Ταυ Έψιλον Λάμδα Όμικρον Σίγμα


Χτύπησε δυνατά τα χέρια της στο τραπέζι της, χτύπησε τα βιβλία της, χτύπησε τον εαυτό της, για όσα την είχαν πονέσει που πια δεν έβγαζαν παρά μόνο σε ένα μέρος: στο τέλος. 
Ξεχείλωσε τα ρούχα της, τράβηξε τα μαλλιά της, έσκισε την μορφή που οι άλλοι ήθελαν να βλέπουν. Την κατασπάραζαν οι άνεμοι, οι θύελλες, οι καταιγίδες, την κακοποιούσαν οι σκέψεις της και τα θέλω της την έβαζαν στην πέτρινη τους φυλακή.
Ξεμάθαινε να αγαπά και να παιδεύεται. 
Μόνο το τέλος υποσχόταν πως θα είχε μία δεύτερη ευκαιρία, χρωματισμένη από ερείπια. 
Ήταν η συντέλεια το άλλο της μισό; 
Μέσα στο κορμί της παίζονταν παιχνίδια, κλέφτες και αστυνόμοι, μια νύχτα στο παλέρμο, άνομο και νόμιμο σκότωναν την ηθική που γένναγε η καρδιά της. 
Εκείνη δεν ήταν υποχείριο, δεν ήταν φερέφωνο, δεν ήταν καταδικασμένη πόρνη. 
Και αυτό την πλήγωνε πιο πολύ. 
Η αλήθεια πως δεν είχε φταίξει σε τίποτα, πως η αιτία της απουσίας του εαυτού της ήταν το μη φταίξιμό της. 
Γιατί έβλεπε τον έρωτα της να δύει, γνωρίζοντας πως δεν θα ανατείλει ξανά. 
Και μόνο το τέλος της είχε απομείνει για να σκέφτεται πως υπάρχει αρχή. 
Το ζώο του ανθρώπου μέσα της θερίευε και  της θύμιζε πως δεν υπήρχε χώρος για γαλήνη. 
Έπρεπε να θυσιαστεί, έπρεπε να σβηστεί, έπρεπε να διαγραφεί γιατί πια το θέλω του έρωτα της δεν μπορούσε να αναπνεύσει. 
Ή μάλλον πάντα μπορούσε. 
Και εκείνη πάντα το ήξερε. 
Κάθε που τον περίμενε στην στάση του λεωφορείου, αγκαλιά με μία χούφτα δάκρυα και ένα πλεκτό σάλι, στην άκρη του σχολείου, αγκαλιά με μία πίκρα στα χείλη της και ένα μπόγο βιβλία. 
Ήθελε να βγει από το όποιο της κορμί, να σπάσει η όποια της ψυχή σε κομμάτια, δεν έβρισκε πια χώρο να χωρέσει ούτε και η ίδια την πόλη της. 
Με βία κατάπινε τις αμαρτίες, τις δυσωδίες, τις μυρωδιές του πουλημένου κορμιού, του πουλημένου ανθρώπου. 
Και εκείνη δεν ήθελε να ξέρει αν υπάρχει κανείς που να θέλει να την αγοράσει.
Εκείνη ήθελε πια να κλειστεί στο αγαπημένο τέλος της παρέα με τα δράματα, τις σκηνές της ζωής της, μίας κακοτράχαλης ανηφόρας που δεν έβγαζε πουθενά.
Είχε ένα κουβάρι σκέψεις και δεν μπορούσε να πιει. 
Κοιτούσε εκείνη στο ποτήρι με την βότκα και δεν έπινε, δεν της άρεσε ποτέ να χάνει τον έλεγχο, δεν ξεχνούσε μέσα από το αλκοόλ, απλά ένιωθε σαν πούπουλο, ένα φτερό που ξέρει πως θα προσγειωθεί ανώμαλα και θα πονέσει.
Πίεσε τα δάχτυλα της και το γυαλί έσπασε, δεν μπορούσε πια άλλα σπασμένα γυαλιά, προτιμούσε να ζει δίχως γυαλί, σε έναν κόσμο πλαστικό, μα πέρα για πέρα αληθινό. 
Είχε ξαναδεί τα αίματα της που σκούπιζε μουντά, είχε ξανανιώσει πόνο και μανία, ξανά είχε σκεφτεί να φτάσει στο τέλος που όλο την φλέρταρε. 
Μισούσε τον τρόπο που δεν μπορούσε να μοιάζει σε κάποιον άλλον, να ανήκει σε κάποιο μέρος, να αλλάζει κάθε τι που πια δεν την άντεχε. 
Ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ονειρεύτηκε το τέλος. 
Και δεν ξύπνησε ξανά.
Μα κανείς δεν έμαθε πώς τελείωσε το τέλος. 
Γιατί το τέλος έφαγε τον έρωτα της, τον έκανε κομμάτια για χάρη της.


Θα μπορούσα να κάνω το αυτή εγώ, αν μπορούσα να είμαι ξανά μέρος μου, ο εαυτός μου, τα κομμάτια μου σε ένα. 
Αλλά δεν μπορώ, 
αλλά δεν γίνεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου