες, επειδή με αγάπησες, επειδή κατάφερα να σ'αγαπήσω και εγώ και επειδή στάθηκες ανάξιος αυτής της αγάπης. Αυτή η φωνή ήταν η αφορμή για να εισβάλλουν στον κόσμο μου. Με κατέκλυζαν με απίστευτες ερωτήσεις γι'αυτά τα χρόνια απουσίας μου μα δεν γινόταν καμία νύξη για τον μικρό μου άγγελο. Τότε ανάμεσα στην υπόλοιπη βουή, ξεχώρισε η φωνή της. "Ο πατέρας του παιδιού;". Και όμως είχε βρει τρόπο να με πολεμήσει, τον χειρότερο. ήταν το δηλητήριο της ως αντίποινα για την εμφάνιση μου. "Έχει πεθάνει." Της απάντησα ήρεμα. Δεν είχες ξεκρεμάσει τα μάτια σου από πάνω μου μα τώρα η γυναίκα σου σου έσφιγγε το χέρι πιο δυνατά, σαν να ήθελε να σε κρατήσει για να μην πλησιάσεις. Σαν όλο σου το σώμα, η ψυχή και το μυαλό να βρίσκονταν σε αυτό το χέρι, που κρατούσε με όλη της την δύναμη. Σαν να μην έφταναν τα όσα σου είχε δώσει από υλικής άποψης. Που δεν έφταναν. Γιατί καμία ποσότητα από τα χρήματα της δεν είχε ουσία. Όμως δεν καταλάβαινα. Είχες ήδη κάνει την επιλογή σου.
Μετά από λίγη ώρα έτρεξα στην τουαλέτα να κοιτάξω το είδωλο μου στον καθρέφτη, ένας τρόπος που άσκοπα προσπαθούσα με αυτόν να σε διώξω από τα μέσα μου όλον αυτό τον καιρό και με ακολούθησες. Καθώς περπατούσα στον διάδρομο άκουγα μόνο τα βήματα σου. Άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα, βρισκόσουν πίσω μου αλλά άκουγα την καρδιά σου να τρέχει. Επιτάχυνες μαζί μου, ήξερα πως θα με φτάσεις, πάντα ήσουν πιο δυνατός αν μιλάμε για σωματική ισχύ. έτρεξα και μπήκα στο μικρό δωμάτιο κλειδώνοντας γρήγορα την πόρτα. Ακούμπησα σε αυτήν λαχανιασμένη. Την χτύπησες δυνατά και ένιωσα σαν να μην υπήρχε αυτό το εμπόδιο μεταξύ μας, σαν να με χτυπάς κατά πρόσωπο.  "Άνοιξε μου. " Οι λυγμοί μου κάλυπταν τις ανάσες μου. "Πώς μπόρεσες; Γιατί κράτησες το παιδί;" Δεν ξέρω πως αλλά χτύπαγες τόσο βίαια, μία βία που δεν ήταν δική σου, μία βία που δεν στην έμαθα ποτέ εγώ. "Γιατί λες ψέματα για τον πατέρα; Άνοιξε μου γαμώτο." Ξεκλείδωσα την πόρτα και σε κοίταξα ευθέως. Τώρα μπορούσα να σε παλέψω γιατί εγώ είχα κάτι. Όλα όσα ένιωθα για σένα. Την πίστη μου σε σένα, που δεν έπαψε ποτέ. "γέννησες τον γιο μου", μου είπες αδύναμα. "όχι. είσαι λάθος. γέννησα τον δικό μου γιο. δεν θα παίξουμε με τις αντωνυμίες όμως. "
[..]
Βγήκα στην στάση του λεωφορείου δέκα ολόκληρα λεπτά πιο νωρίς από το ραντεβού μας, δεν με κρατούσαν οι τοίχοι του σπιτιού, έφυγα με ένα βιαστικό "γεια" και περπάτησα γρήγορα μέχρι εκεί. είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα και ανέβασα το φερμουάρ από το μπουφάν μου, είχα πάρει μαζί μου ένα μικρό σάκο. δεν ήταν ταξίδι, μου είχες πει, είναι η στιγμή μας και δεν χρειαζόμουν παρά εγώ και εσύ. διάφοροι περνούσαν από μπροστά μου μα δεν γνώριζα κανένα πρόσωπο. αναζητούσα το δικό σου.
χωρίς να το καταλάβω το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά μου. οι πόρτες άνοιξαν και ο οδηγός με ρώτησε αν θα ανέβω. ναι, αποκρίθηκα, απλώς περιμένω κάποιον. εκείνος έκανε στην άκρη και με κοίταξε διστακτικά. δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, δεν ξέρω αν πέρασε κάποια ώρα, κάποιο είδος της ώρας,δεν ξέρω όχι δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως ζητούσα τα μάτια σου να μου δείξουν πως όλα είναι πια ψέματα. ο οδηγός μου ζήτησε να ανέβω γιατί έπρεπε να ξεκινήσει. Όχι δεν είναι σωστό του είπα. Έρχεται. αυτό το λεωφορείο έφυγε. το ακολούθησαν άλλα δύο ή τρία στην διάρκεια της νύχτας. άναβα τα τσιγάρα και τα πέταγα γιατί αυτός ο άγνωστος μέσα μου δεν άντεχε τον καπνό.
μην τα πολυλογώ, δεν ήρθες ποτέ. έφυγα με το πρώτο πρωινό λεωφορείο και γύρισα στην Αθήνα.


Οπότε μην μου ζητάς να μην σε νιώθω νεκρό. 

Please don't drive me blind.

Ανάγκες.......
Έχεις ανάγκη να μην εκφράζεις ό,τι νιώθεις. Είσαι πολύ φτωχός από λέξεις. Μία φτώχεια αδικαιολόγητη αφού όσες και αν ξέρεις, ποτέ δεν μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις σωστά.  Γι'αυτό σε νικούσα πάντα έτσι, με τις λέξεις μου. 
Μα εσύ, εσύ νικούσες και νικάς κάθε άλλη στιγμή, μα κυρίως στην σιωπή. Και αυτό γιατί δεν σε πείραζε να μην μιλάμε, μα εμένα ναι. 
Δεν θυμάμαι κάποια άλλη στιγμή από την μέρα που σε γνώρισα που να ήθελα περισσότερο από ότι τώρα να σου μιλήσω. 
Δεν θυμάμαι πολλές φορές από την μέρα που σε γνώρισα να μην θέλω να σε χτυπάω ανελέητα, να μην με τσιτώνεις, να μην θέλω να σου κλείσω το στόμα με μονωτική ταινία. Και ας το ξέρω πως εσύ μ'έβγαλες από το τίποτα με το οποίο πάλευα. 
Μα εκεί που θέλω να σε αφήσω να φύγεις, σου φωνάζω να μην απομακρυνθείς. Και εσύ που πας να μ'αγαπήσεις, ξεχνάω να έρθω μαζί σου. Και μετά ζητάω εξηγήσεις και πράγματα από την ζωή σου και εσύ δεν με συγχωρείς. Προσπαθώ να σου μοιάσω για να σε καταλάβω και γίνομαι εγωίστρια και μονόπλευρη και γκρινιάρα και εσύ προσπαθείς να μην με ακούς για να απομακρύνεσαι. 
Ανάγκες.............
Έχω τόσο ανάγκη να σου δείχνω πως δεν σε χρειάζομαι που αρκεί για να με κρατά απασχολημένη από το να αντιμετωπίζω το πόσο απελπισμένα θέλω να είσαι εδώ.  
Και έπειτα άμα έρχομαι απέναντι σου, στο ανελέητο τρεμοπαίξιμο των ματιών σου καίγομαι σε μία φωτιά αβάσταχτη, μία φωτιά που ενισχύεται από κάθε σου λέξη, όσο ασήμαντη και αν είναι. Μα δεν παρακαλάω να με σώσεις, μόνο επιδιώκω να καείς και εσύ. Μία σκέτη τιμωρία για όσα ένιωσες και ένιωσα. Μία τιμωρία αμφίδρομη, διαρκής, αδιάκοπη, σαν να μην κουράζεσαι να με πολεμάς και σαν να πεθαίνω να σε ταράξω όσο τίποτα άλλο. Και μόλις γυρνάς την πλάτη σου, κερδίζοντας αναβολή για τον πόλεμο αυτό, υπόσχομαι πως δεν θα σε ξαναφήσω να φύγεις. Γιατί σε ερωτεύομαι κάθε μέρα που περνάω μακριά σου, μόνο γιατί σκέφτομαι όλες τις στιγμές μαζί σου. Και τα βράδια σου γράφω σε μηνύματα πως "Ο έρωτας συμβαίνει όταν τα σώματα δεν ακουμπιούνται. Όταν δεν βρίσκονται καν δίπλα δίπλα. Eκεί." και δεν τα στέλνω. 

Γι'αυτό δεν θα με καταλάβεις ποτέ, ακόμη και αν σ'αγγίξω. 


Με κατεστρεψες τελικα γι'αυτο οσο τιποτα, απλα οχι γλυκα

και μην φορεσεις τα καλα σου
και μη μου σβησεις το φως
και μη μου μιλησεις εδω και εκει γιατι πια οι λεξεις σου πιο πολυ σε θαβουν μεσα μου, παρα σε ξυπνουν
και μην ξεχασεις να φυγεις, αυτο ειναι το πιο σημαντικο.
 να φευγεις γιατι οσο εμεινες δεν ξερω, σαν κατι να χαλασε και να μην το θυμαμαι.
εσυ ομως να φευγεις γιατι καλυτερα να βλεπω την πλατη παρα τα ματια σου, 
γιατι τα ματια σου ποτε δεν φανηκαν αληθινα, ενω αυτη σου η πλατη ηταν εκει πραγματικα. 
αλλα οχι να με αποχαιρετας, γιατι οπως σου πα "μισω την σιωπη. μα περισσοτερο και απο αυτη μισω τις στιγμες που την γεμιζεις με τα περισσεια σου λογια."
ετσι οπως φευγεις μη με μισεις γιατι δεν φταιω που εκλαψες, 
μονο που εκλαψα εγω φταιω.
και μη τολμησεις να πεις χωρισαμε να πεις την χωρισα για να δειχνεις πιο εσυ, μηπως και σε καταλαβω λιγο περισσοτερο.
και να μην θες να μ'αγγιξεις γιατι δεν βλεπω πια τα χερια σου εκει οπου τα ηξερα, δεν θελω πια να σκεφτεσαι πως μ'αγγιζεις και να μην θες ουτε και εσυ. 
και μη φοβηθεις που εισαι μονος 
και που δεν ειμαι εδω, 
και που τους προδωσες ολους,
και που σε αφησαν ολοι, 
και που σε ξεχασαν ολοι
γιατι φοβο νιωθουν μονο οσοι δεν ειναι ανοητοι. 
να προσεχεις. 

Where I end and you begin

Πέταξα το τσιγάρο κάτω και το πάτησα. 
Τα χέρια μου ήταν γεμάτα χώμα και τα μάτια μου είχαν στεγνώσει. 
Εσύ μπήκες στην ζωή μου, χωρίς να το θέλω, χωρίς να το ζητήσω, πώς τολμάς να μην ξέρεις αν θες να μείνεις;
Τράβηξα το χέρι σου από την μέση μου, ρε δεν γαμιέσαι.
Έφυγα από το υπόστεγο και άρχισα να περπατάω στην βροχή. Είχε νυχτώσει πολύ από την ώρα που πήγαμε εκεί και δεν θυμόμουν τον δρόμο να γυρίσω πίσω. 
Ύστερα ένιωσα εκείνη την ζάλη όπως και την πρώτη φορά μαζί σου.
Σε ρωτούσα σε "τι μετράς τις νύχτες σου", γιατί εγώ τις μετρούσα σε αστέρια, αλλά τώρα δεν έβλεπα ουρανό, ήταν πολύ ψηλά για να σηκώσω το βλέμμα μου. 
Δύο πράγματα σου είπα. Είμαι δύσκολος άνθρωπος και δεν μπορώ να κρατήσω τις σχέσεις μου. 
Εσύ με φίλησες. Τόσες φορές που δεν ξέρω αν είχα μάθει να μετράω, τόσες που έχασα το μέτρημα. 
Δεν ήξερα αν έκλαιγα ή αν απλά έπεφτε η βροχή στο πρόσωπο μου τόσο βίαια, όσο τα δικά σου χέρια με άγγιξαν. 
Εκείνη την φορά δεν με άντεξαν τα πόδια μου, δεν ήμουν λιπόθυμη γιατί είχα κάθε αίσθηση, μα δεν ήμουν ζωντανή γιατί δεν ένιωθα καμία δύναμη μέσα μου, σαν έρμαιο των συνθηκών. Άρχισα να φωνάζω το όνομα σου, χωρίς να ξέρω αν ακούγομαι. Δεν ξέρω αν ήταν κραυγή, αν είχα φωνή, αν ήλπιζα να μ'ακούσεις. Ή αν αυτή ήταν μία εσωτερική έκκληση. Ήθελα να έρθεις να με βρεις εκεί όπου χάθηκα επειδή με έψαξες ή έτσι από καπρίτσιο;
Μην φοβάσαι τα φαντάσματα, το παρελθόν πάντα έχει διαφορετικό πρόσωπο, σε κυριεύει με διαφορετικό τρόπο, μα είμαι εδώ να διώχνω το σκοτάδι σε κάθε ευκαιρία. 
Ήρθες τότε, το κατάλαβε το κορμί μου. Ήμουν αναίσθητη και χωρίς καμία δυνατότητα να σου μιλήσω. Αλλά το σώμα μου, σε ένιωσε, σε κατάλαβε, σε γνώρισε, σε θυμήθηκε, πώς να το πω;
Το ήξερα πως θα γυρίσεις. 
Πέταξα το τσιγάρο κάτω και το πάτησα. 
Τα χέρια μου ήταν γεμάτα χώμα και τα μάτια μου είχαν στεγνώσει. 
Εσύ μπήκες στην ζωή μου, χωρίς να το θέλω, χωρίς να το ζητήσω, πώς τολμάς να μην ξέρεις αν θες να μείνεις;
Τράβηξα το χέρι σου από την μέση μου, ρε δεν γαμιέσαι.
Περπάτησα γρήγορα μέχρι το αυτοκίνητο, μπήκα μέσα και έφυγες. Μην ρωτάς. Εγώ έφυγα εκείνη την στιγμή αλλά εσύ ήταν σαν να 'χες φύγει πρώτος . Είχες φύγει πρώτος. 
Δεν ξέρω αν γυρίσεις. 
Θα γυρίσεις;

And I can't and I can't come down
I can watch and cant take part
Where I end and where you start
Where you, you left me alone
You left me alone
X'll mark the place
Like the parting of the waves
Like a house falling in the sea
In the sea
I will eat you alive
There'll be no more lies 



Τώρα ξέρεις.

Τελικά
από τον ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο
μεταξύ του υπάρχω και του παύω
του μιλώ και του σώπασα

η μόνη κερδισμένη είναι
η διάσημη εκείνη πολεμική ανταποκρίτρια

η γραφή.

Κική Δημουλά.

Αυτό ήταν;

Είναι κάποια πράγματα που λέμε πως ήταν λάθος, κάποια που λέμε πως μετανιώνουμε, ή πως θα θέλαμε να τα διορθώσουμε χωρίς να ξέρουμε αν μπορούμε. Κάποιες φορές ξεκινάμε καταστάσεις και κάποιες καταστάσεις απλά μας ξεκινάνε . Μα ακόμη και αν κάποιο από αυτά επαναληφθεί ή παραληφθεί σε ένα πράγμα δεν πιστεύω. στο τέλος. Γιατί όταν λέμε πως κάτι τελείωσε, απλά το αναβάλλουμε.Και όταν ξαναέρχεται μπροστά μας, ολοζώντανο, ακέραιο, το αναβάλλουμε για άλλη μία φορά λέγοντας "αυτό θα τελειώσει τώρα". Έτσι τίποτα δεν τελειώνει. Και έτσι, μόνο γύρους κάνω γύρω σου. Καλύπτω το πρόσωπο σου με τα χέρια μου, με μαντήλια, με πρόσωπα άλλων μέχρι να κοιτάξω καλύτερα και να δω πως μία μάσκα δεν αρκεί για να σε κρύψω. Για να μην σε ξανακρύψω μέσα μου τουλάχιστον. Δεν έχω τίποτα πιο δυνατό από σένα, παρά μόνο τον εαυτό μου. Tίποτα δεν κλείνει, δεν τελειώνει οριστικά, δεν στερεύει, απλά όταν το παρόν γίνει παρελθόν πονάει λιγότερο και το αναζητάς σπανιότερα, αυτό είναι το τέλος που ζητάς; Γιατί εγώ, μωρό μου, δεν πιστεύω στο τέλος. Και δεν μπορώ να σου φέρω όσα θα έρχονταν μαζί του. Γιατί εγώ δεν μπορώ να το πω το τέλος ή να το κάνω. Έτσι όλες οι υποθέσεις μου δεν παύουν να εκκρεμούν.  Ή όπως και ο Pauls τι με το τέλος; Οι άνθρωποι γίνονται χιλιάδες κομμάτια και σκορπίζονται παντού με τι σκοπό; Να ξαναέρθουν κοντά κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, τυχαία...Οπότε μην μου μιλάς για τέλος. Μην μου ζητάς να σε τελειώσω, ζήτα κάτι πιο εύκολο να σε μισήσω, να σ'αγαπήσω μα όχι να σε τελειώσω. Γιατί παρά ένα οξύμωρο σχήμα θα κρατήσεις. Με μένα δεν θα έρθει το τέλος. Εσένα στοιχειώνει. Αν σταμάταγες να το ζητάς, θα μπορούσες να το δεις. Καληνύχτα.