«Τις δύσκολες ώρες θέλω να νιώθω πως είσαι κοντά, έστω και με γυρισμένη την πλάτη.
Η κουβέντα μας μένει πάντοτε στη μέση. Κι επειδή έχουμε γυρισμένες τις πλάτες, δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ποιος είναι ο λόγος που την κρατά ανολοκλήρωτη.
Δεν περίμενα πως θα αντέξω τόσο πολύ καιρό να μη σε έχω, αλλά να σε νιώθω. Είμαι πίσω σου γιατί με κάνεις να αισθάνομαι πως θες να είμαι εκεί. Για να ακουμπάς όταν κουράζεσαι, όταν έχεις ανάγκη να ελπίζεις, όταν έχεις ανάγκη να απλώσεις το χέρι χωρίς να αγγίζεις. Να αισθάνεσαι...
Κι αυτή τη λέξη, που θα μπορούσε να σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι και να με κοιτάξεις, ούτε κι εγώ μπορώ να την πω. Γιατί αν δεν είναι η σωστή, θα σε κάνει να γυρίσεις πάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε είχα χάσει για πολύ καιρό. Μη με κατηγορείς γιατί δεν προσπαθώ. Φοβάμαι.
Μα τη λέξη δεν τη λες ούτε κι εσύ. Φοβάσαι, το νιώθω.
Κι έτσι, η σιωπή τέλος δεν έχει. Σ' ευχαριστώ που με αφήνεις να ακουμπώ στην πλάτη σου, σ' ευχαριστώ που στηρίζεσαι στη δική μου που και που.
Κι αν λοιπόν ήταν μία η λέξη, αυτή τη στιγμή δεν θα ήταν αγαπώ, ελπίζω, ευχαριστώ, αγγίζω. Θα ήταν φοβάμαι. Πως αν δεν ακουμπώ σε σένα, η πλάτη μου θα λυγίσει. Γιατί όλο το βάρος του κόσμου είναι από καιρό στους ώμους μου.
Φοβάμαι, το είπα.
Πες μου τώρα τη δική σου λέξη. Κι ας μην έχουμε τίποτε άλλο να πούμε μετά.
Ναι, δεν τελειώνει η σιωπή.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου