Μισώ τον τρόπο που μιλάς, τον τρόπο που γελάς, τον τρόπο που κοιτάς.
Μισώ τον τρόπο που οδηγείς το (και καλά) αυτοκίνητο σου, τον τρόπο που μαρσάρεις, τον τρόπο που κορνάρεις.
Μισώ τον τρόπο που χαζεύεις τηλεόραση, τον τρόπο που σιγοτραγουδάς, τον τρόπο που ανοίγεις ραδιόφωνο.
Μισώ τον τρόπο που παίζεις ποδοσφαιράκι, τον τρόπο που παίζεις σκάκι, τον τρόπο που παίζεις βόλεϊ.
Μισώ τα μαύρα σου αθλητικά παπούτσια, τα γυαλιά ηλίου σου, τις κακόγουστες φόρμες σου, τα ξεσκισμένα τζιν και τα μαύρα μπλουζάκια σου.
Μισώ τον τρόπο που διαβάζεις το μυαλό μου, τον τρόπο που κοιτάς το κινητό μου, τον τρόπο που με παρακολουθείς να κινούμαι.
Μισώ τις πολιτικές σου απόψεις, τους δυσοίωνους συνειρμούς σου, τα μικρά σου πιστεύω.
Μισώ τον τρόπο που σουτάρεις, τον τρόπο που μαρκάρεις, τον τρόπο που σε χειροκροτούν.
Μισώ τις στιγμές που λες ψέματα, τις στιγμές που λες την αλήθεια, τις στιγμές που απορείς.
Μισώ τις στιγμές που στρίβεις τσιγάρο, τις στιγμές που πίνεις Heineken, τις στιγμές που μεθάς.
Μισώ τις στιγμές όταν δεν είσαι τριγύρω, τις κλήσεις σου που δεν έχω, τα μηνύματα που ποτέ δεν μου έστειλες,
Μισώ τον τρόπο που σε ψάχνω σε κάθε αυτοκίνητο, τον τρόπο που καμία εξάτμιση δεν είναι δική σου, τον τρόπο που ποτέ δεν έρχεσαι (όταν σε θέλω).
Μισώ τον τρόπο που κάνεις έρωτα, τον τρόπο που φιλάς, τον τρόπο που αγκαλιάζεις, τον τρόπο που τελειώνεις, τον τρόπο που αγαπάς.
Αλλά περισσότερο από όλα, μισώ τον τρόπο με τον οποίο δεν σε μισώ,
Ούτε λίγο,
Ούτε ελάχιστο,
Ούτε καθόλου.
Αφήνω κι αυτό, γιατί με κάνεις να αναβιώνω ιστορίες που με σημάδεψαν:
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αρχή του κενού
σε μια πόλη που δειλιάζει
κι αδειάζει ερπετά
Η στέγη της -
τρωκτικών κατοικία
ηλικία ανήλικη
μηδέν το μεσημέρι της
Είναι το ξημέρωμά της
νερωμένη λαχτάρα
άπληστη και φτηνή
Κι ενώ παζαρεύει
την καρδιά της -
πες μου πόλη
ο προαγωγός σου
κοιμάται τις νύχτες μονάχος -;-
Γιατί,
τον είδα να γατζώνεται
στη γρίπη της ψυχής του
μ' ένα τσίριγμα φιδιού
την ώρα που
το κεφάλι του συνέτριβαν
οι εραστές ονείρων
Εγώ
θα πετάξω στη σκηνή
σκιά
το ρολόι του κόσμου
και θα άρω
το μηδέν το απόλυτο
Να μιλήσω ξανά
με τις ώρες μου
με τις φωνές και τις δύο
των φύλων μου
Εσύ
να φοβάσαι-!-
Να τρέμεις την Άνοιξη
Την Άνοιξη
την κατάκτησα όλη
εκείνα τα βράδια
που σε πότιζα φιλί
Πρόστυχη πόλη
για πες μου λοιπόν
ο προαγωγός σου
σε φίλησε μονάχος
αντρίκια τα βράδια-;-
ή
με φαλλούς πανάκριβους
γρύλιζε στα σκοτάδια-;-
Γιατί τον είδα
που έκρυβε το δάκρυ του
κάτω απ' το στρώμα σου
που βουίζει ακόμα
κραυγές κοριτσιών
στο κάποτε το δήθεν
των γιορτών σου
Πού είσαι -;-
μου λες -;-
Μέσα στο αίμα μου
γυαλίζεις ακόμη νομίζεις(!..)
πόλη
ματωμένη πόρνη
σε συγχωρώ
εγώ..