Holy tears

Της υποσχέθηκε μία βόλτα στα αστέρια.
Σε κείνη πάντα άρεσε ο ουρανός.
Την ιστορία τους ανέλαβε να γράψει μία επανάσταση με πρόσωπο ανθρώπου, ένας τρελός ονειρευτής.
Εκείνη μόνο αγάπη ζητούσε. Εκείνος τα κατάφερε.
Γι αυτό το τυφλό και κλεμμένο βράδυ τους, τα κατάφερε.
Και έδωσε όση στοργή έκρυβε στο στέρνο του για άνθρωπο.
Την πήγε βόλτα στα δικά του αστέρια, με τον δικό του τρόπο, με τον λατρεμένο για εκείνη τρόπο, που μόνο εκείνος ήξερε, μόνο εκείνος μπορούσε.
Και για όση ώρα δύο κορμιά γίνονταν ένα, όσο η ηδονή τους αγκάλιαζε και ο ένας είχε τον άλλον, δεν υπήρχε για κείνη παράδεισος. Εκείνος απλά δεν πίστευε στον παράδεισο.
Αφού κλέφτηκαν, αφού γεύτηκαν τον πόθο που διακαώς βασάνιζε τα σώματα τους, επιχείρησαν μία ακόμη βόλτα.
Και δεν πέτυχε.
Και έμεινε το σώμα της βαρύ και τα δάκρυα της στέγνωσαν και εκείνος εκεί.
Ούτε που σήκωσε το κεφάλι του να την κοιτάξει στα μάτια.
Δεν άντεχε την αγάπη, μα είχε μπλέξει μαζί της.
Και εκείνη κάθε βράδυ ονειρευόταν μία ακόμη αγκαλιά, ένα ακόμη παράδεισο και τον έβρισκε μέσα στον καπνό και το αλκοόλ.
Και σκότωνε εκείνη, γιατί δεν είχε απομείνει και τίποτα δικό της, που εκείνος να μην γεμίζει.
Και εκείνος εκεί. Να γυρίζει το ξημέρωμα στο σπίτι του, να χάνει κάθε αίσθημα, να επαναστατεί τυφλά σε έναν κόσμο που τον πρόδωσε.
Και εκείνη να προσπαθεί να βρει και να γιατρέψει μία πληγή του, που εκείνος φύλαγε σαν φυλαχτό. Και εκείνος να αρνείται την ζωή μαζί της, να μπερδεύει τα λόγια του κοντά της.
Και εκείνη εκεί. Να αγαπά και να πληγώνεται.
Και μια μέρα γύρισε και είπε στον/στην συγγραφέα αυτού του κειμένου, πως μπορούσε να δημιουργήσει ένα τέλος γι αυτούς, αρκεί να έχει αίσια έκβαση.
Μα εγώ δεν ήθελα.
Και προτίμησα να τελειώσω την ιστορία τους με ένα κομμάτι από αυτήν.
Ίσως τελικά όλοι να είμαστε απλά συλλέκτες στιγμών. Την συμβούλεψα πως τις χάρισε αρκετές. "Οι στιγμές είναι ευτυχία. Και εσύ έχεις αρκετές. Χαμογέλα γιατί σου πάει. Και ο κόσμος θα χαμογελάει και χωρίς εκείνον."


(Συγχώρεσέ με που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες σου και να μην σε καλύπτει. Γράφτηκε με καρδιά και αυτό είναι που μετράει.)

κομματια

-Φοβάμαι, πόσο πολύ φοβάμαι, πόσο φοβάμαι..
-Έχει φεγγάρι.
-Μα σου λέω πως φοβάμαι!
-Έχει φεγγάρι και γράφεις ερωτικά γράμματα  στην νύχτα, γίνεσαι ερωμένη της, σε χανώ μέσα της.
-ΦΟΒΑΜΑΙ. Συγκεντρώσου. Τώρα πρέπει να μου πεις ότι δεν πρέπει να φοβάμαι!
-(γελά δυνατά) Πρέπει;
-Πρέπει βέβαια.
-Έλεγαν πως ήξερες καλή ορθογραφία, πως έγραφες καλές εκθέσεις, λόγια αυτό μόνο ξέρω να σου πω.
-Μα τι ασυνάρτητα είναι αυτά που αραδιάζεις; Φοβάμαι σου λέω.
-Δυστυχώς δεν το βλέπω, δυστυχώς δεν βλέπω εσένα. Πέτα την μάσκα σου.
-Ποια μάσκα;
-Πέτα την και χαμογέλα στον ήλιο.
-Μα είναι νύχτα!
-λεπτομέρειες. Εσύ δεν θέλεις να δεις. Εσύ χαράμισες την ζωή σου για κάμποσους κόκκους από ψέμα.
-μα εγώ την αγαπώ την αλήθεια!
-Και άλλο ψεμα.
-αλήθεια!
-Μην προσπαθείς άλλο. Αν ξέρεις πού πρέπει να ψάξεις, τότε τρέξε. Αν και τότε δεν μπορείς να δεις, πέτα. Αν σου έκοψαν τα φτερά, ζήσε. Και αν σου κλέβουν την ζωή, γίνε παράνομη. Σ αγαπώ, μα δεν χωράς στον πλανήτη μου. Μοιάζω με μικρό πρίγκηπα, σου θυμίζω παιδί;
-Χι, Ψι, Κάπα, σύνελθε. Με αγαπάς και σε αγαπώ. Θα ήθελες να είσαι παιδί, αλλά δεν μπορείς.
-Τί σημαίνει παιδί;
-αφού δεν μπορείς να είσαι!
-μπορείς. ανύπαρκτο ρήμα.
-Δεν γίνεται.
-Πρέπει, γίνεται, μπορώ.
-Χι, Ψι, Κάπα δεν σε καταλαβαίνω.
-Δεν χωράς πουθενά, φως μου. Σε κρύβω κατω από την μπέρτα μου, είμαι ένας μπάτμαν για σένα, ένας ήρωας από κόμικ που στοιχειώνει το στοιχείο σου.
-Παραλογίζεσαι!
-Λογική. Ποιος λέει τι ισχύει και τι όχι; Κανείς.
-Η λογική έχει κανόνες που έχουν περίτρανα αποδειχτεί.
-Φιλοσοφία. Άλλη τρέλα της λογικής. Άφησέ με (σηκώνεται πάνω), εγώ έχω τον τρόπο να περπατήσω στον ουρανό, να πλαγιάσω δίπλα σε ένα αστέρι, εσύ τι έχεις;
-εγώ έχω εσένα.
-όχι πια. Αν έβγαζες εσένα, θα έβλεπες πως με έχεις χάσει. Ξύπνα.
-Στάσου. Μην φεύγεις. Που θα πας;
-Είδες που αυτό στα αλήθεια φοβάσαι; Να βρεις εσένα. Με ικετεύεις να μείνω και με ρωτάς πού πάω. Πού είναι η μαγκιά σου;
-Με πληγώνει αυτή η συζητηση.
-Σε πληγώνει το κάτι που φωλιάζεις μέσα σου.
-Μην φεύγεις, σε χρειάζομαι.
-Ανοησίες. Κανενας δεν πέθανε από αγάπη. (παρά μόνο για την αγάπη). (αποχωρεί με αργά αργά βήματα, ενώ εκείνη που είχε δίπλα του ξεψυχά για ένα κομμάτι από αλήθεια, δεν κοιτάζει πίσω, αυτός είναι το ταξίδι.)



Ταυ Έψιλον Λάμδα Όμικρον Σίγμα


Χτύπησε δυνατά τα χέρια της στο τραπέζι της, χτύπησε τα βιβλία της, χτύπησε τον εαυτό της, για όσα την είχαν πονέσει που πια δεν έβγαζαν παρά μόνο σε ένα μέρος: στο τέλος. 
Ξεχείλωσε τα ρούχα της, τράβηξε τα μαλλιά της, έσκισε την μορφή που οι άλλοι ήθελαν να βλέπουν. Την κατασπάραζαν οι άνεμοι, οι θύελλες, οι καταιγίδες, την κακοποιούσαν οι σκέψεις της και τα θέλω της την έβαζαν στην πέτρινη τους φυλακή.
Ξεμάθαινε να αγαπά και να παιδεύεται. 
Μόνο το τέλος υποσχόταν πως θα είχε μία δεύτερη ευκαιρία, χρωματισμένη από ερείπια. 
Ήταν η συντέλεια το άλλο της μισό; 
Μέσα στο κορμί της παίζονταν παιχνίδια, κλέφτες και αστυνόμοι, μια νύχτα στο παλέρμο, άνομο και νόμιμο σκότωναν την ηθική που γένναγε η καρδιά της. 
Εκείνη δεν ήταν υποχείριο, δεν ήταν φερέφωνο, δεν ήταν καταδικασμένη πόρνη. 
Και αυτό την πλήγωνε πιο πολύ. 
Η αλήθεια πως δεν είχε φταίξει σε τίποτα, πως η αιτία της απουσίας του εαυτού της ήταν το μη φταίξιμό της. 
Γιατί έβλεπε τον έρωτα της να δύει, γνωρίζοντας πως δεν θα ανατείλει ξανά. 
Και μόνο το τέλος της είχε απομείνει για να σκέφτεται πως υπάρχει αρχή. 
Το ζώο του ανθρώπου μέσα της θερίευε και  της θύμιζε πως δεν υπήρχε χώρος για γαλήνη. 
Έπρεπε να θυσιαστεί, έπρεπε να σβηστεί, έπρεπε να διαγραφεί γιατί πια το θέλω του έρωτα της δεν μπορούσε να αναπνεύσει. 
Ή μάλλον πάντα μπορούσε. 
Και εκείνη πάντα το ήξερε. 
Κάθε που τον περίμενε στην στάση του λεωφορείου, αγκαλιά με μία χούφτα δάκρυα και ένα πλεκτό σάλι, στην άκρη του σχολείου, αγκαλιά με μία πίκρα στα χείλη της και ένα μπόγο βιβλία. 
Ήθελε να βγει από το όποιο της κορμί, να σπάσει η όποια της ψυχή σε κομμάτια, δεν έβρισκε πια χώρο να χωρέσει ούτε και η ίδια την πόλη της. 
Με βία κατάπινε τις αμαρτίες, τις δυσωδίες, τις μυρωδιές του πουλημένου κορμιού, του πουλημένου ανθρώπου. 
Και εκείνη δεν ήθελε να ξέρει αν υπάρχει κανείς που να θέλει να την αγοράσει.
Εκείνη ήθελε πια να κλειστεί στο αγαπημένο τέλος της παρέα με τα δράματα, τις σκηνές της ζωής της, μίας κακοτράχαλης ανηφόρας που δεν έβγαζε πουθενά.
Είχε ένα κουβάρι σκέψεις και δεν μπορούσε να πιει. 
Κοιτούσε εκείνη στο ποτήρι με την βότκα και δεν έπινε, δεν της άρεσε ποτέ να χάνει τον έλεγχο, δεν ξεχνούσε μέσα από το αλκοόλ, απλά ένιωθε σαν πούπουλο, ένα φτερό που ξέρει πως θα προσγειωθεί ανώμαλα και θα πονέσει.
Πίεσε τα δάχτυλα της και το γυαλί έσπασε, δεν μπορούσε πια άλλα σπασμένα γυαλιά, προτιμούσε να ζει δίχως γυαλί, σε έναν κόσμο πλαστικό, μα πέρα για πέρα αληθινό. 
Είχε ξαναδεί τα αίματα της που σκούπιζε μουντά, είχε ξανανιώσει πόνο και μανία, ξανά είχε σκεφτεί να φτάσει στο τέλος που όλο την φλέρταρε. 
Μισούσε τον τρόπο που δεν μπορούσε να μοιάζει σε κάποιον άλλον, να ανήκει σε κάποιο μέρος, να αλλάζει κάθε τι που πια δεν την άντεχε. 
Ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ονειρεύτηκε το τέλος. 
Και δεν ξύπνησε ξανά.
Μα κανείς δεν έμαθε πώς τελείωσε το τέλος. 
Γιατί το τέλος έφαγε τον έρωτα της, τον έκανε κομμάτια για χάρη της.


Θα μπορούσα να κάνω το αυτή εγώ, αν μπορούσα να είμαι ξανά μέρος μου, ο εαυτός μου, τα κομμάτια μου σε ένα. 
Αλλά δεν μπορώ, 
αλλά δεν γίνεται.

Κυνηγός ονείρων

Ονειρεύτηκε ότι ο κόσμος στον οποίο σαν παιδί είχε πιστέψει, υπήρχε.
Και ήταν ένα όμορφο όνειρο.
Και η αγάπη ήταν θεά με χίλια πρόσωπα.
Και εκείνη πια μπορούσε να ελπίζει, να ονειρεύεται, να αγαπά, χωρίς τάσεις φυγής, χωρίς ταμπέλες, χωρίς δυσφορία.
Και μπορούσε να διορθώσει τα λάθη της, να μην ξεφεύγουν άνθρωποι από την ζωή της, να μην χάνει όσους αγαπά.

Και μετά ξύπνησε. Και δεν ονειρευόταν πια. Έβλεπε ότι ο κόσμος στον οποίο σαν παιδί είχε πιστέψει, δεν υπήρχε.
Και ήταν ένα άσχημο όνειρο.
Και η αγάπη ήταν μία έλλειψη χρόνου, μία κατακερματισμένη ηδονή, ένας σωρός από λόγια και μία χούφτα από λαγνεία.
Και εκείνη πια δεν μπορούσε να ελπίζει, ούτε να ονειρεύεται, ούτε να αγαπά χωρίς να πνίγεται, να καταπιέζεται, να φοβάται.
Και έκανε διαρκώς λάθη και όλα έμεναν αδιόρθωτα και δεν μπορούσε πια να κρατήσει ανθρώπους στη ζωή της, της γλίστραγαν από τις παλάμες σαν τις σταγόνες της βροχής και έχανε όλους αυτούς που αγαπούσε.

Και μία μέρα ξύπνησε και σκότωσε τον κόσμο της. Και τον εαυτό της. Και ύστερα έτρεξε στον καθρεφτη του μπάνιου και αντίκρισε το σκυθρωπό είδωλο της. Και την τρόμαξε το αίμα που απλωνόταν στα χέρια της και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα γαλάζια της μάτια. Έδωσε μια και έσπασε τον καθρέφτη της. Και τα γυαλιά μπήχτηκαν στο σώμα της σαν να ήταν κομμάτια παζλ που ενώθηκαν και έγιναν ένα με αυτήν και τελείωσαν ό, τι από εκείνη είχε απομείνει στο σώμα της. Κάτι λίγο από το φάντασμα της.

Και δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς..Τουλάχιστον με τον τρόπο που θα ήθελε να την βλέπουν οι άνθρωποι.

εσύ

Το παρελθόν έχει πρόσωπο; Γιατί αν ναι, νομίζω ότι σήμερα το συνάντησα, σήμερα συνάντησα την πρώτη μου αγάπη.
Κρατάω στην χούφτα μου έξι και κάτι χρόνια μαζί του, γεμάτα πόθο, πάθος και πόνο δίπλα του.
Όλα έσβησαν ή όλα τα έσβησα, όταν αποφάσισα να ζήσω κοντά του μα σημασία έχει ότι η απόσταση έσβησε τον έρωτα.
Είναι αστείο. Κάθομαι και κοιτάω την μικρή παύλα που τρεμοσβήνει στην οθόνη του υπολογιστή μου, σκεφτόμενη αν υπάρχει κάτι να γράψω. Κάτι να σου γράψω.
Δεν βρίσκω τίποτα, δεν έχω αλλάξει καθόλου. Είμαι τρελά συναισθηματική και πεσσιμίστρια. Ψέματα. Κάτι άλλαξε πάνω μου. Δεν είμαι πια ερωτευμένη μαζί σου.
Γιατί δεν το πιστεύεις; Και όμως γίνεται.
Στέκεσαι δίπλα μου, μου μιλάς, καμία φλόγα, κανένα πάθος.
Όπως καταλαβαίνεις, συνεχίζω με τον άνθρωπο που θυμάμαι, όχι με τον άνθρωπο που υπάρχει.
Κοιτώ τον άνθρωπο που υπάρχει και θέλω να τον σβήσω, να τον διαγράψω, να να να..
Μα τον άνθρωπο που θυμάμαι, τον ανακαλώ κάθε φορά που φοβάμαι, που ψάχνω την αγάπη, και είναι εκεί.
Αγκαλιά με τις θύμησες μου σε ένα στενό σοκάκι του μυαλού μου, που βρέχει και κάνει κρύο, μα αυτός εκεί.
Δεν εγκαταλείπει, μου ψιθυρίζει, κλείνω τα μάτια μου.
Εκεί σταματά ο άνθρωπος μου, παραιτείται, αποσπάται από μένα.
Είσαι αρκετός για στιγμές, στις στιγμές είσαι καλός.
Μα μάτια μου, ξέχασες.
Εγώ σε διαβάζω όπου και αν πουλάς την ψυχή σου.
Πάντα το έκανα και πάντα θα το κάνω.
Αυτό κάνω και τώρα.
Δεν με αναστατώνεις πια, δεν σε ονειρεύομαι, μέσα από το όνειρο μαζί σου έμεινα μία αόμματη, μία ανάπηρη, μία ματωμένη. Μία ξερή ακρογιαλιά σε μία θάλασσα μαύρη.
μία άγονη γη.
Όμως σήμερα; Τί μου συνέβη σήμερα; 
Σήμερα που δέχτηκα να με γυρίσεις στο σπίτι μου με το αυτοκίνητο σου.
Η αμηχανία μου, ήταν και δική σου, οι νευρικές κινήσεις μου ήταν και δικές σου.
Είδα σήμερα ξανά, μετά από τόσο πολύ καιρό (γιατί ΕΣΥ μου τον στέρησες) τον άνθρωπο που αγαπησα και..αγαπώ και τελικά ίσως να άξιζε (ς) το όνειρό μου.
Ούτε και ξέρω αν σ ευχαριστώ, αλλά αν θα έπρεπε για κάτι, αυτό θα το έκανα με την ζωή μου.
Γιατί εσύ, εσύ καρδιά μου, όσο και αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, τα άλλαξες όλα, τα γέμισες χρώμα, το παιδί της ψυχής σου με έκανε άνθρωπο.
Ήσουν η πρώτη μου αμαρτία αλλά δεν σε μετάνιωσα.
Ήσουν ένα μοιραίο λάθος και τρως τα σωθικά μου μέχρι και τώρα ως μέσα, βαθιά.
Όμως αν έχω δίκιο και αν όντως είσαι λάθος, θα το ξαναέκανα.
Το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να σ αγαπώ.