άρχισε να περπατάει μετρώντας από το ένα..όπου έφτανε εκείνη με τον εαυτό της, θα έφταναν και οι αριθμοί με το μέτρημα της. κρατούσε ένα χάρτινο κουτί στο αριστερό χέρι ενώ με το δεξί την ουρά του φορέματος της. έστριψε στην ταμπέλα "απεραντοσύνη" και συνέχιζε να περπατά. έλυσε τα μαλλιά της,πέταξε τα παπούτσια της και άφησε το λευκό της φουστάνι να σύρεται στο χώμα.
ποιος λεκές φαίνεται πιο πολύ; αυτός της ψυχής;
άρχισε να πετάει ένα-ένα όλα τα κομμάτια χαρτί που ήταν μέσα στο κουτί.
εικόνες από ανθρώπους που την πλήγωσαν ή που πλήγωσε ανακατεμένες με αποτσίγαρα, με δάκρυα, με λάθη και με συλλαβές έφτιαχναν τις λέξεις της. έλεγε και ξανάλεγε "δεν χρειάζεται να γράφεις, αν δεν είσαι μισός" μα αυτό το κενό δεν τελείωνε ποτέ.όλο νόμιζε πως κάτι θα μπορούσε να το γεμίσει, μα όλο άδειαζε όλο και πιο πολύ. δεν την έσωζαν οι λέξεις πια,ούτε και ποτέ άλλωστε. όλα όσα είχε γράψει ήταν σε β'ενικό. ήταν με αλλά και χωρίς αποστολέα.
και αυτή η απεραντοσύνη που τελείωνε πια;
ίσως αν ήξερε πώς να γελάσει μετά από όλα, θα της φαινόταν αστείος,σαν σε παραμύθια, ο δρόμος της.
έφτασε στο τελευταίο με τρεμάμενα χέρια, πετώντας το κουτί πίσω της.
καμία λέξη δεν ήταν γραμμένη στο χαρτί, κανένας χαρακτήρας. σταμάτησε απότομα και κάθισε πάνω στις άκρες του φουστανιού της απέναντι από τις σκιές ενός ακόμη ορίζοντα που τίποτα δεν τον εμπόδιζε να μακραίνει περισσότερο. το κοίταξε τόση ώρα που δεν κατάλαβε πόση. αυτό ήταν ό,τι ήθελε να γράψει τις περισσότερες φορές. σαν καθρέφτης. διάβαζε πάνω του όσα δεν γράφτηκαν ποτέ.
ήταν απλά ένα κοριτσάκι μέσα στο σώμα μίας γυναίκας. ενώ το μόνο που πάντα ήθελε είναι αυτή η αγκαλιά. ακόμη και αν άλλαζαν στα μάτια της τα χέρια, μία αγκαλιά της έλειπε, ζητούσε. και κάθε της έρωτας τελείωνε εκεί, με μία αγκαλιά. σαν μία χούφτα εύθραυστα όνειρα. σηκώθηκε ξανά με τις πληγές της ψυχής της τόσο χαραγμένες στο σώμα της σαν αληθινές που ό,τι όμορφο και αν είχε πάνω της έμοιαζε διαλυμένο και άρχισε να περπατά. πού και πού σταματούσε να κοιτάξει λίγο την ανατολή ή την δύση. περπάτησε μέχρι το τέλος εκεί, δεν άλλαξε ποτέ της δρόμο,μόνο αυτό το μονοπάτι της είχε απομείνει από όσους αγάπησε. Μία μέρα μάζεψαν τα γράμματα της από όλες τις γωνιές που τα είχε παρασύρει ο άνεμος και τα έδωσαν σε όλους όσους την αγάπησαν. υπήρχαν και αυτοί που έμειναν με άδεια χέρια και είπαν μα εγώ και αν την αγάπησα...
και τότε γέλασα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου