Β.

-Καλησπέρα.Ποιο είναι το τραπέζι μου;
-Είστε μεγάλη παρέα; με ρώτησε ο νεαρός στην υποδοχή.
Γέλασα.
-Εγώ και ο γιος μου, απάντησα. Τα μάτια του γύρισαν στον μικρό που μου κρατούσε σφιχτά το χέρι.
-Περάστε.

Όλους μπόρεσα να τους αφήσω μαζί σου, όπως και έκανα. Μα δεν μπορούσα να λείπω για πάντα. Τουλάχιστον όσο ήταν υποχρέωση μου. Δεν ήμουν για όλους νεκρή σε αυτό το μέρος αν και θα ήθελα. Πάλευα για πολλά χρόνια με τις λέξεις αλλά τώρα μου αρκούσε που οι ψίθυροι πίσω μου δεν ήταν στο μυαλό μου. Οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό σου, παλεύεται. Με ακολούθησαν χιλιάδες βλέμματα μα το δικό μου κυλούσε στα βήματα του. Πλέον δεν ζούσα για μένα και κάθε πληγή μου ήταν οι δικές του. Η ζωή μου παραδόθηκε στα χέρια της ζωής εκείνου. Του γιου μου. Έτρεξε στην πίσω αυλή και άρχισε να παίζει. Κάθισα σ'ένα παγκάκι εκεί κοντά και έβγαλα να καπνίσω. Αν και πολλοί έψαχναν την προσοχή μου κανείς εκείνη την στιγμή δεν είχε το θάρρος να με φωνάξει κοντά του. Παρόλα αυτά κάποιος το τόλμησε. Μόνο τότε γύρισα για να αναζητήσω αυτή την φωνή και εκεί χάθηκαν όλα. Λένε πως όταν είσαι νεκρός, δεν μπορείς να χάσεις τίποτα παραπάνω. Όμως εκείνη την στιγμή ένιωσα πως μου τα πήρες όλα ξανά, όλα όπως κάθε φορά, όλα με αυτά σου τα μάτια. Η καρδιά μου παλλόταν δυνατά και το μυαλό μου γέμισε με ατέλειωτες εικόνες σου, με βεβιασμένες υποσχέσεις σου, με λάθος χρόνους και τόπους που δεν μπόρεσες ποτέ να συγχρονίσεις για να ακούσω το "μαζί" μας. Δύο κουμπότρυπες, δύο χαοτικές διαστάσεις, δύο αναρχικές και άτιμες κουκκίδες στην θέση των ματιών σου κατέστρεφαν με μία τους κίνηση όσο είχα χτίσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια μακριά σου. η δειλία και η ματαιοδοξία σου με τα οποία ανέκαθεν προσπαθούσες να στολίσεις την ζωή μου τώρα γίνονταν ξανά πυρά που με έκαιγαν, σφαίρες που άνετα διέσχιζαν το τρωτό πια κορμί μου και κάθε  κομμάτι αυτού που σε ζητούσε, παρά της λογικής, ακόμη. Το χέρι της ξαφνικά άρπαξε το δικό σου, από φόβο καθώς έβλεπε πως το φάντασμα που απειλούσε το ιδανικό του γάμου της είχε πλέον ξαναπάρει σάρκα και οστά και ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να με πολεμήσει. Εσύ δεν με κοιτούσες,με καταδίκαζες, με τιμωρούσες, επειδή με αγάπησες, επειδή κατάφερα να σ'αγαπήσω και εγώ και επειδή στάθηκες ανάξιος αυτής της αγάπης. Αυτή η φωνή ήταν η αφορμή για να εισβάλλουν στον κόσμο μου. Με κατέκλυζαν με απίστευτες ερωτήσεις γι'αυτά τα χρόνια απουσίας μου μα δεν γινόταν καμία νύξη για τον μικρό μου άγγελο. Τότε ανάμεσα στην υπόλοιπη βουή, ξεχώρισε η φωνή της. "Ο πατέρας του παιδιού;". Και όμως είχε βρει τρόπο να με πολεμήσει, τον χειρότερο. ήταν το δηλητήριο της ως αντίποινα για την εμφάνιση μου. "Έχει πεθάνει." Της απάντησα ήρεμα. Δεν είχες ξεκρεμάσει τα μάτια σου από πάνω μου μα τώρα η γυναίκα σου σου έσφιγγε το χέρι πιο δυνατά, σαν να ήθελε να σε κρατήσει για να μην πλησιάσεις. Σαν όλο σου το σώμα, η ψυχή και το μυαλό να βρίσκονταν σε αυτό το χέρι, που κρατούσε με όλη της την δύναμη. Σαν να μην έφταναν τα όσα σου είχε δώσει από υλικής άποψης. Που δεν έφταναν. Γιατί καμία ποσότητα από τα χρήματα της δεν είχε ουσία. Όμως δεν καταλάβαινα. Είχες ήδη κάνει την επιλογή σου.
Μετά από λίγη ώρα έτρεξα στην τουαλέτα να κοιτάξω το είδωλο μου στον καθρέφτη, ένας τρόπος που άσκοπα προσπαθούσα με αυτόν να σε διώξω από τα μέσα μου όλον αυτό τον καιρό και με ακολούθησες. Καθώς περπατούσα στον διάδρομο άκουγα μόνο τα βήματα σου. Άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα, βρισκόσουν πίσω μου αλλά άκουγα την καρδιά σου να τρέχει. Επιτάχυνες μαζί μου, ήξερα πως θα με φτάσεις, πάντα ήσουν πιο δυνατός αν μιλάμε για σωματική ισχύ. έτρεξα και μπήκα στο μικρό δωμάτιο κλειδώνοντας γρήγορα την πόρτα. Ακούμπησα σε αυτήν λαχανιασμένη. Την χτύπησες δυνατά και ένιωσα σαν να μην υπήρχε αυτό το εμπόδιο μεταξύ μας, σαν να με χτυπάς κατά πρόσωπο.  "Άνοιξε μου. " Οι λυγμοί μου κάλυπταν τις ανάσες μου. "Πώς μπόρεσες; Γιατί κράτησες το παιδί;" Δεν ξέρω πως αλλά χτύπαγες τόσο βίαια, μία βία που δεν ήταν δική σου, μία βία που δεν στην έμαθα ποτέ εγώ. "Γιατί λες ψέματα για τον πατέρα; Άνοιξε μου γαμώτο." Ξεκλείδωσα την πόρτα και σε κοίταξα ευθέως. Τώρα μπορούσα να σε παλέψω γιατί εγώ είχα κάτι. Όλα όσα ένιωθα για σένα. Την πίστη μου σε σένα, που δεν έπαψε ποτέ. "γέννησες τον γιο μου", μου είπες αδύναμα. "όχι. είσαι λάθος. γέννησα τον δικό μου γιο. δεν θα παίξουμε με τις αντωνυμίες όμως. "
[..]
Βγήκα στην στάση του λεωφορείου δέκα ολόκληρα λεπτά πιο νωρίς από το ραντεβού μας, δεν με κρατούσαν οι τοίχοι του σπιτιού, έφυγα με ένα βιαστικό "γεια" και περπάτησα γρήγορα μέχρι εκεί. είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα και ανέβασα το φερμουάρ από το μπουφάν μου, είχα πάρει μαζί μου ένα μικρό σάκο. δεν ήταν ταξίδι, μου είχες πει, είναι η στιγμή μας και δεν χρειαζόμουν παρά εγώ και εσύ. διάφοροι περνούσαν από μπροστά μου μα δεν γνώριζα κανένα πρόσωπο. αναζητούσα το δικό σου.
χωρίς να το καταλάβω το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά μου. οι πόρτες άνοιξαν και ο οδηγός με ρώτησε αν θα ανέβω. ναι, αποκρίθηκα, απλώς περιμένω κάποιον. εκείνος έκανε στην άκρη και με κοίταξε διστακτικά. δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, δεν ξέρω αν πέρασε κάποια ώρα, κάποιο είδος της ώρας,δεν ξέρω όχι δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως ζητούσα τα μάτια σου να μου δείξουν πως όλα είναι πια ψέματα. ο οδηγός μου ζήτησε να ανέβω γιατί έπρεπε να ξεκινήσει. Όχι δεν είναι σωστό του είπα. Έρχεται. αυτό το λεωφορείο έφυγε. το ακολούθησαν άλλα δύο ή τρία στην διάρκεια της νύχτας. άναβα τα τσιγάρα και τα πέταγα γιατί αυτός ο άγνωστος μέσα μου δεν άντεχε τον καπνό.
μην τα πολυλογώ, δεν ήρθες ποτέ. έφυγα με το πρώτο πρωινό λεωφορείο και γύρισα στην Αθήνα.


Οπότε μην μου ζητάς να μην σε νιώθω νεκρό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου