sleeping with ghosts


-Πώς είσαι εδώ;
-Τι εννοείς;
-Γιατί είσαι εδώ; Πώς και βρέθηκες εδώ; Εσύ στην νύχτα ανήκεις.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Άσε με να σου εξηγήσω.
-Όχι αρκεί. Έφτασα εδώ να σου πω απλά μία λέξη.
-Έχεις πει παραπάνω.
-Ξεκόλλα.
-Σπουδαία. Σπουδαία λέξη. Σπουδαίο συναίσθημα. Πεταμένα μου λεφτά. Δεν αξίζει, άστο.
-Όχι! Όχι! Σου έχω ξαναπεί ότι αξίζεις πολλά!
-Δεν με κατάλαβες. Λέω πως δεν αξίζει αυτό.
-Μα δεν σου λέω ότι δεν αξίζεις!
-Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν ξέρω αν εσύ αξίζεις για μένα ή αν εγώ αξίζω για σένα, αλλά ξέρω ότι δεν πάει.
-Πού να πάει;
-Εννοώ ότι δεν τραβάει.
-Τι να τραβάει;

Η ανάμνηση σου αυτή μου θύμισε Βαβέλ. Δεν υπάρχει μέρος ούτε λέξη που να φτιάχτηκε για μας. Μιλάμε μαζί, μιλάμε την ίδια γλώσσα μα καθένας μας μεταφράζει τις λέξεις μας αυτές διαφορετικά. Η ερμηνεία ποικίλλει. Είμαστε ξένοι και είμαστε ίδιοι. Μοιάζουμε με σκόνη στον αέρα μα εγώ προπορεύομαι. Η μόνη μας επιλογή είναι ο δρόμος μας. Ο δρόμος σου δεν είσαι εσύ. Εσύ κατευθύνεσαι σε μέρη που εγώ δεν μπορώ να έρθω. Εγώ την αγαπώ την ζωή μου. Εσύ θέλεις να την αποφύγεις. Υποχρέωση σου να διαλέξεις. Μου κοστίζεις τόσα πολλά δάκρυα. Σ αγαπώ τόσο πολύ ακόμη και μέσα στην λήθη σου να ξεχάσεις, στην τρέλα σου να σνιφάρεις και θα προτιμούσα να πέθαινα εγώ παρά η καρδιά σου, καρδιά μου. Τι τρελή ιδέα σου βασανίζει το μυαλό μου πάλι; Εγώ δεν έχω διαλέξει τον δρόμο σου. Μοιάζουμε με παράλληλες γραμμές. Δεν τεμνόμαστε πουθενά. Αλλά το περίεργο ξέρεις ποιο είναι; Ότι μερικά βράδια (δικά σου) πιάνω τον εαυτό μου να αγγίζει τον σφυγμό σου, να ακουμπάει στο μέτωπο σου, να χαϊδεύει το σώμα σου και αυτή είναι η πιο βίαιη μου σκέψη. Να ζήσεις χωρίς εξαρτήσεις, χωρίς σκόνες, χωρίς παραισθήσεις. Γιατί όλα είναι στο μυαλό, άγγελέ μου. 
Μην κοντοστέκεσαι και εγώ στο δικό σου θα είμαι.
Μην πεθάνεις, η ζωή έχει στροφές.

untitled


Κάθεται σκεπασμένη στο άδειο της κρεβάτι. Θλίψη ξεχύνεται μέσα από τα άσπρα της σεντόνια και της επιτίθεται. Αποζητά ένα λεπτό ησυχίας, νεκρικής σιγής. Χορεύουν όμως γύρω της λέξεις που μακάρι να μπορούσε να είχε σκοτώσει. Έχει κουρελιάσει τα ρούχα της και κυνηγάει την ζωή της. Κανένας επιπλέον θάνατος δεν της έχει απομείνει. Προσπαθεί να κρυφτεί από μία φωνή που γυρίζει στο μυαλό της, κάποιον που δεν ξέρει πια με τι μάτια θα τον βλέπει. Ίσως αν άλλαζε τα μάτια της, ίσως αν έβγαζε τα μάτια της, ίσως τότε ξεθώριαζε και η δική του φιγούρα. Θα προτιμούσε σίγουρα ναι ναι να είχε πυροβολήσει ξαφνικά εκείνος την καρδιά της, να ζούσε έναν απότομο, γρήγορο, ανώδυνο θάνατο με τελευταία σκηνή της το πρόσωπό του. Πόση παράνοια χωρούσε στο βράδυ της; Δεν ήξερε πια αν ξέρει να παλεύει. Της έγνεφαν αχνές μορφές στο νου της πως ναι. Αλλά εκείνη δεν ένιωθε ότι έχει δικό της σώμα, ότι έχει οποιαδήποτε δύναμη έστω και να ζήσει. Συνεχώς γράπωνε το μαξιλάρι της και πίεζε το στόμα της, έσφιγγε τα χείλη της όσο μπορούσε για να μην ακουστεί η κραυγή της στον ύπνο του. Άλλοτε ονειρευόταν πως αυτή η φωνή που την διέταζε να πεθάνει, θα την νανούριζε σε μία αγκαλιά στοργής. Άπιαστα τα όνειρα, άπιαστα και τα δικά της. Σκεφτόταν τι ζητά από τον κόσμο της. Όχι πια απαιτήσεις. Την έβλεπες να κρατά τα μάτια της κλειστά και δύο ανήσυχα υγρά μονοπάτια να κυλούν στα μάγουλά της. Στριμωχνόταν στο ξύλο του κρεβατιού της για να δυσκολεύεται να αναπνεύσει, όχι εύκολες επιλογές. Ήταν όντως αυτή που έβλεπε στο τζάμι στο παράθυρό της ή όχι; Μήπως όλα τα είχε ονειρευτεί; Τράβηξε για μια στιγμή τα μαλλιά της με οργή, άλλος πόνος σαν της ψυχής αδύνατον να έχω, αυτή ήταν η σκέψη της. Πώς αλλιώς να ματώσω; Έγδερνε το δέρμα της, αλλά το σώμα της αρνιόταν να παραδοθεί σε αυτή την κόλαση που υπέκυπτε το μυαλό. Είχε και άλλα να αισθανθεί, έτσι έδειχνε. Κουκουλωνόταν πιο πολύ με το που γλίστραγαν οι ώρες στο τσεπάκι της μην τυχόν και δεν νιώσει πόνο. Αλλά η οδύνη ήταν στο μυαλό της. Ήταν σε αυτή την δίλεπτη συζήτηση που ρήμαζε την καρδιά της και την οδηγούσε στον γκρεμό ενός εφιάλτη που την φλέρταρε. Η αυτοκαταστροφή έμοιαζε τελικά γλυκιά. Μακάρι να είχε ένα Θεό. Να έκρυβε ένα Θεό στο στήθος της, σαν ένα θαύμα μαγικό και αλλιώτικο, σαν με μία προσευχή να άλλαζε, να γινόταν κάτι άλλο, αλλά και πάλι έκλαιγε.. Δεν είχε ιδέα τι θέλει να γίνει. Ύστερα έτρεχε στην κουζίνα της. Έβρεχε το πρόσωπο και το λαιμό της που οι λυγμοί τους έκαιγαν και βυθιζόταν ξανά στην ανάγκη του να βγάλει από μέσα της εκείνον. Έκανε εμετό το νερό της, σιχαινόταν τον εαυτό της που αφέθηκε. Άκουγε θορύβους, φοβόταν να ξεφύγει, η ελευθερία που έψαχνε της φαινόταν πόλεμος ξαφνικά. Έτρεχε πάλι στο σκοτεινό της κρεβάτι. Συναντούσε τις σκιές και μίλαγε για λίγο. Της φαινόταν πως εκείνος χτύπαγε το τζάμι της για να της εξηγήσει πως όλα είναι ψέματα, άκουγε το τηλέφωνο της να χτυπά. Ώρα καμιά και ώρες πολλές. Τέσσερις; Πέντε; Το μόνο που μέτραγε ανάμεσα στα σεντόνια της ήταν οι συλλαβές των λέξεων του. Ξι έψιλον κάπα όμικρον λάμδα λάμδα άλφα.

Κατάστρεψε με γαμώτο αλλά εσύ! Ακόμη και στον θάνατο μου, φοβάσαι να με νιώσεις. Μην πεθάνεις, απλά σκότωσε με. Χειρότερο κακό δεν θα πάθω. Τουλάχιστον να έχω την ευτυχία να με αγγίζεις.  Μόνο αγάπη σου έκρυβα, λυπάμαι. Φάνηκε πως δεν έπρεπε αν και η πουτάνα η καρδιά μου για άλλα πέθαινε. Μην διστάζεις, μέσα σου δεν ξαναχάνομαι. Σε ζηλεύω κάποια βράδια μου που γουστάρεις την αμαρτία. Αν μπορούσα να την γευτώ, πίστεψέ με θα ζούσα για λίγο. Αλλά ούτε αυτό δεν μπορώ μακριά σου.

Μην απομακρύνεσαι. Φεύγω εγώ. Μην κλείνεις τα μάτια σου. Θέλω να κοιτάς μία σκιά που περπατά.
Όχι γιατί εσύ με σκότωσες, παρά γιατί ΕΓΩ επέλεξα εσένα για να πεθάνω.

Ειρωνεία

Γουστάρω να το σκάσω, να μην κλάψω, να μην φοβηθώ όπως λες και εσύ.
Γουστάρω να το σκάσω παρέα με την άναρχη ιδέα ότι σου ξέφυγα.
Κάθε βράδυ με τσακώνει μία σκιά να θρηνώ στα όρια του φταίω ή φταις.
Με ζαλίζουν οι αναθυμιάσεις ενός έρωτα που πέθανε το ξημέρωμα στο κρεβάτι σου.
Όλα συνωμοτούν για να πεθάνεις, μα ξέρω πως θα προτιμούσα να αλλάζαμε θέσεις.
Δεν νιώθω τον χρόνο να αγγίζει το πρόσωπο μου. Νιώθω το κρύο να εισβάλλει στο σώμα μου. Και όμως 37 δείχνει το θερμόμετρο στον τοίχο μου.
Γλιστράς σαν μανιακός στο μπαλκόνι μου, με χτυπάς αλύπητα, συνέχεια, βρίζοντας πως η ζωή σου γέμισε κενά και αιμορραγείς.
Τα λόγια σου μία ασυνάρτητη έκρηξη που δεν καταλαβαίνω. Μίλησες καθόλου;
Δεν ντρέπομαι αν φοβάσαι.
Μόνο ένας φοβισμένος θα εγκλώβιζε τα όνειρα του σε ένα μηδέν που του γεννά μία άσωτη ζωή.
Δεν ντρέπομαι αν δεν αισθάνεσαι. Φοβάμαι πως ποτέ δεν θα αισθανθείς.
Χτύπα δίχως να προσπαθείς να σκέφτεσαι. Καμία πληγή μου δεν θα ανοίξει περισσότερο από όσο τώρα. Χτύπα γιατί ίσως να μην έχεις άλλο χρόνο. Άλλη αδίστακτη ευκαιρία να με συναντήσεις μόνη.
Φύλαγα την σιωπή μου για να στην δώσω λέξεις, λέξεις που πέθαινα να σε φροντίσουν αλλά δεν ήθελες. Γιατί δεν ξέρεις πως είναι να φυλάς.
Χτύπα καλύτερα κοντά στην καρδιά. Λένε πως όταν αιμορραγείς αρκετά,σταματάει η κυκλοφορία. Όχι, δεν κατάλαβες. Δεν θέλω να πεθάνω. Θέλω να πεθάνεις μέσα μου. Αν και είμαι σίγουρη ότι αν πεθάνω, πάλι εσένα θα βρεις στα κομμάτια μου.
Μα εσύ δεν ξέρεις να χτυπάς! Πού είναι το πάθος σου όταν ξεσκίζεις, όπως λες, τις γυναίκες σαν κομμάτια κρέας; Αυτό ήταν όλο; Και εγώ τι ήθελα μαζί σου το λοιπόν;
Ώρα τίποτα σου λέω αλλά δεν δείχνεις να ακούς. Μήπως δεν μίλησα; Καταπίνεις την μορφή μου να διψά για ελευθερία. Ελευθερία πέρα από σένα είναι σου λέω. Σ'αγαπάω αλλά μου είπαν ότι δεν αξίζει να στο ψιθυρίζω. Έχεις σκοτώσει ξανά; Καλά δεν μιλάμε για μένα τώρα. Εμένα ναι. Άλλους; Θα πρέπει να σε φοβούνται ή αρκεί να τους φοβάσαι εσύ; Μην φοβάσαι, θα μου μιλάς. Αν θες. Που δεν θες. Που δεν παύει να με νοιάζει.
Π....Πάάά..Πάψ...Πάψε; Αυτό προσπαθείς να πεις; Τόση ώρα σου μιλάω;
Ε τότε χτύπα μωρό μου σου ουρλιάζω, αφού ακόμη έχω φωνή.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να μην σε έχω.


"γιατί...."

 Θυμάμαι σου άπλωσα το χέρι μου ένα βράδυ γαλήνης, μα γύρισες αλλού.

Δεν έφταιξε το ότι η καρδιά σου είναι ελεύθερη. Την καρδιά σου την πούλησες.
Σ ένα σωρό από ακόρεστο αλκοόλ, σβούρες από καπνό και μπόλικες δόσεις. Την πούλησες σ έναν αγώνα δρόμου, σε μία άνετη ζωή με "καναπέ, τσόντες και καφέ", όπως σιγοτραγουδά ο Στόκας και δεν έδειξες να λυπάσαι.Την πούλησες σε γυναίκες που δεν μπορούσαν να σου ψιθυρίσουν τι θα πει αγάπη, σε μία αλλεπάλληλη και άφθονη ηδονή που σε παραλύει μέχρι τα μέσα σου.
Με λυγμούς που με διαλύουν, σου γράφω ότι ήθελα να κλείσω στην μικρή μου χούφτα (ονειρευτής*) τον κόσμο και να στον χαρίσω, γιατί σε ονειρευόμουν παιδί και σε έχασα μέσα στις σκιές, γιατί εκεί ταιριάζει να φωλιάσεις, ακόμη και αν ποτέ δεν πίστεψα ότι μαράθηκες αρκετά.
Γιατί όταν ήθελα ένα αντίο, κούναγες ένα μαντήλι με αυτάρεσκο χαμόγελο πως δεν θα έχεις πια δεσμά.
Γιατί όταν σε ονειρευόμουν, πάντα ερχόσουν εφιάλτης της μέρας μου και την διέλυες σαν κάστρο στην άμμο που το κατατρώει η θάλασσα.
Γιατί όταν είχα την ανάγκη σου, πάντα δείλιαζες, πάντα έφευγες σαν κλέφτης, σαν εραστής της μιας νύχτας που τρέμει να αντικρίσει το φιλί της αγάπης.
Γιατί όταν σου ψέλλιζα σ αγαπώ, εσύ έτρεχες στα λεξικά και (γιατί) όταν έκλαιγα για χάρη σου, μου αφιέρωνες μία σειρά μαρσαρίσματα που βούιζαν στα αυτιά μου σαν ουρλιαχτά (μου) καθώς με σκότωνες.
Γιατί όταν αγαπούσα την λήθη σου και ψηνόμουν στον πυρετό, αρνιόσουν ότι ξέρεις την αλήθεια.
Γιατί έστριβες το κεφάλι σου, όταν σου αγόραζα φεγγάρια στο όνομα του έρωτα μου.
Γιατί κάθε βράδυ που ψαλίδιζα τα αστέρια για να στα πλέξω φυλαχτό, εσύ άρπαζες ένα μπουκάλι βότκα και χανόσουν στην σκέψη μου.
Γιατί σου στοίχιζε να αρνηθείς ότι δεν ξέρεις από έρωτα και (γιατί) σου στοίχιζε να δεχτείς τον δικό μου.  
Γιατί κάθε σου κίνηση πάντα φρόντιζες να σκεπάζεται από μία μάσκα, μία απόκρυψη, μία καλυμμένη ταυτότητα, ένα κομμένο χαμόγελο, ένα κλεμμένο φεγγάρι, μία χούφτα μισόλογα που μάσαγες και "δύο μέρη σιωπή".
Γιατί κάθε πληγή μου φάνταζε παράδεισος να ξεχνάς τις λύπες σου.
Γιατί "και εσύ με σπρώχνεις στον γκρεμό".

Γιατί δεν αξίζεις ούτε τον ξεπεσμό μου. Δειλέ..