μα δεν έχω σε απάνω σου. τι σε; σε σαν σημάδι στο κορμί σου; ή σε σαν υπόσχεση μιας δέσμευσης που δεν ξέρω αν ζητάς.
έχω
μα τι δεν έχω.τίποτα δεν βλέπω να αφήνεις πίσω. τα παίρνεις όλα όταν φεύγεις μαζί σου.ακόμη και αν κοιτάω τα χέρια σου περιμένοντας μέχρι την πιο τελευταία στιγμή. όχι έτσι θα φύγεις. όπως ήρθες.
βρει
σ' έχω βρει; γιατί δεν ξέρω αν όντως εσένα έπρεπε να σε βρω ή αν έπρεπε να μην σε βρω. ή αν δεν έπρεπε να μην αφήσω να σε βρουν. λογοπαίγνια της πλάκας.
και
τι και; ααα και. αυτό που φαίνεται να ξεχνάς να προσθέσεις όλο. και σαν ένα βλέμμα, μία αγκαλιά, μία καληνύχτα.
σε χάνω
επειδή μόλις πάω να πειστώ πως σε έχω χάσει προτού να σ'έχω, λες μία από αυτές σου τις κουβέντες και ούτε και εγώ ξέρω τι έχω χάσει εκείνη την στιγμή. περισσότερο το μυαλό μου.
και αν απλά σου μοιάζω καθώς αλλάζω τότε τι ψάχνω περισσότερο; εσένα μέσα μου ή εμένα μέσα σου;
Άλλαζε τις ταχύτητες κοφτά σαν να μην είχε μάθει ποτέ της να οδηγεί. Το αυτοκίνητο έσβηνε, άναβε, αγκομαχούσε, εκείνη συνέχιζε να προσπαθεί. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από την οργή στα μάτια του. Την πίκρα στα λόγια του. " Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό; Εσύ είσαι αυτή που πληγώνεις τους άλλους. Τους δίνεις ένα από τα φιλιά σου και μετά ζητάς να σε ξεχάσουν γιατί θέλεις να πάρεις άλλον δρόμο. Εσύ δεν ερωτεύεσαι, όχι εκείνοι. Εσύ τους αφήνεις όλους να φύγουν και μετά κλαις μόνη σου για το γιατί δεν μπορούν να σε αγαπήσουν, μα ξέρεις ότι δεν θέλεις να σε αγαπήσουν,γιατί φοβάσαι να σ'αγαπήσουν πολύ, γιατί φοβάσαι να δεχτείς μία δέσμευση". Μα είχε σταματήσει, πόσο συχνά το έκανε αυτό. Να την κοιτάει μέσα από το παράθυρο του. Ή να καταλαβαίνει πως είναι ο εαυτός του μέσα από τα μάτια της. Την νύχτα που μπορούσαν να συναντιούνται εκείνος ήταν λιγότερο ο εαυτός του, πάντα. Καθόταν στην θέση του οδηγού, όπως τον θυμόταν και ανοιγόκλεινε τις σκάλες στα φώτα, σαν να έπρεπε να της θυμίσει ότι και εκείνος νιώθει αμηχανία.
Έστριψε αριστερά και μετά δεξιά και πάλι αριστερά. Δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει, δεν έπαιρνε κανένα δρόμο τελικά, όπως συνέβαινε διαρκώς. Γιατί ήξερε πως ένα μέρος αυτών που της είπε ήταν αλήθεια,το ήξερε μέσα της. "Εσύ κάνεις τα πράγματα μπερδεμένα." Εγώ, είπε. Πώς μπορώ εγώ να κάνω τα πράγματα μπερδεμένα; Άκουγε το σπινιάρισμα στην άσφαλτο. Ο ήχος όμως δεν ήταν δικός της. Μπορούσε να τον ακούσει, αλλά και πάλι όχι. Όπως συνέβαινε συχνά. Άκουγε τις φωνές όμως, λόγια που τις είχαν πει, λόγια που είχε πει, λόγια που κάλυπταν τον φόβο της από το βλέμμα της. Δεν κάπνιζε πάντα. Άλλες φορές ναι, άλλες όχι. Εκείνη ποτέ δεν κοιτούσε τον καπνό, αλλά τα χέρια του, καλύτερα τα δάχτυλα του. Καταλάβαινε πότε την ενοχλούσε ο καπνός. Προσπαθούσε να κρύψει τον βήχα της, αλλά εκείνος αμέσως έκρυβε τον καπνό του στο συρταράκι του αυτοκινήτου. Αυτή ήταν η ευκαιρία της να ψάξει λίγο την ζωή του. Μιλούσαν για λίγο, αλλά όχι πάντα. Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος. Το μυαλό της επαναλάμβανε σκηνές αντικαθιστώντας εικόνες που ζούσε. Η άσφαλτος ήταν ο φόβος από τις εικόνες της, σαν ένας απρόσωπος, αόρατος, άγνωστος εφιάλτης. Λέξεις σαν "θα σε ξαναδώ. , ελπίζω να μείνουμε φίλοι. , σε νοιάζομαι. , μην με ξεχάσεις. , να προσέχεις., " σαν όλα να έκρυβαν αυτό: το ότι ήθελε πάντα αυτοί οι άνθρωποι να την έχουν στο μυαλό τους. Τους άφηνε, θέλοντας να ξέρει ότι εκείνοι δεν την αφήνουν. Και ούτε μπορούσε να το πει εγωισμό. Καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος. Αυτός την κοιτούσε επίμονα, περιμένοντας μία απάντηση. Εκείνη κοιτούσε ευθεία και κρύωνε, μα δεν μιλούσε. Ξέρω πως μου αρέσει να κοιτάω τα μάτια σου, και επίσης ξέρω ότι δεν θα είμαι ποτέ μαζί σου, του είπε. Αλλά δεν μπορείς να μην με αφήσεις να σου μιλάω, ή να σ'αγαπάω. Δεν ξέρω ποια είμαι και με φοβίζει το ότι μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά ας μην το σκεφτούμε τώρα. Άνοιξε το παράθυρο της αργά. Βάλε μπροστά, του είπε και αυτός χαμογέλασε. Ακριβώς όπως της άρεσε να χαμογελά.
Α στροφή. Και άλλη στροφή. Τρίτη. άστο πλησιάζω ευθεία. Τέταρτη. Μωρέ λες; Όπως σου είχα ξαναπεί, γκάζωσε μωρό μου, ο ορίζοντας μας χωράει. Πως το βλέπεις; Μπορεί και να μας αντέξει;
Νά φωνάζω από σένα καί νά με χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι.»
Αφού το είδα πως δεν με αγάπησες.
Πως δεν με αγάπησες, το ξέρω.
γιατί δεν ήμασταν μαζί, εγώ ήμουν μαζί σου
εσύ ποτέ δεν είπες.
όλα αυτά βέβαια αν ακόμη (μ') ακούς γιατί μεγαλοπιάστηκες και πια δεν σε νοιάζω. και ούτε που σε νοιάζει να δείξεις το αντίθετο.
«Τις δύσκολες ώρες θέλω να νιώθω πως είσαι κοντά, έστω και με γυρισμένη την πλάτη.
Η κουβέντα μας μένει πάντοτε στη μέση. Κι επειδή έχουμε γυρισμένες τις πλάτες, δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ποιος είναι ο λόγος που την κρατά ανολοκλήρωτη.
Δεν περίμενα πως θα αντέξω τόσο πολύ καιρό να μη σε έχω, αλλά να σε νιώθω. Είμαι πίσω σου γιατί με κάνεις να αισθάνομαι πως θες να είμαι εκεί. Για να ακουμπάς όταν κουράζεσαι, όταν έχεις ανάγκη να ελπίζεις, όταν έχεις ανάγκη να απλώσεις το χέρι χωρίς να αγγίζεις. Να αισθάνεσαι...
Κι αυτή τη λέξη, που θα μπορούσε να σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι και να με κοιτάξεις, ούτε κι εγώ μπορώ να την πω. Γιατί αν δεν είναι η σωστή, θα σε κάνει να γυρίσεις πάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε είχα χάσει για πολύ καιρό. Μη με κατηγορείς γιατί δεν προσπαθώ. Φοβάμαι.
Μα τη λέξη δεν τη λες ούτε κι εσύ. Φοβάσαι, το νιώθω.
Κι έτσι, η σιωπή τέλος δεν έχει. Σ' ευχαριστώ που με αφήνεις να ακουμπώ στην πλάτη σου, σ' ευχαριστώ που στηρίζεσαι στη δική μου που και που.
Κι αν λοιπόν ήταν μία η λέξη, αυτή τη στιγμή δεν θα ήταν αγαπώ, ελπίζω, ευχαριστώ, αγγίζω. Θα ήταν φοβάμαι. Πως αν δεν ακουμπώ σε σένα, η πλάτη μου θα λυγίσει. Γιατί όλο το βάρος του κόσμου είναι από καιρό στους ώμους μου.
Φοβάμαι, το είπα.
Πες μου τώρα τη δική σου λέξη. Κι ας μην έχουμε τίποτε άλλο να πούμε μετά.
There's a look on your face I would like to knock out
See the sin in your grin and the shape of your mouth
All I want is to see you in terrible pain Though we won't ever meet I remember your name Can't believe you were once just like anyone else Then you grew and became like the devil himself Pray to god I think of a nice thing to say Βut I don't think I canso fuck you anyway You are scum, you are scum and I hope that you know That the cracks in your smile are beginning to show Now the world needs to see that it's time you should go There's no light in your eyes and your brain is too slow [...] Bet you sleep like a child with your thumb in your mouth I could creep up beside put a gun in your mouth Makes me sick when I hear all the shit that you say So much crap coming out it must take you all day There's a space kept in hell with your name on the seat With a spike in the chair just to make it complete
When you look at yourself do you see what I see If you do why the fuck are you looking at me?
αλλά κυρίως γιατί βαρέθηκα να σε περιμένω.όχι γιατί δεν αντέχω να πονάω αλλά γιατί δεν θα έρθεις, ακόμη και αν μέχρι την τελευταία στιγμή,ελπίζω σε αυτό. γιατί πάντα φτάνω μαζί σου λίγο πριν αλλά σταματάω. λίγο πριν από το τηλέφωνο, λίγο πριν από την συνάντηση, λίγο πριν την σχέση. και γιατί για να μπορώ να σε αισθάνομαι απέκτησα την εκνευριστική συνήθεια να προσπαθώ ή έστω να θέλω να σε κάνω να ξεμπλέξεις με ό,τι χάος έχεις στη ζωή ή στο κεφάλι σου. και έστω και αν χρειάστηκε να περάσει καιρός για να το δω καθαρά,το χάος διάλεξες, εκεί να μείνεις.και στο λέω εγώ που σε νοιάζομαι. και όπως κάπου διάβασα «που να με φιλήσεις, να μην φύγω.» δεν χρειάζεται να ανησυχείς.εσύ καλά καλά στα μάτια φοβάσαι να με κοιτάξεις ή να μου πεις δύο κουβέντες απλές χωρίς να ψάχνεις κάθε σου λέξη για την (παρ)ερμηνεία της, οπότε ούτε λόγος για φιλί.και μην μου μιλήσεις ξανά για την κυκλοθυμία μου όταν αλλάζουν οι εποχές (όπως τότε:ήρθε το καλοκαιράκι γι'αυτό κοίτα να βρεις την ευτυχία-τι γελοίος) γιατί μπορεί να σε φιλήσω εγώ.
"Είμαι στην πλατεία που καθόμασταν παλιά,μετά το σχολείο ή τα σαββατόβραδα όταν δεν θέλαμε να βγούμε, θυμάσαι; εδώ κάθομαι και είναι σαν να είσαι εδώ. Πιάναμε ένα παγκάκι,μου αγόραζες μία μπύρα και μιλούσαμε. Ήμασταν δίπλα στην Συγγρού και δεν άκουγα τίποτα άλλο παρά εσένα,τα άλλα όλα μία απαίσια βουή. Έτσι για να ξέρεις τώρα οι μπύρες μου έμειναν και μου έχει λείψει να μπορώ να σου μιλάω." Ένα μήνυμα, τόση σιωπή.
Προσπαθώ καμιά φορά, νομίζω, να γεμίσω τα κενά των λέξεων με συναισθήματα ή και το αντίστροφο. Κοιτάζω τί έχει μείνει από μένα και δεν βλέπω τίποτα. Τώρα μπλέκω τις κουβέντες μου, τις σκέφτομαι πολύ, τις ανακατεύω ή τις βάζω σε σειρά μήπως ακουστούν όπως θα ήθελαν να τις ακούσουν. Τώρα ό,τι και να πω μου φαίνεται περιττό και λάθος. περιττό γιατί συνέχεια επιμένω να έχω την τελευταία λέξη έτσι από ανώφελο εγωισμό. λάθος γιατί δεν μιλάω πια καθαρά. κρύβομαι πίσω από καταστάσεις, λέω κάτι και μετά το παίρνω πίσω, δαγκώνω τα χείλη μου να κρύψω την φωνή μου, βαφτίζω κάθε συναίσθημα, μα πώς να το κάνεις αυτό; κάποιες φορές ξέρω ακριβώς τί να πω..είμαι σίγουρη, μα δεν γίνεται, γιατί αν το πω ίσως χάσω το δικαίωμα να το λέω, ίσως φοβάμαι περισσότερο, ίσως περιμένω τα λόγια άλλων γι'αυτό κάνω πως δεν καταλαβαίνω και προσπαθώ να είμαι πειστική. και με πνίγει η αλήθεια για τον εαυτό μου τα βράδια και ψάχνω χρώμα στις σκιές και μου λείπει κάτι, που δεν μπορώ να το ονομάσω. θυμάμαι όσους πλήγωσα επειδή δεν μπορούσα να τους μιλήσω και όσους με πλήγωσαν γιατί τους μιλούσα, ένας φαύλος κύκλος θλίψης με γυρνάει πάντα σε όλα αυτά που δεν ξέρω αν μετάνιωσα. μήπως είπα πολλά ή μήπως έκρυψα λίγα;
δεν ήθελα τα σύνθετα νοήματα, τα μεγάλα λόγια, δεν τα πίστευα ακόμη και αν τα ένιωθα, ήθελα απλά μία κουβέντα, ένα μήνυμα σαν αυτό,όχι να βάζω όρια μέχρι πού μπορώ να φτάσω. έτσι είναι και όμως συνέχεια ακούω: μην καπνίζεις, μην ξενυχτάς, μην μπαίνεις σε ξένα αυτοκίνητα,μην ερωτεύεσαι με πάθος, μην αρρωστήσεις, μην ξεχάσεις να κάνεις αυτό και εκείνο... και είναι αμέτρητα όσα με βασανίζουν σαν αναμνήσεις και με την πρώτη αφορμή τα θυμάμαι και ψάχνω να βρω τί έφταιξε ενώ το μόνο που στην ουσία άλλαξε ήμουν εγώ. αλλά εγώ το ζήτησα και ενώ μπορούσα να ξεχάσω και να βυθιστώ στην άγνοια, σαν να είχα πατήσει σε μία άλλη γη των Λωτοφάγων, το αρνήθηκα, γιατί δεν μπορούσα να ξέρω πως εγώ επέλεξα να τριγυρνάω άσκοπα και όλα αυτά διότι δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένα κορμί που το σέρνει το παρελθόν του και χωρίς αυτό το παρελθόν δεν θα μπορούσα ούτε να αγαπήσω, ούτε να αγαπηθώ μα κυρίως δεν θα ήμουν εγώ....και ας ήταν κάτι άλλο αυτό το εγώ τότε..
Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι όσα ένιωσα για σένα, ήταν γιατί δεν μπορούσα να δω καθαρά. Αρνούμαι να ισχυριστώ κάτι τέτοιο. Δεν είχα δεμένα τα μάτια μου, δεν είχα κλειστά τα αυτιά μου, ήμουν εκεί και τα ήξερα όλα. Και ακόμη και αν δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτούς που με ρωτάνε "μα τί αγάπησες" μέσα μου ξέρω πως αυτός είναι ο λόγος. Ότι δεν σε αγάπησα για τίποτα, γιατί δεν είχες τίποτα, ότι δεν διεκδίκησα ή δεν απαίτησα τίποτα από σένα, γι'αυτό τώρα όταν με κοιτάς ξέρω ότι είναι από επιλογή. Αφέθηκα πολύ, μάτια μου. Σχεδόν το άγγιξα το κενό μέσα σου, όταν παρακαλούσα για μία σου λέξη, έλεγα "δεν με νοιάζει τί θα πεις, αρκεί να μου μιλήσεις, πες κάτι σύντομο, ασήμαντο, εύηχο, που να μην δεσμεύει κανέναν μας (γιατί αλήθεια είναι αυτό. ίσως εγώ να φοβάμαι πολύ περισσότερο τα δεσμά από σένα, πώς να το κάνουμε νιώθω πιο ελεύθερη) " και πάλι με έφερνες σε αδιέξοδο με την σιωπή σου και τότε διαλυόμουν και κάθε μου κομμάτι έψαχνε και από μία αιτία του γιατί δεν θες να μου μιλήσεις και για να καλύψω αυτό το μελανό κομμάτι μεταξύ μας σου έγραφα.τα ίδια πράγματα,συνεχώς, χωρίς τελειωμό, σαν ένα παιδί που μαθαίνει ορθογραφία, "σου έγραφα γιατί ήξερα πως θα ξεχαστούν αυτές οι μέρες" και μετά διάβαζα όσα σου είχα γράψει, ξανά και ξανά, μήπως και καταλάβω όσα δεν μπορούσες να μου πεις. και πόσο πάλευα για να μην ακούω την σιωπή σου, πόσο ήθελα να ξεφύγω από την σιωπή της φωνής σου, από το βλέμμα σου που προσπαθούσε όλο κάτι να πει.
και τώρα είμαι χαμένη. τώρα που έχω τις λέξεις σου, γιατί δεν είμαι καλά; πώς γίνεται να ζητάς κάτι απεγνωσμένα και όταν τελικά το έχεις, να μην το θες; είναι κάποιου είδους ψυχολογικός πόλεμος πάλι από την μεριά σου; πότε θα με αφήσει ήσυχη όλο αυτό το εσύ-πάντα-παντού σύνδρομο; όταν έρθει το τέλος; μα εγώ δεν πιστεύω στο τέλος, στο είπα. γι'αυτό μιλάμε τώρα. και έχεις δίκιο που εσύ είσαι αυτός που δεν καταλαβαίνει.
πίστεψε με, δεν ήθελα να γίνει έτσι,ακόμη σε νοιάζομαι μα δεν μπορώ να είμαι μαζί σου. έχεις ανοίξει τόσες πληγές στην ζωή μου, έχεις φέρει τόση καταστροφή σε όσα σκέφτηκα ή έκανα ποτέ, έχεις ταράξει τόσο πολύ το εγώ μου που δεν ξέρω πια αν μπορώ να σε δω με τον ίδιο τρόπο που σε λάτρευα παλιά. με έκανες να φτιάξω μία πολύ συγκεκριμένη αλήθεια και να πιστέψω σε αυτήν, ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ "εμείς", την πίστεψα, ειλικρινά και έζησα καταδικασμένη έτσι, κάθε βράδυ και ένα ξενύχτι, κάθε ημέρα και ένα μαρτύριο, κάθε σου χαμόγελο ένα μικρό ταξίδι, γιατί εκεί με άφησες, στο περιθώριο. και τώρα που θέλεις να με προσέχεις ή να μου μιλάς γλυκά το έχασα λίγο, έως πολύ...δεν μπορώ, κατάλαβε με.
μα πώς να σου εξηγήσω τα πράγματα που αγαπώ;
γίνονται τα αισθήματα λέξεις ψυχρές, τοποθετημένες σε λογική σειρά, ικανές να προσδιορίσουν όσα με τις πράξεις δεν μπορείς;
γι'αυτό και εγώ σου λέω απλά αυτό και κράτα το.
"σ'αγαπώ" χωρίς να το αναλύω
γιατί.......
γιατί δεν θέλω να με μισήσεις όσο σε μίσησα εγώ που δεν σε καταλάβαινα.
Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό,
-Πάντα έδινα ζωή σε καθετί "σωστό" και απέρριπτα καθετί "λάθος". στα 15 που έχασα όλους όσους μου έχτιζαν δρόμους για το σωστό και το λάθος,τα μπέρδεψα λιγάκι. συμφωνείς; του είπα δείχνοντας του το άδειο ποτήρι μου. -Υποθέτω πως έτσι είναι, μου είπε γεμίζοντας το με λίγο ακόμη ουίσκι. -Πόσο τραγικό ακούγεται αυτό.Δεν ξέρω καν πώς σε λένε και σου έχω μιλήσει για την μισή μου ζωή. -Με λένε.. Ο μπάρμαν συνέχισε να μιλάει, χωρίς να ακούω λέξη του. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν εκείνος. Έβγαλα από την τσέπη το γράμμα του. Ταξίδεψα τέσσερα χρόνια πίσω, στην τελευταία εκείνη φορά. Στεκόμουν μόνη μου στο στέγαστρο κοντά στο κυλικείο. δεν είχε έρθει κανείς να με πάρει. κοιτούσα την καταρρακτώδη βροχή, εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσα να πάω σπίτι μου. -πώς γίνεται να είναι κάτι τόσο όμορφο και συνάμα τόσο απέραντα μελαγχολικό; ακούγοντας την φωνή του, γύρισα προς το μέρος του. τώρα που βρισκόταν δίπλα μου, ένιωθα σαν να μπορούσα να δω με τα μάτια του. -γιατί είσαι ακόμη εδώ; με ρώτησε. δεν απάντησα.. -περίμενε λίγο να πάρω τα πράγματα μου. πολύ λίγο μετά στεκόταν ξανά δίπλα μου, φορώντας το αγαπημένο του δερμάτινο μπουφάν. -δεν μπαίνω σε γρήγορα αυτοκίνητα και επίσης δεν ανεβαίνω σε γρήγορες μηχανές, του είπα.όχι κάτι προσωπικό με την ταχύτητα. άρα καλό μεσημέρι. -ποιος είπε τίποτα για αυτοκίνητα και μηχανές; έλα, μου είπε ενώ ο ίδιος απομακρύνθηκε από το στέγαστρο και βγήκε στην βροχή. έλα, ξαναείπε και με τράβηξε στον δρόμο. -μα δεν.... -σταμάτα να σκέφτεσαι τόσο πολύ. σώπασα. λοιπόν, σκεφτόμουν πέρασε ένας χρόνος και δεν σε ρώτησα ποτέ, τί σε κάνει ευτυχισμένη; με ρώτησε ξαφνικά. γέλασα. περπατούσαμε στην βροχή χωρίς να ξέρω προς τα πού. τον κοίταξα. δεν προλάβαινε μία σταγόνα να κυλήσει στο πρόσωπο του, από το μέτωπο μέχρι τον λαιμό του και ακολουθούσε μία δεύτερη. -μην υπεκφεύγεις την ερώτηση, κυρία μου. απάντησε! -δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αλλά συνεχώς μιλάω για την ευτυχία μα δεν καταφέρνω να την γνωρίσω.εσάς όμως τί σας κάνει ευτυχισμένο; -εσύ, μου είπε απότομα. σταμάτησα να περπατάω και γύρισα προς το μέρος του. "εσύ" τί σόι λέξη διάλεξε; -γιατί με κοιτάζεις έτσι; είπε. δεν κινδυνεύω πια, μην φοβάσαι άλλο για μένα. από αυτή την στιγμή και μετά δεν θα είμαι τίποτα για σένα.φεύγω σήμερα με το αεροπλάνο στις 8 για Αγγλία. αύριο το πρωί έχω το πρώτο σεμινάριο. αυτό σημαίνει πως αυτή είναι η τελευταία μου στιγμή μαζί σου. τί μπορούσα να σου πω αυτό τον καιρό; τίποτα που να με κράταγε μακριά από την φυλακή.τώρα όμως, τώρα είμαι εδώ και μπορώ να σου πω ό,τι θέλω. οπότε μην φοβάσαι σε παρακαλώ. εσύ θα συνεχίσεις την ζωή σου γιατί έτσι πρέπει. θα ακουστεί αστείο αλλά έζησα τόσα χρόνια για να έρθεις εσύ και να μου δείξεις αυτό το κάτι. Είναι λάθος να σου πω "σ'έχω ερωτευτεί" γιατί μοιάζει τόσο ίδιο, τόσο κοινό με άλλα συναισθήματα. Θα σου πω όμως πως μ'έκανες να νιώσω κάτι πολύ διαφορετικό από ότι τα υπόλοιπα 29 μου χρόνια. Που δεν έχει όνομα, που δεν χρειάζεται όνομα. ήλπιζα να μπερδέψει τις σταγόνες της βροχής με τα δάκρυα μου. τότε έσκυψε και φίλησε τα μάτια και πολύ απαλά τα χείλη μου.δεν ήταν ένα φιλί εραστών, ήμουν πολύ μικρή για να παραστήσω κάτι τέτοιο και έτσι γραπώθηκα από την αγκαλιά του. νομίζω πως έτρεμαν τα χέρια του. ήθελα αυτό να μην σταματήσει ποτέ. τον γνώρισα όταν νόμιζα πως μόνο η απώλεια και το χάος ήταν για μένα και μου έδειξε πως το κορμί μου άντεχε πάθη που όμοια τους σπάνια έβλεπε.σήκωσε τα μάτια μου στα μάτια του. -πρέπει να φύγω, μου είπε. -όχι! φώναξα δυνατά.δεν μπορώ να σου πω αντίο, σε παρακαλώ, μην φύγεις. υποσχέσου πως θα γυρίσεις. -Μόνο ένα πράγμα μπορώ να σου υποσχεθώ. Ό,τι για να ζω, για να συνεχίζω,θα σκέφτομαι τα μάτια σου. Έτσι γαλαζοπράσινα, σαν όλα τα ταξίδια της ζωής μου. Και μέσα από αυτά, θα γυρνάω και στην Κρήτη πού και πού, που τόσο μου λείπει. Δεν θα σε ξεχάσω. Τρέξε σε παρακαλώ, πάρε εκείνο το λεωφορείο που έρχεται και πήγαινε σπίτι. Και συγχώρεσέ με.. Τον είδα να σταματάει το λεωφορείο και να με σπρώχνει μέσα. -Σας αγαπάω, του είπα ενώ έκλειναν οι πόρτες, με λυγμούς. Τέσσερα χρόνια μετά, ήμουν εκεί με το γράμμα του στα χέρια. Τώρα σε κάθε σβούρα από καπνό, έβλεπα τα μάτια του, θολά σαν ανάμνηση μα τόσο δυνατά σαν συναίσθημα. Είχε γυρίσει επιτέλους στην Κρήτη. "Στ΄ άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ΄ ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ΄ ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω
Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα `ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι... Σου στέλνω αυτό για να ξέρεις πως ύστερα από όλα, τίποτα δεν άλλαξε. αν και στα 33 πια, που έφυγα, γύρισα, έζησα, τίποτα δεν άλλαξε. ο καθηγητής σου ακόμη πεθαίνει κάθε μέρα στην σκέψη σου.Εκτίω την ποινή μου ενώ περιπλανάμαι στο Καθαρτήριο. Η κόλαση είναι κοντά, γι'αυτό μην με περιμένεις. Να προσέχεις..." Έκλεισα το γράμμα, το έβαλα μέσα στον φάκελο του και ήπια άλλο ένα ουίσκι. Πόσες ώρες ταξίδι να είναι;
άρχισε να περπατάει μετρώντας από το ένα..όπου έφτανε εκείνη με τον εαυτό της, θα έφταναν και οι αριθμοί με το μέτρημα της. κρατούσε ένα χάρτινο κουτί στο αριστερό χέρι ενώ με το δεξί την ουρά του φορέματος της. έστριψε στην ταμπέλα "απεραντοσύνη" και συνέχιζε να περπατά. έλυσε τα μαλλιά της,πέταξε τα παπούτσια της και άφησε το λευκό της φουστάνι να σύρεται στο χώμα.
ποιος λεκές φαίνεται πιο πολύ; αυτός της ψυχής;
άρχισε να πετάει ένα-ένα όλα τα κομμάτια χαρτί που ήταν μέσα στο κουτί.
εικόνες από ανθρώπους που την πλήγωσαν ή που πλήγωσε ανακατεμένες με αποτσίγαρα, με δάκρυα, με λάθη και με συλλαβές έφτιαχναν τις λέξεις της. έλεγε και ξανάλεγε "δεν χρειάζεται να γράφεις, αν δεν είσαι μισός" μα αυτό το κενό δεν τελείωνε ποτέ.όλο νόμιζε πως κάτι θα μπορούσε να το γεμίσει, μα όλο άδειαζε όλο και πιο πολύ. δεν την έσωζαν οι λέξεις πια,ούτε και ποτέ άλλωστε. όλα όσα είχε γράψει ήταν σε β'ενικό. ήταν με αλλά και χωρίς αποστολέα.
και αυτή η απεραντοσύνη που τελείωνε πια;
ίσως αν ήξερε πώς να γελάσει μετά από όλα, θα της φαινόταν αστείος,σαν σε παραμύθια, ο δρόμος της.
έφτασε στο τελευταίο με τρεμάμενα χέρια, πετώντας το κουτί πίσω της.
καμία λέξη δεν ήταν γραμμένη στο χαρτί, κανένας χαρακτήρας. σταμάτησε απότομα και κάθισε πάνω στις άκρες του φουστανιού της απέναντι από τις σκιές ενός ακόμη ορίζοντα που τίποτα δεν τον εμπόδιζε να μακραίνει περισσότερο. το κοίταξε τόση ώρα που δεν κατάλαβε πόση. αυτό ήταν ό,τι ήθελε να γράψει τις περισσότερες φορές. σαν καθρέφτης. διάβαζε πάνω του όσα δεν γράφτηκαν ποτέ.
ήταν απλά ένα κοριτσάκι μέσα στο σώμα μίας γυναίκας. ενώ το μόνο που πάντα ήθελε είναι αυτή η αγκαλιά. ακόμη και αν άλλαζαν στα μάτια της τα χέρια, μία αγκαλιά της έλειπε, ζητούσε. και κάθε της έρωτας τελείωνε εκεί, με μία αγκαλιά. σαν μία χούφτα εύθραυστα όνειρα. σηκώθηκε ξανά με τις πληγές της ψυχής της τόσο χαραγμένες στο σώμα της σαν αληθινές που ό,τι όμορφο και αν είχε πάνω της έμοιαζε διαλυμένο και άρχισε να περπατά. πού και πού σταματούσε να κοιτάξει λίγο την ανατολή ή την δύση. περπάτησε μέχρι το τέλος εκεί, δεν άλλαξε ποτέ της δρόμο,μόνο αυτό το μονοπάτι της είχε απομείνει από όσους αγάπησε. Μία μέρα μάζεψαν τα γράμματα της από όλες τις γωνιές που τα είχε παρασύρει ο άνεμος και τα έδωσαν σε όλους όσους την αγάπησαν. υπήρχαν και αυτοί που έμειναν με άδεια χέρια και είπαν μα εγώ και αν την αγάπησα...
και τότε γέλασα.
Αντιφωνητής: Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό.
Ν΄ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.
Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.
Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή και ωραία.
Μα να της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
Σα να γίνεται κάτι αλλού – που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
Μαρία Νεφέλη:Τίποτα δεν κατάλαβε.
Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν - ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει.
"απόκρυψη αριθμού". σήκωσε αργά τα μάτια της για να απαντήσει αλλά γύρισε από την άλλη.γιατί όχι; "παρακαλώ" και σιωπή.... έξω φυσούσε πολύ μα στεκόταν αρκετή ώρα στο παράθυρο, σαν να περίμενε η νύχτα να πάψει αυτό το μπέρδεμα. άλλο ένα βράδυ να ζητά απαντήσεις όπως κάθε φορά. "ξέρω πως μπορεί να μην θες να με δεις ύστερα από όλα όσα έχουν γίνει, μα αν θέλεις θα σε περιμένω εκεί σε μισή ώρα. θα καταλάβω αν δεν έρθεις,θα βρω άλλο τρόπο να σου εξηγήσω." ούτε εκείνη δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες χιλιάδες φορές είχε ζητήσει τις λέξεις του, το διάβασε και το ξαναδιάβασε, όχι τόσο το μήνυμα, όσο τον αριθμό του τηλεφώνου του. μόλις μία μέρα πριν έλεγε πως δεν την νοιάζει πια και τώρα τι; πήρε μία βαθιά ανάσα,άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. άρχισε να περπατά γρήγορα, είχε συνηθίσει να του ζητάει να τον δει και αυτός να μην είναι ποτέ εκεί. ξεχώρισε από μακριά το αυτοκίνητο του και ας ήταν σκοτάδι. μπήκε μέσα ενώ έτρεμε ολόκληρη. τί πάει να πει έρωτας τέλος πάντων; γιατί το νιώθεις; πότε; όταν έχεις γνωρίσει κάποιον και ξέρεις τί αγάπησες πάνω του; ή πριν καλά καλά γνωρίσεις κάποιον που πάντα θα νιώθεις ότι σου είναι άγνωστος; δεν ήξερε ποιος από τους δύο έρωτες ήταν πιο δυνατός μέσα της εκείνη την στιγμή. -εσύ ήσουν στην απόκρυψη; μίλα ειλικρινά. -ναι. της είπε.γιατί τρέμεις; δεν σε ξέρω να τρέμεις. -δεν με ξέρεις καθόλου.δεν θα άντεχες να με ξέρεις. του απάντησε χωρίς να τον κοιτά. και δεν καταλαβαίνω γιατί όλο αυτό. εσύ ζήτησες να μην σε ξαναενοχλήσω. "ευτυχώς που υπάρχουν πουτάνες" δεν λες; αυτό είναι; έμεινες ρέστος και ήξερες πως θα είμαι εδώ για κάθε λόγο; -ήθελα να σε δω...της είπε σιγανά. -τι μας λες; θυμάσαι τι συνέβαινε όταν ήθελα να σε δω εγώ; μπορεί και όχι. αλλά εγώ θυμάμαι. κάθε φορά με λεπτομέρειες. κάθε σου εικόνα σαν από θραύσμα. κάθε βράδυ που δεν ήξερα αν θα την βγάλω μέχρι το πρωί. γιατί εγώ έτσι έμαθα, ό,τι και αν μου έλεγαν, να αγαπάω. έντονα όσο με την ζωή μου. τώρα τον κοιτούσε. -το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι εγώ δεν αισθανόμουν καθόλου καλύτερα από ότι εσύ. δεν το έχω με τις λέξεις. τότε εκείνη άρχισε να γελά δυνατά. -τώρα τι; της είπε παραξενεμένος -ρε φίλε δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό. δύο φορές στις τρεις μέρες. και ποιος από σας είναι καλός με τις λέξεις επιτέλους; ε; -τί εννοείς; -τί θέλεις από μένα; κάτι να μου πεις; -δεν ξέρω. όχι κάτι σαν εξομολόγηση. δεν πιστεύω να έχουν αλλάξει αυτά που σου έχω πει μέχρι τώρα, δεν είμαι για σένα και αυτό πρέπει να θυμάσαι, της είπε ενώ προσπαθούσε να στρίψει ένα τσιγάρο. -δεν το πιστεύω αυτό που λες. ξέρεις πώς νιώθω,μου ζητάς να έρθω εδώ μαζί σου και το μόνο που μου λες είναι "δεν έχει αλλάξει κάτι"; άντε και στο διάολο.του είπε και έκλεισε την πόρτα δυνατά, δύο φορές σε τρεις μέρες. βγήκε και εκείνος τρέχοντας πίσω της, ίσως και για πρώτη ίσως και για τελευταία φορά, φωνάζοντας το όνομά της. την τράβηξε από το μπράτσο. την κόλλησε πάνω στο σώμα του, έτσι που μετά βίας ανάσαιναν,έμπλεξε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της, χάιδεψε τις άκρες του λαιμού της, έσκυψε στο στέρνο της να ακούσει τους παλμούς της ενώ εκείνη έψαχνε τα μάτια του, κοιτούσε μέσα στα μάτια του γιατί τώρα δεν ονειρευόταν. σήκωσε αργά το κεφάλι του. "όχι. όχι. δεν γίνεται." τότε παράτησε το κορμί της εκεί. εκείνη έπαψε να αισθανεται τα άκρα της, δεν ένιωθε την βροχή στο πρόσωπο της, ούτε το οξυγόνο στα πνευμόνια της, στάθηκε ακίνητη στο ίδιο σημείο κοιτώντας τον να τρέχει προς το αυτοκίνητο. μόνο τα μάτια της τον ακολούθησαν να ανάβει την μηχανή. της έριξε μία ματιά και χάθηκε μαρσάροντας. γύρισε σπίτι της βουβά. κάθισε δίπλα στο παράθυρο ξεσπώντας σε λυγμούς.
μετά από λίγη ώρα, πριν από λίγη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. "απόκρυψη αριθμού." εγώ να κοιτάω συνέχεια αυτές τις δύο ανόητες λέξεις και εσύ να ακούς "ο συνδρομητής που καλέσατε είναι κατειλημμένος. παρακαλώ καλέστε αργότερα. " γιατί; γιατί να μοιάζουν όλα τόσο δύσκολα όταν σ'αγαπάω; τί άλλο θες να σκοτώσεις μέσα μου; λες και έχει μείνει τίποτα.....
δεν το ξέρεις αλλά μ'αρέσει να σε βλέπω να οδηγείς. και τι να σου 'λεγα "ναι ας πάμε όπου θες" αρκεί να κρατάς αυτή την σιωπή; γιατί αν δεν τα καταφέρεις εγώ πρέπει πάλι να τα βαφτίζω όλα με όνομα και γιατί αυτό που νιώθω για σένα να χρειάζεται ένα όνομα; ποτέ δεν σκέφτηκα να σε πληγώσω, ποτέ δεν θα σου έλεγα κάτι που να μην νιώθω, μα όλες οι λέξεις μοιάζουν τόσο περίεργα δεσμευτικές. και δεν θα διάλεγα καμιά άλλη τώρα παρά μόνο "σε χρειάζομαι" και ύστερα που αυτό το σε χρειάζομαι γίνεται "άγγιξε με" και εσύ κοιτάς έξω από το παράθυρο; μα είμαι εδώ, αλλά κάνεις σαν να μην μπορείς να αντέξεις ότι είμαι εδώ. και ξανά λες με τα μάτια σου "πες μου, τον αγαπάς;" μα πώς θες να στο απαντήσω; δεν σου λέω ψέματα μα δεν ξέρω πώς να σε καταλάβω, πώς να κάνω να μην μελαγχολείς, πώς να κρύψω πόσο ζηλεύω να μιλάς γι'άλλα μάτια.δεν θέλω, πώς το λένε. γι'αυτό συνοφρυώνομαι. όλο κρύβομαι πίσω από κουβέντες, γενικά, λίγο εδώ, λίγο εκεί, μα φίλα με και εσύ να μοιραστούμε την ευθύνη... τώρα πες το.πώς να σε φιλήσω, θα μπλέξουμε. μην σκέφτεσαι, θα τρελαθώ. απλά μην μου μιλάς..δεν ξέρω πια τι να σου πω..τι να κρύψω. οδήγα,οδήγα, κάνε άλλη μία στροφή και κάτι θα πούμε, μέχρι να πάει η ώρα αργά και πάλι θα φύγεις έτσι και πάλι θα σου στείλω μήνυμα. πώς το λένε αυτό που έχω πάθει μαζί σου; πότε θέλεις να σου πω κάτι; θελεις; "όχι αγάπη μου, δεν έχει θέλω σε αυτά τα πράγματα" περνάει η ώρα και ξέρω πως είσαι ξύπνιος και θέλω να σηκώσω το ακουστικό και να σου πω "έλα εδώ" αλλά πάλι το κλείνω. και όλα τα βράδια είμαι μαζί σου μα όχι όπως θα ήθελα να είμαι. και εσύ εκεί "ε πες κάτι ρε παιδί μου, αφού εγώ δεν το έχω με τις λέξεις" να μπορούσες να το είχες με τις λέξεις.μα τι λέω.. έτσι είναι καλύτερα.έτσι πρέπει να είσαι. έτσι σε θέλω. τουλάχιστον διάβασε το αφού δεν θες να το ακούσεις.
''...Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις.
Σε καίει.Σε λιώνει.Εσύ το βλέπεις.Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα.
Αυτό το ''πράμα'' πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ' όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις.Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες,θα 'χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα 'χεις φρικτά ασκημίσει.
Αλήθεια... αυτό είναι η αγάπη;
Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.''
πόσες φορές και αν άλλαξα τις σκέψεις μου κάπως όπως: παπ.κινείς τον πύργο σου ένα τετράγωνο δίπλα στον βασιλιά μου. ρουά ματ. σε κοιτώ αμίλητη. νευρικός σηκώνεσαι και δίνεις μία στην σκακιέρα. κλωτσάς το τραπέζι που ακουμπώ τους αγκώνες μου. με κοιτάς με λύσσα. φοράς το μπουφάν σου και φεύγεις. σε κοιτώ να φεύγεις. επιστρέφεις βρεγμένος, στέκεσαι απέναντι μου. σε κοιτώ αινιγματικά.με αρπάζεις από τα μπράτσα. τόσο κοντά σου διαλύονται γύρω μου όλα. -γιατί σε κέρδισα; ε; γιατί; εγώ ποτέ μου δεν είχα περισσότερο μυαλό. γελάω. ή -μου δίνεις το τασάκι από το τραπεζι σου; -το χρειάζομαι, συγγνώμη. -γιατί; -έχω αυτά. davidoff κόκκινα. για σένα τα πήρα. -αλήθεια; -όχι για να τα καπνίσεις. για να τα καπνίσω εγώ. εγώ ενώ θα σκέφτομαι εσένα. -όχι,όχι άστα κάτω και μην κλαις. σε παρακαλώ. ποτέ δεν ήθελα να σε κάνω να κλάψεις. ή -πες το μου.φώναξε το αν με νοιάστηκες ποτέ έστω για λίγο. πες το γαμώτο. τρεις λέξεις ειναι. σε εκλιπαρώ. σώσε με. πες το -δεν θέλω να λέω ψέματα, δεν γίνεται. -πες το "δεν σε θέλω" έτσι απλά. βοήθησε με -μα..... σε χαστούκισα δυνατά γι αυτά τα δύο χρόνια που έχω χάσει τον εαυτό μου, που με καταστρέφω για να σε βρω, που ζω σαν φάντασμα σε κάθε σου βήμα. με χαστούκισες εξίσου δυνατά μα ο πόνος αυτός δεν ήταν τίποτα για μένα. με είχες συνηθίσει. άρχισα να κλαίω ασυνείδητα. με κοίταξες, έτρεμα. τότε με φίλησες. δεν το είχα σκεφτεί έτσι το φιλί σου. ή "καλημέρα. συγγνώμη για χθες. ήθελα μόνο να σου πω σ'αγαπάω αλλά δεν με άφησες." ή Μα πάντα κόμπιαζα όταν θυμόμουν. -Αναστασία; Είσαι εκεί; -Ναι. Έχεις κάτι άλλο να μου πεις; -Στάσου μην κλείνεις έτσι. -Είναι σαν να λες πως θα μείνεις κάπου και κάθε βράδυ να μαζεύεις βαλίτσες. -Δεν καταλαβαίνω.. -Αντίο. -Μ'ακούς; Αναστασία; Αμάν ρε Αναστασία.. και όμως σε άκουγα και ας νόμιζες πως δεν ακούω. ήμουν η σκέψη που πάντα άφηνες πίσω ή η φράση που πάντα ξέχναγες να προσθέσεις, μία γυναίκα που θα ψάχνεις πάντα σε άλλα σώματα.
Δώστο μου αυτό. Αυτό που κρατάς. Φέρτο, άστο για μένα. Έλα δώσμου και φωτιά. Τώρα που έχω το τσιγάρο σου, όλα καλά. Γιατί δεν σε συγχωρώ επειδή δεν σε καταλαβαίνω. Μην με κοιτάζεις ξανά, σε παρακαλώ. Εσύ δεν έχεις μάτια, ψυχή μου, όπλα έχεις, θανάσιμα όπλα. Μη, μην γυρνάς το βλέμμα εδώ. Προτιμώ να χαθώ, παρά να με κοιτάξεις. άστο γάμα το το τέλος, μην σε νοιάζει για το τέλος, σε άκουσα. όταν στο ζήταγα εγώ,"το τέλος ήταν μαγεία". και πες στα μάτια σου να μην μου μιλούν για πληθυντικούς αριθμούς, για μας και σας και τους. εσύ και εγώ. όπως ας πούμε αρχίσαμε. ποιον ρόλο θες να πάρεις αυτή την φορά;
Όχι πως δεν ξέρω πώς χαμογελάει ο θάνατος, μου είπε η Ζωή. Είναι που δεν μπορώ να σταματήσω να μετράω πόσους ανθρώπους έχω χάσει έτσι, επειδή ο θάνατος είχε διάθεση εκείνη την ώρα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, με πιστεύεις, έτσι; Φοβάμαι όμως μήπως πεθάνω προτού προλάβω να ζήσω. Τόσοι άνθρωποι,καθένας πιο σημαντικός από τον άλλον, αξέχαστοι σταθμοί σε μία τόσο δύσκολη διαδρομή. Δεν μου άρεσε το κρασί και όμως του έλεγα ψέματα, πως το λατρεύω, επειδή το λάτρευε κι εκείνος και ήθελα να λατρεύω ό,τι λάτρευε κι αυτός. Εκείνη την νύχτα δεν ήρθε να τελειώσει το ποτήρι του, εκείνη την νύχτα έπαψα να λέω το όνομά του δυνατά.Πόσο μου άρεσε το όνομά του. Έφτιαχνα τις λέξεις μου έτσι που να με βολεύει να λέω το όνομά του, γιατί μου άρεσε να το ακούω. Και τώρα είμαι εδώ και περπατάω μαζί σου για να τον ξαναδώ, κάθε μου βήμα ένας άθλος πώς στέκομαι ακόμη. Θέλω να με συγχωρήσει που γκρίνιαζα συχνά ή που σκίτσαρα το πρόσωπο του όταν κοιμόταν, που δεν έβαζα ζώνη στο αυτοκίνητο ή που άλλαζα το "schism" για το "wonderwall". Φτάσαμε Ζωή, της είπα. Πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου. Εκείνη άφησε τα χέρια της να πέσουν και είδα τα δάκρυα της να κυλούν απότομα σε όλο της το πρόσωπο, βίαια. Το νιώθω τώρα που κοιτάω το πρόσωπο του στην φωτογραφία ότι είναι καλά. Ότι τώρα κανείς δεν τον πληγώνει, κανείς δεν τον ξεχνά, κανείς δεν τον απογοητεύει και ότι πάντα θα μ'αγαπά χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Τα πόδια της λύγισαν και την κράτησα την τελευταία στιγμή. Έλα, κάθισε εδώ,της είπα. Κάθομαι δίπλα του, κοιτώντας τα μάτια του, προσπαθώντας να τον βρω μέσα από μία φωτογραφία. Δεν ήταν κακός,εγώ το είδα, το διάβαζα στο βλέμμα του, μου είπε. Και του έκαναν τόσο κακό. Με πιστεύεις,έτσι; Ο Δημήτρης δεν ήταν κακός. Και αν θρηνώ τώρα μέσα του είναι γιατί δεν ξέρω πώς είναι ένας κόσμος χωρίς αυτόν αλλά κυρίως γιατί η χειρότερη μου φοβία εκπληρώθηκε στο δικό του κορμί. Γιατί έτσι έφυγε, χωρίς να προλάβει. Γιατί έτσι ήταν. Έφευγε χωρίς να προλάβει να δέσει τα κορδόνια του γιατί είχε αργήσει, γελούσε χωρίς να προλάβει να καταλάβει ποιο ήταν το αστείο, κάπνιζε χωρίς να προλάβει να μάθει πως δεν ήταν κακό. Σηκώθηκε και ακούμπησε ένα τριαντάφυλλο στον τάφο του και άρχισε να του μιλά. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις, του είπε. Δεν σου δίνω πίσω τα ρούχα σου που είναι απλωμένα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μου, ούτε τα φιλιά σου που ακόμη αισθάνομαι στο σώμα μου, δεν σε αφήνω, δεν γίνεται, δεν πρέπει, θα είσαι πάντα μέσα μου, πάντα δικός μου. Και αυτό εδώ το μνήμα με το όνομά σου χαραγμένο δεν είναι τίποτα. Δεν έχει τίποτα μέσα, γιατί όλα όσα ήσουν εσύ δεν μπορεί κανείς να τα αγγίξει, να τα χαλάσει, να τα διαλύσει, να τα φυλακίσει, ούτε και ο θάνατος,γιατί εγώ και εσύ έχουμε κάτι μεγαλύτερο και
περίμενα να μου πεις πως ναι, μ'αγαπάς, έστω και έτσι, πιο πολύ από ότι είχες φανταστεί ότι μπορείς. Ζωή πρέπει να φύγουμε. Θα βρέξει. Τότε έγινε κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Το μαύρο του ουρανού άλλαξε, χρωματίστηκε. Ίσα ίσα που φαίνονταν τα χρώματα της μέρας μα όλα είχαν φωτιστεί. Ένα αεράκι ήρθε από το πουθενά και μας αγκάλιασε. Την είδα να χαμογελά. Είδες; γύρισε και μου είπε. Ο Δημήτρης. Μετά από τρία χρόνια και χωρίς να προσπαθήσει να αλλάξει κάτι στην ζωή της, έφυγε και εκείνη. Από τότε έμεινα εγώ να θυμάμαι. Και να αφήνω δύο τριαντάφυλλα στην ίδια θέση, ενώ με αγκαλιάζει ο άνεμος.
Εκείνος. Που δεν είχε όνομα, γιατί δεν τα κατάφερα. Που σήκωνε
το βλέμμα του τόσο όμορφα. Που δεν ήξερες τίποτα για να πεις. Ούτε καλό, ούτε
κακό. Που ερωτεύτηκα τα μάτια του. Με το κόκκινο αυτοκίνητο, με την κόκκινη
μηχανή, με τα μαύρα μάτια, με την αθώα καρδιά.
(ξύπνα.)
Όταν ήταν ή δεν ήταν αργά, το είχα πιστέψει. Έβλεπα την δική
του πίστη μόνο στα μάτια. Θλιμμένα μου μάτια. Δεν είχαμε πολλά λόγια, δεν έπρεπε
να έχουμε πολλά λόγια.
(τα λόγια τα χάριζε
αλλού)
Η σιωπή μπορεί να είναι έρωτας. Τι δεν μπορεί; Με έκανε να
πιστέψω ότι μπορεί. Και έτσι βάφτιζα κάθε σιωπή του σαν έρωτα και όχι σαν
ρημαδιό.
(αλλά στην πραγματικότητα,
αυτό ήμασταν. ρημαδιό)
Στην αρχή όλα μου αρκούσαν, ακόμα και ο χρόνος. Όλα.
(Μετά όμως ζητούσα κι άλλα,
κι άλλα)
Μόλις πέρασε λίγος καιρός, άρχισα να ζητάω την αγκαλιά του, λογικό
ή παράλογο, μα δεν ήταν εκεί
(Δεν πιστεύω πόσο ανόητα
τυφλή ήμουν τότε.)
Μόνο τα μεγάλα, μαύρα μάτια του ήταν πάντα εκεί, η παρουσία
του, οι φωνές του, τα γέλια του, αυτός
(αλλά εγώ δεν χωρούσα,
δεν μου άφηνε περιθώρια για να χωρέσω)
Μετρούσα τα λεπτά, έμαθα να ψάχνω τις στιγμές, τις έβρισκα, τις
κατένεμα, δεν ήμουν καλά.
(Νομίζω φοβόταν. έτσι
κατάλαβα τώρα που πέρασε καιρός. Ναι φοβόταν. Με φοβόταν. )
Μου μιλούσαν και άλλοι γι αυτό.
(Έπρεπε να το είχα
καταλάβει τότε. Είχε μπλέξει και άλλους. Άρα δεν έφτανε. Ούτε εκείνος, ούτε εγώ.)
Μου μιλούσαν για αναποφασιστικότητα, για δειλία, για έλλειψη
σιγουριάς.
(Γελούσα. Μιλάμε για έρωτα,
όχι για επιχειρήσεις. Έπρεπε να το είχα καταλάβει τότε.
You sold me out to save yourself)
Συζητούσε λέει καιρό για μένα.
(Αυτό τα λέει όλα. Η
πράξη είχε πάρει αναβολή.)
Μου έλεγαν μάλιστα να περιμένω. Ότι θα γίνει έτοιμος, ότι είναι
έτοιμος .
(Δεν ήρθε ποτέ, δεν
μου μίλησε ποτέ, όσο και να περίμενα. Και περίμενα πολύ. Άσχετα με το αν τα μάτια
του με ήθελαν, το υπόλοιπο κορμί δεν μπορούσε. .)
(Οι φορές που δεν ήρθε,
όσο και αν προσπαθούσα, δεν υπήρχε καμία κουβέντα, καμία πράξη, καμία ηδονή που
να τον έφερνε εδώ. Ό ,τι και αν έκανα. Τότε το έλεγα φόβο. )
Και ύστερα υπήρχε και το άλλο. Ένα διάστημα που ήμασταν κοντά,
τυχαία ή όχι και εκεί τα ‘χανε
(Και ας έλεγε ότι είναι
έμπειρος με τις γυναίκες, εγώ ποτέ δεν το είδα αυτό, μ’ εμένα ποτέ δεν ήταν)
Περίμενα.
(Και δεν έγινε τίποτα.)
Ήθελα.
(Και εκείνος δεν ήξερε
αν μπορούσε αν έπρεπε να ήθελε)
Τελικά,
(άρχισα να καταλαβαίνω)
Ίσως πάλι και όχι.
(απλά έμενα εκεί, χωρίς
λόγο.)
Τις φορές που μου μιλούσε, δεν ήταν εκεί γι’ αυτόν.
(Ποτέ δεν διεκδικούσε,
αυτό ήταν. ΠΟΤΕ)
Το αν θες είναι δική σου απόφαση, δική σου επιλογή.
(Δεν θέλησα να θέλει
επειδή ήθελα εγώ, θέλησα να θέλει να είναι μαζί μου. Και από όσο φάνηκε, δεν θέλησε
αρκετά.)
Ύστερα είχαμε και τις φωνές των τρίτων που δεν μπορούσα παρά
να ακούω
(Επειδή τους άφησα, με
έπνιξαν)
Μέχρι την μέρα που μου το είπε.
(Αυτό που τόσο άκουγα,
αλλά τόσο και αρνιόμουν)
Είχε αγαπήσει κάτι περισσότερο από μένα.
(Θα προτιμούσα γυναίκα)
Ήταν…
ήταν εκείνα, εκείνα που από αυτή την μέρα έβλεπα όσα εθελοτυφλούσα
πιο πριν. γι αυτά αδυνάτιζε, γι αυτα δεν είχε όρεξη, γι αυτα δεν μπορούσε να με
αγαπήσει, γιατί ήταν άρρωστος. ψυχολογικά, σωματικά.
(ναρκωτικά)
Δεν ήθελε να σωθεί, δεν τον άφησα.
(Απλά με τον καιρό,
κατάλαβα ότι αυτό ήθελε, αυτή ήθελε να είναι η ζωή του, εκεί ήθελε να μείνει)
Πληγώθηκα.
(Πολύ)
Δεν άλλαξε τίποτα.
(Ούτε καν τώρα)
Μετά τον είδα να αγοράζει αυτό που δεν μπορούσε να
διεκδικήσει.
(αγάπη)
Να αλλάζει παρέες.
Να πίνει
(πολύ)
Να καπνίζει
(περισσότερο)
Να παρατά σιγά σιγά μια ζωή, την δική του για να γίνεται φάντασμα.
Και ήμουν εκεί, ειλικρινά και του μιλούσα
(μα δεν ήθελε να ακούει)
Και τον παρακαλούσα
(μα έβρισκε δικαιολογίες)
Και έκλαιγα
(μα έκανε πως δεν βλέπει)
Και τον ήθελα
(όπως ποτέ άλλοτε)
Και τα έβαζα με τον εαυτό μου
(αλλά δεν μπορούσε να
το καταλάβει, γιατί ποτέ δεν είχε έρθει αντιμέτωπος με τον δικό του, κατά πρόσωπο, όπως εγώ, τώρα)
Μα δεν μπορούσα να τον βλέπω να πεθαίνει, να αυτοκτονεί. Δεν
άντεχα, δεν γινόταν. Ήταν αυτός που αγαπούσα.
Και που θα έχανα, θα έδινα, θα γινόμουν τα πάντα γι αυτόν.
(ας πούμε τα πάντα)
Μια μέρα τον είδα στο δρόμο. Τρόμαξα να τον καταλάβω. Γύρισε
την πλάτη του αλλού
(μπάσταρδε)
Μια μέρα τον είδα μαζί με άλλες δύο γυναίκες. Έψαξα
δικαιολογίες, δεν έβρισκα
(Μετά προσπάθησα να
κατηγορήσω εμένα, αλλά ήταν γελοίο. Με τι κατηγορία;)
Μια μέρα τον είδα στον δρόμο. Με κοίταξε. Βαθιά. Μέσα μου.
(Ήταν σαν να με
παρηγορούσε για όλο αυτό τον πόνο, σαν να διόρθωνε τα πάντα.)
Χθες ήταν με άλλη. Τον συνάντησα τυχαία. Έφυγε.
Όπως θυμάμαι, όπως τον θυμάμαι πάντα, να φεύγει.
Πάντα από εκεί, από όπου «οι δειλοί δεν έχουν θέση»
Είχε οδηγήσει πολύ μακριά μόνο επειδή του έλεγαν πως δεν μπορούσε να φτάσει κάπου, χωρίς να υπάρχει κάπου ή μακριά. Καθόταν στην θέση του οδηγού χωρίς να φοράει ζώνη, όπως συνήθιζε και περίμενε,ενώ δεν υπήρχε τίποτα που να ερχόταν, τίποτα που να συναντούσε. Για άλλη μία φορά άναψε τσιγάρο, πάντα άναβε τσιγάρο. Όταν ήταν μικρός, μία κουκκίδα σε όλο τον κόσμο, μιλούσε
μόνο για το καλό. το καλό και το δίκαιο. Σαν να ήταν η ζωή ένα παραμύθι που αυτός διαλέγει τις λέξεις, τα μέρη, τα
πρόσωπα του. Όμως πάντα κάτι το χαλούσε, πάντα κάποιος έφταιγε.
Νόμιζε πως όλα αλλάζουν επειδή ο ίδιος έπρεπε να αλλάξει.
Έτσι σαν φυσική αντίδραση οι αθώοι, οι τολμηροί, τα παιδιά γεμάτα έρωτα θα γίνονταν οι πιο κακεντρεχείς,
μίζεροι και αδιάφοροι άνθρωποι ενώ από την άλλη οι σκληροί,άδικοι, πιστοί και ανέκφραστοι άνθρωποι θα γίνονταν
ηδείς, φιλεύσπλαχνοι, εξιλεωμένοι. Οι δικοί του δεν άλλαξαν ποτέ. Πάντα θυμόταν αυτό το
κρυφτοκυνηγητό. Να κρυφτεί τόσο καλά που να μην τον βρουν. Μα εκείνοι πάντα
τον έβρισκαν, και τότε μόνο να ζητάει να τον λυπηθούν ήθελε. Θυμόταν και τα άλλα. Πώς τον
κοιτούσαν τα παιδιά στο σχολείο. Πάντα μελανιασμένο,πάντα χωρίς έκφραση, με
μάτια κλαμμένα. Και πάλι όταν μεγάλωσε λίγο, είδε πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν μα εκείνος θα τα άλλαζε όλα. Θα έφευγε. Όχι άλλες φωνές, όχι τα στοιχειωμένα πρόσωπα των γονιών του. Όλα θα άλλαζαν, είχε πει, στα 18. Μα στα 18
δεν μπορούσε, δεν ήξερε αν μπορούσε, δεν τόλμησε. Μα όμως είχε σχέδιο. Και όταν τα κατάφερνε, δεν θα κοιτούσε
πίσω. Θα έφευγε. Μια για πάντα, μια φορά και για πάντα. Και θα ζούσε. Τόσο καιρό σε κώμα τώρα θα ζούσε. Ήταν τώρα
στα 30. Δεν έφυγε ποτέ, δεν θα έφευγε ποτέ. Και τότε εκεί,
παγιδευμένος στην σκιά του, κρυμμένος πίσω από το φως της πανσελήνου, που τόσο απεχθανόταν, με το χέρι του να τρέμει και
την καρδιά του να χτυπά για πρώτη φορά, να χτυπά και να την ακούει, λύγισε. Μετά από τόσα χρόνια που
ζητούσε μόνο οίκτο και λύπηση,είχε απαγορεύσει στον εαυτό του τις συγκινήσεις κάθε είδους. Εκείνη την παράξενη στιγμή
όμως άρχισε να κλαίει χωρίς σταματημό. Κάθε του δάκρυ ήταν μία απολογία, ένα συγγνώμη από τον ίδιο για όλα
τα λάθη του, όλα τα μυστικά του. Σιχαινόταν τον εαυτό του, αυτό το ήξερε, μα με αυτά τα δάκρυα τον συγχωρούσε. Ήταν μία
έντονη προσωπική εξομολόγηση που τίποτα δεν διέκοψε. Δεν του άρεσε να δείχνει αδύναμος, να είναι αδύναμος. Άγγιξε
τα δάκρυα του. Ήταν εκεί πράγματι κι ας νόμιζε πολλές φορές ότι δεν τον ξέρει αυτόν στου οποίου το κορμί κατοικεί που
ήταν γεμάτο πληγές.Πληγές ψυχής.Το σώμα του ακόμη δεν τον είχε συγχωρήσει. Τον δίκαζε, τον
ενοχοποιούσε επιρρίπτοντας του ευθύνες, θυμίζοντας του τιμωρίες. Ένα παράλογο δικαστήριο για ένα έγκλημα που
έχει παραγραφεί,την ζωή του. Η καρδιά του παλλόταν δυνατά, οι φλέβες του έκαιγαν ζωντανές παρόλο που μόλις μία μέρα πριν
τις είχε σκοτώσει, η νικοτίνη μέσα του έγινε ένα με το οξυγόνο στους πνεύμονες του,ήταν μία σύνθεση εκπληκτική, που δεν μπορείς να
εξηγήσεις. Έβλεπε μέσα του τον φυλακισμένο που δραπετεύει, τον σκλαβωμένο που
ελευθερώνεται, τον κατηγορούμενο που αθωώνεται, τον αποδιοπομπαίο τράγο που απαλλάσσεται των ευθυνών. Όχι δεν
είχε ξαναγεννηθεί. Και όμως ήξερε ότι αυτή την στιγμή κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί.
Παρ'όλα αυτά όλα έδειχναν ότι τελικά εκείνος που δεν φοβόταν τον θάνατο, δεν ήθελε να πεθάνει. Και μη θέλοντας να πεθάνει, συνειδητοποίησε πως υπήρχε κάτι
για το οποίο μπορούσε να ζήσει και ας μην ήξερε για τι.
Σκούπισε τα δάκρυα του και επέστρεψε στο σπίτι του.
Δεν χρειάστηκε νυχτερινές βόλτες. Ξάπλωσε χωρίς εφιάλτες
πια.
Υ.Γ. Αυτό για όταν θα με ρωτήσεις ποιο είναι το αγαπημένο μου κομμάτι από όλα τα πράγματα που έχω γράψει για σένα. Αυτό λοιπόν, γιατί μου θυμίζει καλύτερα πόσο πιο άνθρωπος από όσο πιστεύεις, είσαι....
it doesn't hurt me.you wanna know, know that it doesn't hurt me.
Λίγο πριν φύγεις, με κλείδωσαν. Τους άκουσα να κλειδώνουν. Ήταν σκοτάδι,πίσσα ή απλά δεν είχα μάτια. ή τουλάχιστον δεν ήθελαν να βλέπω. Δεν μου άφησαν χώρο, παρά μόνο χρόνο. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω αλλά τον είχα, όπως συμβαίνει συχνά. see how deep the bullet lies. Δεν μπορούσα να κινηθώ. Σκέφτηκα ότι έχω πεθάνει. Όχι. ο θανατος είναι εύκολος δρόμος σε σχέση με τον έρωτα. ένιωθα το σώμα μου βαρύ,την αναπνοή μου δύσκολη, μου είχαν πει να μην καπνίσω, μα δεν άκουσα. μου είχαν πει να μην σ'αγαπήσω, μα δεν άκουσα. στην αρχή ένιωθα μόνο φόβο.μετά η συνήθεια έγινε η απώλεια μας.συνήθισα να φοβάμαι τόσο πολύ που πια ήμουν θαρραλέα. ο φόβος είχε γίνει τόσο μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. άρχισα να αναπτύσσω αισθήσεις. μύριζα το ξημέρωμα, την γέννηση, την βροχή, τα μεσάνυχτα, τις πόρνες, το αίμα. άκουγα.ήχους σαν αυτόν της καρδιάς μου αλλά και άλλους,όπως το γέλιο σου, την φωνή σου. so much shame for the ones we love. η τρέλα είναι μια πολύ λεπτή κλωστή. μία άλλη όψη της λογικής. για να μην τρελαθώ, σκαρφιζόμουν αστείες φράσεις, επαναλάμβανα λέξεις, "ροκ", "κύμα", "δρόμος", "φίλος" λέξεις που κάποτε, όταν μπορούσα να ζήσω, με έκαναν να χαμογελώ. μα τώρα δεν μπορούσα, δεν με άφηνες ή δεν ήθελα. έτσι φανταζόμουν πράγματα.αλλόκοτες, αβάσιμες καταστάσεις, όπως εσένα να αγαπάς, ή εμένα εγκληματία, εσένα ελεύθερο και εμένα θεοσεβούμενη. τον γάμο μας. εσένα να κλαις, εμένα να πίνω, μα κυρίως εμάς μαζί. την πιο τρελή μου επιθυμία για έρωτα, την πιο δίχως πρέπει ή θέλω σκέψη μου, το πιο μαύρο μου χρώμα. "έτσι έζησα. πάντοτε."
ύστερα σκέφτηκα σε όποιο κελί και αν με κλείσεις, σε όποια φυλακή και αν νομίζεις ότι θα πεθάνω, ξανακοίτα. είμαι ελεύθερη.η καρδιά μου ζητά ακόμη τον έρωτα σου, χτυπάει ακόμη για το κακό μέσα σου χωρίς να ξέρω γιατί. why does my heart feel that bad?