Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, 
ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς —
 εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, 
ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια,
 ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες 
γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν,
 πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι. 
          Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τὶς πόρτες,
 ὥσπου μάζεψα τὰ χαρτιά μου, τὶς τύψεις μου κι ἔφυγα. 
  Μὰ στὸν πρῶτο σταθμὸ εἶδα πάλι ἐκεῖνο τὸ παιδικὸ φτερὸ καὶ κατέβηκα.
Ἀπὸ τότε ἔμεινα γιὰ πάντα στὴν Κόλαση.


~Τ.Λ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου