Δεν έχει σημασία να σας αναφέρω πού στεκόμουν
γιατί ο χωροχρόνος ήταν κλέφτης και άλλαζε μορφές.
Πέρασαν πολλοί άνθρωποι από μπροστά μου και πολλά τσιγάρα από τα χέρια μου.
Ένα απόγευμα, μία γυναίκα με ταπεινά ρούχα σταμάτησε χαμογελώντας.
Πίσω από την φούστα της κρυβόταν
ένα μικρό πρασινομάτικο παιδί που τα μάτια του έλαμπαν τόσο που ο ήλιος ντρεπόνταν να εμφανιστεί.
Πρώτα η γυναίκα, μετά το παιδί άγγιξαν το πρόσωπο μου και έφυγαν μέσα από ένα λασπωμένο μονοπάτι.
Ενώ γύρισα να τους κοιτάξω που έφευγαν, μου φάνηκε σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Ήταν η Eλπίδα και το Όνειρο.
Μετά από μέρες μου ζήτησε φωτιά ένα πολύ περίεργο ζευγάρι.
 Μιλούσαν μεταξύ τους για πολλή ώρα για τα ανθρώπινα δεινά
σαν να μην ήμουν ακριβώς μπροστά τους και για το πώς ο κόσμος μοιάζει πολύ όμορφος και γοητευτικός όταν ντύνεται στα μαύρα, πως τότε σε αυτή την πανδαισία των χρωμάτων δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από την ψυχή σου, αυτό άκουσα. Φεύγοντας από το παγκάκι, στάθηκε δίπλα μου ο άντρας και τα μάτια του έσκαψαν ένα τούνελ μέσα μου.
Όταν έφυγαν η Αγωνία και ο Φόβος, σκοτείνιαζε λιγότερο.
Αγόρασα χαρτί και μελάνι. Τα χέρια μου έτρεμαν και πλέον όσα μπορούσα παλιά να χτίσω στο χαρτί, δεν τα ζήλευα. Ώσπου ήρθε μία μέρα που με πλησίασε μία κοπέλα με γκρίζα μαλλιά, μέτρια σε ανάστημα. Είχε κρεμασμένο στο λαιμό της μ'ένα μικρό κορδόνι ένα ζευγάρι γυαλιά και στα ρούχα της υπήρχε σκόνη. Με ρώτησε τί νιώθω όταν κοιτάζω τα μάτια σου. "Βλέπω ένα παιδί, ένα αθώο και άκακο παιδί στο σώμα ενός άνδρα. Βλέπω μέσα από το σκούρο των ματιών του ό,τι νιώθει, σαν ένας διάφανος καθρέφτης. Δεν υπάρχουν μυστικά, ψέματα, δεν υπάρχει καν ειλικρίνεια. Δεν υπάρχει τίποτα εκτός από εκείνον. Χάνω τα πάντα όταν είμαι μαζί του. Και ρισκάρω όσα μπορούσα να έχω." Η Ηθική με χαστούκισε και έφυγε μουρμουρίζοντας.
Εκείνο το βράδυ έκανα έρωτα μαζί σου χωρίς να χρειαστούν λόγια και είναι σαν να μην ήμουν εκεί ή σαν να άφησα το είναι μου εκεί, μαζεύοντας το πρωί τα ρούχα μου μάλλον βιάστηκα αρκετά και ξεχάστηκα πίσω.
Την μέρα που ήρθε υπήρχαν μόνο σύννεφα, παντού σύννεφα, ένα μικρό συνονθύλευμα λευκού με γαλάζιο απλωνόταν από τον ουρανό μέσα μου, στο έδαφος και πάλι πίσω. Τον δρόμο διέσχισε προς το μέρος μου μία γυναίκα με σημάδια στο πρόσωπο, κρατούσε ένα μπουκάλι αλκοόλ και το κορμί της έμοιαζε να μην την αντέχει. Ήταν φτωχή και μόνη. Της κράτησα συντροφιά με κάποια τραγούδια  που θυμόμουν και κάτι παρηγορητικά λόγια που μου είχαν ξεμείνει μα εκείνη μόλις της είπα το όνομα μου, τρόμαξε. Ακούμπησε τα μάτια μου και ήπιε από το μπουκάλι της σαν να έπινε μαζί όλα τα δάκρυα που μου έχουν ξεγλιστρήσει ποτέ.
 "Λύπη, μου είπε, με λένε Λύπη." Κι έφυγε σιωπηλά.
Είχε μόλις αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος όταν φωνές με τάραξαν. Τους κοίταξα.
Τα ρούχα του ήταν βρώμικα και γεμάτα αίμα. Οι γωνίες στο πρόσωπο του έντονες, το βλέμμα του επιθετικό. Με τις λέξεις του έκοβε την ζωή σε κομματάκια και τα σκόρπαγε από το μπαλκόνι του αλλά εκείνη τον κοιτούσε με δύο μάτια καλοσύνης, δύο μάτια θλιμμένα αλλά ήρεμα, σαν να τον είχε μάθει πια και να μην την κούραζε.
Μας έμοιαζαν.
Εκείνη απάνταγε στα σκληρά του λόγια με προσευχές και μετάνοιες και κάθε τόσο κοιτούσε τα δύο της μωρά στο καρότσι. Τί περίεργα δίδυμα! Το ένα τους με κοίταζε συνέχεια με τα μάτια του διάπλατα τόσο που αναρωτήθηκα αν η αθωότητα και η πονηριά μπορούσαν να συνυπάρξουν. Αυτός ήταν ο έρωτας. Δίπλα του προσπαθούσε να κοιμηθεί αλλά στριφογύριζε η αδιαφορία. Το πρόσωπο της ήταν ελαφρά παραμορφωμένο και το σώμα της ατροφικό. Η Αγάπη έσκυψε να τα σκεπάσει ενώ το Μίσος άναβε τσιγάρο. Τότε με κοίταξε. "Έμαθες να μισείς θανάσιμα για να μπορείς να αγαπάς." Την ώρα που έκαναν να φύγουν το κορμί μου λύγισε στα δύο.
Τότε με κράτησε από τους ώμους ένας άντρας. Τα χέρια του παγωμένα. Τον είχα ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο. Δεν θα μπορούσες να τον ξεχάσεις αν τον είχες δει. Αυτή την σκληρή του τρυφεράδα. Με έβαλε να καθίσω και καθώς προχώρησε να φύγει με κοίταξε. Μ'ένα του νεύμα πίσω του αντίκρισα όλους τους ανθρώπους που είχε πάρει από την ζωή μου τα τελευταία χρόνια. Ποτέ μου δεν του έδειξα ότι τον φοβάμαι, κάθε φορά τον κοίταζα κατάματα και αυτός για να με εκδικηθεί που άντεχα τον πόνο έφερνε όλο και περισσότερο χαμό, απώλεια ή πόνο  αλλά εγώ αρνούμουν να παραδοθω΄. Ύστερα άνοιξε τα χέρια του, τους έκλεισε όλους μαζί σε μία τεράστια αγκαλιά και εξαφανίστηκε. Μα πρόλαβα να δω τα πρόσωπα τους που ποτέ δεν μπορούσε να αφαιρέσει ολοκληρωτικά από τις σκέψεις μου. Νομίζω τον είχα κερδίσει. Γιατί τον δεχόμουν χωρίς τρόμο με τον μανδύα της επόμενης ζωής φορεμένο στην πλάτη του και την σκέψη ότι ήταν πολύ καλός στην δουλειά του.
Ο Θάνατος στην τελική δεν ήταν κακός.Εγώ όμως ήξερα. Ότι ο θάνατος δεν ήταν άντρας, ήταν κατάσταση του μυαλού μου και γι αυτό όταν με βρήκε κενή, ουσιαστική με έβλεπε ανίκητη. Πώς να κλέψεις κάτι από κάποιον που δεν έχει τίποτα και κανέναν;
Οι μέρες λιγόστευαν, οι νύχτες βάραιναν και ένιωθα τον καπνό στα πνευμόνια μου να μου στερεί ανάσες, πλέον αντιλαμβανόμουν μόνο ό,τι μου πρόσφεραν οι αισθήσεις μου. κρύο, ζέστη, πείνα, νύστα, ησυχία, μέχρι που ένα απόγευμα στάθηκε μπροστά μου.
Ήταν τόσο όμορφη, τόσο όμορφη που έμοιαζε ευτυχισμένη, έκατσε δίπλα μου. "έχεις σκεφτεί ποτέ το όνομά σου; Αναστασία" μου είπε. Τα ξανθιά της μαλλιά ανέμιζαν όπως γινόταν στα πρώτα ραντεβού μου μαζί σου και τα μάτια της, τα μάτια της ήταν ατάραχα, είχα ξεχάσει πόσο ατάραχα ήταν. Το κορμί μου έμοιαζε να μ'εγκαταλείπει αλλά κοιτώντας το δικό της κατάλαβα γιατί μ'αγάπησες τόσο. Εκείνη δεν ήταν άδεια, δεν ήταν σημαδεμένη, ή νεκρή. Ήταν εκεί, ζωντανή, ομιλητική, έξυπνη, ερωτική, θαρραλέα, ούτε και ξέρω αν έφερε κάποιος έναν καθρέφτη και έβλεπα τον εαυτό μου ή αν όντως ήμουν εκεί σαν κάποιου είδους αστρική προβολή με κάποιο περίεργο σαδιστικό ανθρώπινο παιχνίδι ή με κάποιο μαγικό θεικό σχέδιο αλλά πάντα ήθελα να με γνωρίσω. όταν σηκώθηκε να φύγει , μ'εγκατέλειψε και ο ίδιος μου ο εαυτός. Μη έχοντας τίποτα...έκλεισα τα μάτια μου μέχρι να ξοδευτεί όλος ο χρόνος.