but it's no use going back to yesterday because I was a different person then

"Είμαι στην πλατεία που καθόμασταν παλιά,μετά το σχολείο ή τα σαββατόβραδα όταν δεν θέλαμε να βγούμε, θυμάσαι; εδώ κάθομαι και είναι σαν να είσαι εδώ. Πιάναμε ένα παγκάκι,μου αγόραζες μία μπύρα και μιλούσαμε. Ήμασταν δίπλα στην Συγγρού και δεν άκουγα τίποτα άλλο παρά εσένα,τα άλλα όλα μία απαίσια βουή. Έτσι για να ξέρεις τώρα οι μπύρες μου έμειναν και μου έχει λείψει να μπορώ να σου μιλάω." Ένα μήνυμα, τόση σιωπή. 
Προσπαθώ καμιά φορά, νομίζω, να γεμίσω τα κενά των λέξεων με συναισθήματα ή και το αντίστροφο. Κοιτάζω τί έχει μείνει από μένα και δεν βλέπω τίποτα. Τώρα μπλέκω τις κουβέντες μου, τις σκέφτομαι πολύ, τις ανακατεύω ή τις βάζω σε σειρά μήπως ακουστούν όπως θα ήθελαν να τις ακούσουν. Τώρα ό,τι και να πω μου φαίνεται περιττό και λάθος. περιττό γιατί συνέχεια επιμένω να έχω την τελευταία λέξη έτσι από ανώφελο εγωισμό. λάθος γιατί δεν μιλάω πια καθαρά. κρύβομαι πίσω από καταστάσεις, λέω κάτι και μετά το παίρνω πίσω, δαγκώνω τα χείλη μου να κρύψω την φωνή μου, βαφτίζω κάθε συναίσθημα, μα πώς να το κάνεις αυτό; κάποιες φορές ξέρω ακριβώς τί να πω..είμαι σίγουρη, μα δεν γίνεται, γιατί αν το πω ίσως χάσω το δικαίωμα να το λέω, ίσως φοβάμαι περισσότερο, ίσως περιμένω τα λόγια άλλων γι'αυτό κάνω πως δεν καταλαβαίνω και προσπαθώ να είμαι πειστική. και με πνίγει η αλήθεια για τον εαυτό μου τα βράδια και ψάχνω χρώμα στις σκιές και μου λείπει κάτι, που δεν μπορώ να το ονομάσω. θυμάμαι όσους πλήγωσα επειδή δεν μπορούσα να τους μιλήσω και όσους με πλήγωσαν γιατί τους μιλούσα, ένας φαύλος κύκλος θλίψης με γυρνάει πάντα σε όλα αυτά που δεν ξέρω αν μετάνιωσα. μήπως είπα πολλά ή μήπως έκρυψα λίγα;
δεν ήθελα τα σύνθετα νοήματα, τα μεγάλα λόγια, δεν τα πίστευα ακόμη και αν τα ένιωθα, ήθελα απλά μία κουβέντα, ένα μήνυμα σαν αυτό,όχι να βάζω όρια μέχρι πού μπορώ να φτάσω.
έτσι είναι και όμως συνέχεια ακούω: μην καπνίζεις, μην ξενυχτάς, μην μπαίνεις σε ξένα αυτοκίνητα,μην ερωτεύεσαι με πάθος, μην αρρωστήσεις, μην ξεχάσεις να κάνεις αυτό και εκείνο...
και είναι αμέτρητα όσα με βασανίζουν σαν αναμνήσεις και με την πρώτη αφορμή τα θυμάμαι και ψάχνω να βρω τί έφταιξε ενώ το μόνο που στην ουσία άλλαξε ήμουν εγώ. αλλά εγώ το ζήτησα και ενώ μπορούσα να ξεχάσω και να βυθιστώ στην άγνοια, σαν να είχα πατήσει σε μία άλλη γη των Λωτοφάγων, το αρνήθηκα, γιατί δεν μπορούσα να ξέρω πως εγώ επέλεξα να τριγυρνάω άσκοπα και όλα αυτά διότι δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένα κορμί που το σέρνει το παρελθόν του
και χωρίς αυτό το παρελθόν δεν θα μπορούσα ούτε να αγαπήσω, ούτε να αγαπηθώ μα κυρίως δεν θα ήμουν εγώ....και ας ήταν κάτι άλλο αυτό το εγώ τότε..

protège moi de ce que je veux


Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι όσα ένιωσα για σένα, ήταν γιατί δεν μπορούσα να δω καθαρά. Αρνούμαι να ισχυριστώ κάτι τέτοιο. Δεν είχα δεμένα τα μάτια μου, δεν είχα κλειστά τα αυτιά μου, ήμουν εκεί και τα ήξερα όλα. Και ακόμη και αν δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτούς που με ρωτάνε "μα τί αγάπησες" μέσα μου ξέρω πως αυτός είναι ο λόγος. Ότι δεν σε αγάπησα για τίποτα, γιατί δεν είχες τίποτα, ότι δεν διεκδίκησα ή δεν απαίτησα τίποτα από σένα, γι'αυτό τώρα όταν με κοιτάς ξέρω ότι είναι από επιλογή. Αφέθηκα πολύ, μάτια μου. Σχεδόν το άγγιξα το κενό μέσα σου, όταν παρακαλούσα για μία σου λέξη, έλεγα "δεν με νοιάζει τί θα πεις, αρκεί να μου μιλήσεις, πες κάτι σύντομο, ασήμαντο, εύηχο, που να μην δεσμεύει κανέναν μας (γιατί αλήθεια είναι αυτό. ίσως εγώ να φοβάμαι πολύ περισσότερο τα δεσμά από σένα, πώς να το κάνουμε νιώθω πιο ελεύθερη) " και πάλι με έφερνες σε αδιέξοδο με την σιωπή σου και τότε διαλυόμουν και κάθε μου κομμάτι έψαχνε και από μία αιτία του γιατί δεν θες να μου μιλήσεις και για να καλύψω αυτό το μελανό κομμάτι μεταξύ μας σου έγραφα.τα ίδια πράγματα,συνεχώς, χωρίς τελειωμό, σαν ένα παιδί που μαθαίνει ορθογραφία,  "σου έγραφα γιατί ήξερα πως θα ξεχαστούν αυτές οι μέρες" και μετά διάβαζα όσα σου είχα γράψει, ξανά και ξανά, μήπως και καταλάβω όσα δεν μπορούσες να μου πεις. και πόσο πάλευα για να μην ακούω την σιωπή σου, πόσο ήθελα να ξεφύγω από την σιωπή της φωνής σου, από το βλέμμα σου που προσπαθούσε όλο κάτι να πει. 
και τώρα είμαι χαμένη. τώρα που έχω τις λέξεις σου, γιατί δεν είμαι καλά; πώς γίνεται να ζητάς κάτι απεγνωσμένα και όταν τελικά το έχεις, να μην το θες; είναι κάποιου είδους ψυχολογικός πόλεμος πάλι από την μεριά σου; πότε θα με αφήσει ήσυχη όλο αυτό το εσύ-πάντα-παντού σύνδρομο; όταν έρθει το τέλος; μα εγώ δεν πιστεύω στο τέλος, στο είπα. γι'αυτό μιλάμε τώρα. και έχεις δίκιο που εσύ είσαι αυτός που δεν καταλαβαίνει. 
πίστεψε με, δεν ήθελα να γίνει έτσι,ακόμη σε νοιάζομαι μα δεν μπορώ να είμαι μαζί σου. έχεις ανοίξει τόσες πληγές στην ζωή μου, έχεις φέρει τόση καταστροφή σε όσα σκέφτηκα ή έκανα ποτέ, έχεις ταράξει τόσο πολύ το εγώ μου που δεν ξέρω πια αν μπορώ να σε δω με τον ίδιο τρόπο που σε λάτρευα παλιά. με έκανες να φτιάξω μία πολύ συγκεκριμένη αλήθεια και να πιστέψω σε αυτήν, ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ "εμείς", την πίστεψα, ειλικρινά και έζησα καταδικασμένη έτσι, κάθε βράδυ και ένα ξενύχτι, κάθε ημέρα και ένα μαρτύριο, κάθε σου χαμόγελο ένα μικρό ταξίδι, γιατί εκεί με άφησες, στο περιθώριο. και τώρα που θέλεις να με προσέχεις ή να μου μιλάς γλυκά το έχασα λίγο, έως πολύ...δεν μπορώ, κατάλαβε με.
μα πώς να σου εξηγήσω τα πράγματα που αγαπώ; 
γίνονται τα αισθήματα λέξεις ψυχρές, τοποθετημένες σε λογική σειρά, ικανές να προσδιορίσουν όσα με τις πράξεις δεν μπορείς; 
γι'αυτό και εγώ σου λέω απλά αυτό και κράτα το. 
"σ'αγαπώ" χωρίς να το αναλύω 
γιατί.......
γιατί δεν θέλω να με μισήσεις όσο σε μίσησα εγώ που δεν σε καταλάβαινα. 



Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, 
ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς —
 εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, 
ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια,
 ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες 
γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν,
 πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι. 
          Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τὶς πόρτες,
 ὥσπου μάζεψα τὰ χαρτιά μου, τὶς τύψεις μου κι ἔφυγα. 
  Μὰ στὸν πρῶτο σταθμὸ εἶδα πάλι ἐκεῖνο τὸ παιδικὸ φτερὸ καὶ κατέβηκα.
Ἀπὸ τότε ἔμεινα γιὰ πάντα στὴν Κόλαση.


~Τ.Λ

ραντεβού στην φωτιά

-Πάντα έδινα ζωή σε καθετί "σωστό" και απέρριπτα καθετί "λάθος". 
στα 15 που έχασα όλους όσους μου έχτιζαν δρόμους για το σωστό και το λάθος,τα μπέρδεψα λιγάκι. συμφωνείς; του είπα δείχνοντας του το άδειο ποτήρι μου. 
-Υποθέτω πως έτσι είναι, μου είπε γεμίζοντας το με λίγο ακόμη ουίσκι. 
-Πόσο τραγικό ακούγεται αυτό.Δεν ξέρω καν πώς σε λένε και σου έχω μιλήσει για την μισή μου ζωή. 
-Με λένε..
Ο μπάρμαν συνέχισε να μιλάει, χωρίς να ακούω λέξη του.

Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν εκείνος. Έβγαλα από την τσέπη το γράμμα του. Ταξίδεψα τέσσερα χρόνια πίσω, στην τελευταία εκείνη φορά.

Στεκόμουν μόνη μου στο στέγαστρο κοντά στο κυλικείο. δεν είχε έρθει κανείς να με πάρει. κοιτούσα την καταρρακτώδη βροχή, εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσα να πάω σπίτι μου.
-πώς γίνεται να είναι κάτι τόσο όμορφο και συνάμα τόσο απέραντα μελαγχολικό; 
ακούγοντας την φωνή του, γύρισα προς το μέρος του. τώρα που βρισκόταν δίπλα μου, ένιωθα σαν να μπορούσα να δω με τα μάτια του.
-γιατί είσαι ακόμη εδώ; με ρώτησε.
δεν απάντησα..
-περίμενε λίγο να πάρω τα πράγματα μου. 
πολύ λίγο μετά στεκόταν ξανά δίπλα μου, φορώντας το αγαπημένο του δερμάτινο μπουφάν. 
-δεν μπαίνω σε γρήγορα αυτοκίνητα και επίσης δεν ανεβαίνω σε γρήγορες μηχανές, του είπα.όχι κάτι προσωπικό με την ταχύτητα. άρα καλό μεσημέρι. 
-ποιος είπε τίποτα για αυτοκίνητα και μηχανές; έλα, μου είπε ενώ ο ίδιος απομακρύνθηκε από το στέγαστρο και βγήκε στην βροχή. έλα, ξαναείπε και με τράβηξε στον δρόμο. 
-μα δεν....
-σταμάτα να σκέφτεσαι τόσο πολύ. σώπασα. λοιπόν, σκεφτόμουν πέρασε ένας χρόνος και δεν σε ρώτησα ποτέ, τί σε κάνει ευτυχισμένη; με ρώτησε ξαφνικά.
γέλασα. περπατούσαμε στην βροχή χωρίς να ξέρω προς τα πού. τον κοίταξα. δεν προλάβαινε μία σταγόνα να κυλήσει στο πρόσωπο του, από το μέτωπο μέχρι τον λαιμό του και ακολουθούσε μία δεύτερη. 
-μην υπεκφεύγεις την ερώτηση, κυρία μου. απάντησε!
-δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αλλά συνεχώς μιλάω για την ευτυχία μα δεν καταφέρνω να την γνωρίσω.εσάς όμως τί σας κάνει ευτυχισμένο;
-εσύ, μου είπε απότομα. 
σταμάτησα να περπατάω και γύρισα προς το μέρος του. "εσύ" τί σόι λέξη διάλεξε; 
-γιατί με κοιτάζεις έτσι; είπε. δεν κινδυνεύω πια, μην φοβάσαι άλλο για μένα. από αυτή την στιγμή και μετά δεν θα είμαι τίποτα για σένα.φεύγω σήμερα με το αεροπλάνο στις 8 για Αγγλία. αύριο το πρωί έχω το πρώτο σεμινάριο. αυτό σημαίνει πως αυτή είναι η τελευταία μου στιγμή μαζί σου. τί μπορούσα να σου πω αυτό τον καιρό; τίποτα που να με κράταγε μακριά από την φυλακή.τώρα όμως, τώρα είμαι εδώ και μπορώ να σου πω ό,τι θέλω. οπότε μην φοβάσαι σε παρακαλώ. εσύ θα συνεχίσεις την ζωή σου γιατί έτσι πρέπει. θα ακουστεί αστείο αλλά έζησα τόσα χρόνια για να έρθεις εσύ και να μου δείξεις αυτό το κάτι. Είναι λάθος να σου πω "σ'έχω ερωτευτεί" γιατί μοιάζει τόσο ίδιο, τόσο κοινό με άλλα συναισθήματα. Θα σου πω όμως πως μ'έκανες να νιώσω κάτι πολύ διαφορετικό από ότι τα υπόλοιπα 29 μου χρόνια. Που δεν έχει όνομα, που δεν χρειάζεται όνομα. 

ήλπιζα να μπερδέψει τις σταγόνες της βροχής με τα δάκρυα μου. τότε έσκυψε και φίλησε τα μάτια  και πολύ απαλά τα χείλη μου.δεν ήταν ένα φιλί εραστών, ήμουν πολύ μικρή για να παραστήσω κάτι τέτοιο και έτσι γραπώθηκα από την αγκαλιά του. νομίζω πως έτρεμαν τα χέρια του. ήθελα αυτό να μην σταματήσει ποτέ. τον γνώρισα όταν νόμιζα πως μόνο η απώλεια και το χάος ήταν για μένα και μου έδειξε πως το κορμί μου άντεχε πάθη που όμοια τους σπάνια έβλεπε.σήκωσε τα μάτια μου στα μάτια του.

-πρέπει να φύγω, μου είπε.
-όχι! φώναξα δυνατά.δεν μπορώ να σου πω αντίο, σε παρακαλώ, μην φύγεις. υποσχέσου πως θα γυρίσεις. 
-Μόνο ένα πράγμα μπορώ να σου υποσχεθώ. Ό,τι για να ζω, για να συνεχίζω,θα σκέφτομαι τα μάτια σου. Έτσι γαλαζοπράσινα, σαν όλα τα ταξίδια της ζωής μου. Και μέσα από αυτά, θα γυρνάω και στην Κρήτη πού και πού, που τόσο μου λείπει. Δεν θα σε ξεχάσω. Τρέξε σε παρακαλώ, πάρε εκείνο το λεωφορείο που έρχεται και πήγαινε σπίτι. Και συγχώρεσέ με..
Τον είδα να σταματάει το λεωφορείο και να με σπρώχνει μέσα. 
-Σας αγαπάω, του είπα ενώ έκλειναν οι πόρτες, με λυγμούς. 


Τέσσερα χρόνια μετά, ήμουν εκεί με το γράμμα του στα χέρια. Τώρα σε κάθε σβούρα από καπνό, έβλεπα τα μάτια του, θολά σαν ανάμνηση μα τόσο δυνατά σαν συναίσθημα. Είχε γυρίσει επιτέλους στην Κρήτη. 

"Στ΄ άγρια σοκάκια της ψυχής
Ψάχνω μα δε σ΄ ανταμώνω
Α να κοιμηθώ να σ΄ ονειρευτώ
Που με ξέχασες και λιώνω

Ούτε που σαλεύει το νερό
Ούτε μου μιλούν οι γλάροι
Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα `ρθεις
Πριν να σβήσουνε οι φάροι...


Σου στέλνω αυτό για να ξέρεις πως ύστερα από όλα, τίποτα δεν άλλαξε. αν και στα 33 πια, που έφυγα, γύρισα, έζησα, τίποτα δεν άλλαξε. ο καθηγητής σου ακόμη πεθαίνει κάθε μέρα στην σκέψη σου.Εκτίω την ποινή μου ενώ περιπλανάμαι στο Καθαρτήριο. Η κόλαση είναι κοντά, γι'αυτό μην με περιμένεις. Να προσέχεις..."
Έκλεισα το γράμμα, το έβαλα μέσα στον φάκελο του και ήπια άλλο ένα ουίσκι. Πόσες ώρες ταξίδι να είναι;

fragile dreams

άρχισε να περπατάει μετρώντας από το ένα..όπου έφτανε εκείνη με τον εαυτό της, θα έφταναν και οι αριθμοί με το μέτρημα της. κρατούσε ένα χάρτινο κουτί στο αριστερό χέρι ενώ με το δεξί την ουρά του φορέματος της. έστριψε στην ταμπέλα "απεραντοσύνη" και συνέχιζε να περπατά. έλυσε τα μαλλιά της,πέταξε τα παπούτσια της και άφησε το λευκό της φουστάνι να σύρεται στο χώμα. 
ποιος λεκές φαίνεται πιο πολύ; αυτός της ψυχής; 
άρχισε να πετάει ένα-ένα όλα τα κομμάτια χαρτί που ήταν μέσα στο κουτί. 
εικόνες από ανθρώπους που την πλήγωσαν ή που πλήγωσε ανακατεμένες με αποτσίγαρα, με δάκρυα, με λάθη και με συλλαβές έφτιαχναν τις λέξεις της. έλεγε και ξανάλεγε "δεν χρειάζεται να γράφεις, αν δεν είσαι μισός" μα αυτό το κενό δεν τελείωνε ποτέ.όλο νόμιζε πως κάτι θα μπορούσε να το γεμίσει, μα όλο άδειαζε όλο και πιο πολύ. δεν την έσωζαν οι λέξεις πια,ούτε και ποτέ άλλωστε. όλα όσα είχε γράψει ήταν σε β'ενικό. ήταν με αλλά και χωρίς αποστολέα. 
και αυτή η απεραντοσύνη που τελείωνε πια; 
ίσως αν ήξερε πώς να γελάσει μετά από όλα, θα της φαινόταν αστείος,σαν σε παραμύθια, ο δρόμος της.
έφτασε στο τελευταίο με τρεμάμενα χέρια, πετώντας το κουτί πίσω της. 
καμία λέξη δεν ήταν γραμμένη στο χαρτί, κανένας χαρακτήρας. σταμάτησε απότομα και κάθισε πάνω στις άκρες του φουστανιού της απέναντι από τις σκιές ενός ακόμη ορίζοντα που τίποτα δεν τον εμπόδιζε να μακραίνει περισσότερο. το κοίταξε τόση ώρα που δεν κατάλαβε πόση. αυτό ήταν ό,τι ήθελε να γράψει τις περισσότερες φορές. σαν καθρέφτης. διάβαζε πάνω του όσα δεν γράφτηκαν ποτέ. 
ήταν απλά ένα κοριτσάκι μέσα στο σώμα μίας γυναίκας. ενώ το μόνο που πάντα ήθελε είναι αυτή η αγκαλιά. ακόμη και αν άλλαζαν στα μάτια της τα χέρια, μία αγκαλιά της έλειπε, ζητούσε. και κάθε της έρωτας τελείωνε εκεί, με μία αγκαλιά. σαν μία χούφτα εύθραυστα όνειρα. σηκώθηκε ξανά με τις πληγές της ψυχής της τόσο χαραγμένες στο σώμα της σαν αληθινές που ό,τι όμορφο και αν είχε πάνω της έμοιαζε διαλυμένο και άρχισε να περπατά. πού και πού σταματούσε να κοιτάξει λίγο την ανατολή ή την δύση. περπάτησε μέχρι το τέλος εκεί, δεν άλλαξε ποτέ της δρόμο,μόνο αυτό το μονοπάτι της είχε απομείνει από όσους αγάπησε. Μία μέρα μάζεψαν τα γράμματα της από όλες τις γωνιές που τα είχε παρασύρει ο άνεμος και τα έδωσαν σε όλους όσους την αγάπησαν. υπήρχαν και αυτοί που έμειναν με άδεια χέρια και είπαν μα εγώ και αν την αγάπησα...
και τότε γέλασα. 


Αντιφωνητής: Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό. 
Ν΄ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.
 Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα.
 Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε.
 Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. 
Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή και ωραία. 
Μα να της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. 
Σα να γίνεται κάτι αλλού – που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει.
 Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί.
 Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μαρία Νεφέλη: Τίποτα δεν κατάλαβε. 
Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη. 
Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν 
το περίμενα καθόλου. 
Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». 
Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
 Αλλά, φαίνεται, το παράκανα. 
Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέλος.
 Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. 
Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει.



                                                                                Του Ο.Ε

απόκρυψη αριθμού

"απόκρυψη αριθμού". σήκωσε αργά τα μάτια της για να απαντήσει αλλά γύρισε από την άλλη.γιατί όχι;
"παρακαλώ" και σιωπή....
έξω φυσούσε πολύ μα στεκόταν αρκετή ώρα στο παράθυρο, σαν να περίμενε η νύχτα να πάψει αυτό το μπέρδεμα. άλλο ένα βράδυ να ζητά απαντήσεις όπως κάθε φορά.
"ξέρω πως μπορεί να μην θες να με δεις ύστερα από όλα όσα έχουν γίνει, μα αν θέλεις θα σε περιμένω εκεί σε μισή ώρα. θα καταλάβω αν δεν έρθεις,θα βρω άλλο τρόπο να σου εξηγήσω."
ούτε εκείνη δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες χιλιάδες φορές είχε ζητήσει τις λέξεις του,
το διάβασε και το ξαναδιάβασε, όχι τόσο το μήνυμα, όσο τον αριθμό του τηλεφώνου του.
μόλις μία μέρα πριν έλεγε πως δεν την νοιάζει πια και τώρα τι;
πήρε μία βαθιά ανάσα,άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. άρχισε να περπατά γρήγορα,
είχε συνηθίσει να του ζητάει να τον δει και αυτός να μην είναι ποτέ εκεί. ξεχώρισε από μακριά το αυτοκίνητο του και ας ήταν σκοτάδι. μπήκε μέσα ενώ έτρεμε ολόκληρη.
τί πάει να πει έρωτας τέλος πάντων; γιατί το νιώθεις; πότε;
όταν έχεις γνωρίσει κάποιον και ξέρεις τί αγάπησες πάνω του; ή πριν καλά καλά γνωρίσεις κάποιον που πάντα θα νιώθεις ότι σου είναι άγνωστος;
δεν ήξερε ποιος από τους δύο έρωτες ήταν πιο δυνατός μέσα της εκείνη την στιγμή.
-εσύ ήσουν στην απόκρυψη; μίλα ειλικρινά.
-ναι.  της είπε.γιατί τρέμεις; δεν σε ξέρω να τρέμεις.
-δεν με ξέρεις καθόλου.δεν θα άντεχες να με ξέρεις. του απάντησε χωρίς να τον κοιτά. και δεν καταλαβαίνω γιατί όλο αυτό. εσύ ζήτησες να μην σε ξαναενοχλήσω. "ευτυχώς που υπάρχουν πουτάνες" δεν λες; αυτό είναι; έμεινες ρέστος και ήξερες πως θα είμαι εδώ για κάθε λόγο;
-ήθελα να σε δω...της είπε σιγανά.
-τι μας λες; θυμάσαι τι συνέβαινε όταν ήθελα να σε δω εγώ; μπορεί και όχι. αλλά εγώ θυμάμαι. κάθε φορά με λεπτομέρειες. κάθε σου εικόνα σαν από θραύσμα. κάθε βράδυ που δεν ήξερα αν θα την βγάλω μέχρι το πρωί. γιατί εγώ έτσι έμαθα, ό,τι και αν μου έλεγαν, να αγαπάω. έντονα όσο με την ζωή μου. τώρα τον κοιτούσε.
-το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι εγώ δεν αισθανόμουν καθόλου καλύτερα από ότι εσύ. δεν το έχω με τις λέξεις.
τότε εκείνη άρχισε να γελά δυνατά.
-τώρα τι; της είπε παραξενεμένος
-ρε φίλε δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό. δύο φορές στις τρεις μέρες. και ποιος από σας είναι καλός με τις λέξεις επιτέλους; ε;
-τί εννοείς;
-τί θέλεις από μένα; κάτι να μου πεις;
-δεν ξέρω. όχι κάτι σαν εξομολόγηση. δεν πιστεύω να έχουν αλλάξει αυτά που σου έχω πει μέχρι τώρα, δεν είμαι για σένα και αυτό πρέπει να θυμάσαι, της είπε ενώ προσπαθούσε να στρίψει ένα τσιγάρο.
-δεν το πιστεύω αυτό που λες.  ξέρεις πώς νιώθω,μου ζητάς να έρθω εδώ μαζί σου και το μόνο που μου λες είναι "δεν έχει αλλάξει κάτι"; άντε και στο διάολο.του είπε και έκλεισε την πόρτα δυνατά, δύο φορές σε τρεις μέρες.
βγήκε και εκείνος τρέχοντας πίσω της, ίσως και για πρώτη ίσως και για τελευταία φορά, φωνάζοντας το όνομά της. την τράβηξε από το μπράτσο. την κόλλησε πάνω στο σώμα του, έτσι που μετά βίας ανάσαιναν,έμπλεξε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της, χάιδεψε τις άκρες του λαιμού της, έσκυψε στο στέρνο της να ακούσει τους παλμούς της ενώ εκείνη έψαχνε τα μάτια του, κοιτούσε μέσα στα μάτια του γιατί τώρα δεν ονειρευόταν.
 σήκωσε αργά το κεφάλι του. "όχι. όχι. δεν γίνεται."
τότε παράτησε το κορμί της εκεί. εκείνη έπαψε να αισθανεται τα άκρα της, δεν ένιωθε την βροχή στο πρόσωπο της, ούτε το οξυγόνο στα πνευμόνια της, στάθηκε ακίνητη στο ίδιο σημείο κοιτώντας τον να τρέχει προς το αυτοκίνητο. μόνο  τα μάτια της τον ακολούθησαν να ανάβει την μηχανή. της έριξε μία ματιά και χάθηκε μαρσάροντας.
γύρισε σπίτι της βουβά. κάθισε δίπλα στο παράθυρο ξεσπώντας σε λυγμούς.

μετά από λίγη ώρα, πριν από λίγη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. "απόκρυψη αριθμού."

εγώ να κοιτάω συνέχεια αυτές τις δύο ανόητες λέξεις και εσύ να ακούς "ο συνδρομητής που καλέσατε είναι κατειλημμένος. παρακαλώ καλέστε αργότερα. " γιατί;
γιατί να μοιάζουν όλα τόσο δύσκολα όταν σ'αγαπάω;
 τί άλλο θες να σκοτώσεις μέσα μου;
λες και έχει μείνει τίποτα.....

και αν σου ζητάω τα πάντα, γιατί λες "μπορώ";


δεν το ξέρεις αλλά μ'αρέσει να σε βλέπω να οδηγείς.
και τι να σου 'λεγα "ναι ας πάμε όπου θες" αρκεί να κρατάς αυτή την σιωπή;
γιατί αν δεν τα καταφέρεις εγώ πρέπει πάλι να τα βαφτίζω όλα με όνομα
και γιατί αυτό που νιώθω για σένα να χρειάζεται ένα όνομα;
ποτέ δεν σκέφτηκα να σε πληγώσω, ποτέ δεν θα σου έλεγα κάτι που να μην νιώθω,
μα όλες οι λέξεις μοιάζουν τόσο περίεργα δεσμευτικές.
και δεν θα διάλεγα καμιά άλλη
τώρα παρά μόνο "σε χρειάζομαι"
και ύστερα που αυτό το σε χρειάζομαι γίνεται "άγγιξε με" και εσύ κοιτάς έξω από το παράθυρο;
μα είμαι εδώ, αλλά κάνεις σαν να μην μπορείς να αντέξεις ότι είμαι εδώ.
και ξανά λες με τα μάτια σου "πες μου, τον αγαπάς;" μα πώς θες να στο απαντήσω;
δεν σου λέω ψέματα μα δεν ξέρω πώς να σε καταλάβω,
πώς να κάνω να μην μελαγχολείς, πώς να κρύψω πόσο ζηλεύω να μιλάς γι'άλλα μάτια.δεν θέλω,
πώς το λένε. γι'αυτό συνοφρυώνομαι.
όλο κρύβομαι πίσω από κουβέντες, γενικά, λίγο εδώ, λίγο εκεί, μα φίλα με και εσύ
να μοιραστούμε την ευθύνη...
τώρα πες το.πώς να σε φιλήσω, θα μπλέξουμε. μην σκέφτεσαι, θα τρελαθώ.
απλά μην μου μιλάς..δεν ξέρω πια τι να σου πω..τι να κρύψω.
οδήγα,οδήγα,
κάνε άλλη μία στροφή και κάτι θα πούμε, μέχρι να
πάει η ώρα αργά  και πάλι θα φύγεις έτσι και πάλι θα σου στείλω μήνυμα.
πώς το λένε αυτό που έχω πάθει μαζί σου;
πότε θέλεις να σου πω κάτι; θελεις;
"όχι αγάπη μου, δεν έχει θέλω σε αυτά τα πράγματα"
περνάει η ώρα και ξέρω πως είσαι ξύπνιος και θέλω να σηκώσω το ακουστικό
και να σου πω "έλα εδώ" αλλά πάλι το κλείνω.
και όλα τα βράδια είμαι μαζί σου μα όχι
όπως θα ήθελα να είμαι.
και εσύ εκεί "ε πες κάτι ρε παιδί μου, αφού εγώ δεν το έχω με τις λέξεις"
να μπορούσες να το είχες με τις λέξεις.μα τι λέω..
έτσι είναι καλύτερα.έτσι πρέπει να είσαι. έτσι σε θέλω. τουλάχιστον διάβασε το αφού δεν θες να
το ακούσεις.

Ένα παιδί μετράει τα άστρα


''...Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις.
Σε καίει.Σε λιώνει.Εσύ το βλέπεις.Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα.
Αυτό το ''πράμα'' πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ' όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις.Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες,θα 'χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα 'χεις φρικτά ασκημίσει. 


Αλήθεια... αυτό είναι η αγάπη; 
Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.''

~Μ.Λουντέμης


μ'ακούς;

πόσες φορές και αν άλλαξα τις σκέψεις μου
κάπως όπως:


παπ.κινείς τον πύργο σου ένα τετράγωνο δίπλα στον βασιλιά μου. ρουά ματ. σε κοιτώ αμίλητη. νευρικός σηκώνεσαι και δίνεις μία στην σκακιέρα. κλωτσάς το τραπέζι που ακουμπώ τους αγκώνες μου. με κοιτάς με λύσσα. φοράς το μπουφάν σου και φεύγεις. σε κοιτώ να φεύγεις. επιστρέφεις βρεγμένος, στέκεσαι απέναντι μου. σε κοιτώ αινιγματικά.με αρπάζεις από τα μπράτσα.  τόσο κοντά σου διαλύονται γύρω μου όλα.
-γιατί σε κέρδισα; ε; γιατί; εγώ ποτέ μου δεν είχα περισσότερο μυαλό. γελάω.

ή

-μου δίνεις το τασάκι από το τραπεζι σου;
-το χρειάζομαι, συγγνώμη.
-γιατί;
-έχω αυτά. davidoff κόκκινα. για σένα τα πήρα.
-αλήθεια;
-όχι για να τα καπνίσεις. για να τα καπνίσω εγώ. εγώ ενώ θα σκέφτομαι εσένα.
-όχι,όχι άστα κάτω και μην κλαις. σε παρακαλώ. ποτέ δεν ήθελα να σε κάνω να κλάψεις.

ή

-πες το μου.φώναξε το αν με νοιάστηκες ποτέ έστω για λίγο. πες το γαμώτο. τρεις λέξεις ειναι. σε εκλιπαρώ. σώσε με. πες το
-δεν θέλω να λέω ψέματα, δεν γίνεται.
-πες το "δεν σε θέλω" έτσι απλά. βοήθησε με
-μα.....
σε χαστούκισα δυνατά γι αυτά τα δύο χρόνια που έχω χάσει τον εαυτό μου, που με καταστρέφω για να σε βρω, που ζω σαν φάντασμα σε κάθε σου βήμα.
με χαστούκισες εξίσου δυνατά μα ο πόνος αυτός δεν ήταν τίποτα για μένα.
με είχες συνηθίσει. άρχισα να κλαίω ασυνείδητα. με κοίταξες, έτρεμα. τότε με φίλησες.
δεν το είχα σκεφτεί έτσι το φιλί σου.

ή

"καλημέρα. συγγνώμη για χθες. ήθελα μόνο να σου πω
σ'αγαπάω αλλά δεν με άφησες."

ή

Μα πάντα κόμπιαζα όταν θυμόμουν.

-Αναστασία; Είσαι εκεί;
-Ναι. Έχεις κάτι άλλο να μου πεις;
-Στάσου μην κλείνεις έτσι.
-Είναι σαν να λες πως θα μείνεις κάπου και κάθε βράδυ να μαζεύεις βαλίτσες.
-Δεν καταλαβαίνω..
-Αντίο.
-Μ'ακούς; Αναστασία; Αμάν ρε Αναστασία..

και όμως σε άκουγα και ας νόμιζες πως δεν ακούω.
ήμουν η σκέψη που πάντα άφηνες πίσω
ή η φράση που πάντα ξέχναγες να προσθέσεις,
μία γυναίκα που θα ψάχνεις πάντα σε άλλα σώματα.





show must go on


Δώστο μου αυτό.
 Αυτό που κρατάς.
Φέρτο, άστο για μένα. 
Έλα δώσμου και φωτιά.
Τώρα που έχω το τσιγάρο σου, όλα καλά.
Γιατί δεν σε συγχωρώ επειδή δεν σε καταλαβαίνω.
Μην με κοιτάζεις ξανά, σε παρακαλώ.
Εσύ δεν έχεις μάτια, ψυχή μου, 
όπλα έχεις, θανάσιμα όπλα.
Μη, μην γυρνάς το βλέμμα εδώ. 
Προτιμώ να χαθώ, παρά να με κοιτάξεις.
άστο γάμα το το τέλος, μην σε νοιάζει για το τέλος, σε άκουσα. 
όταν στο ζήταγα εγώ,"το τέλος ήταν μαγεία".
και πες στα μάτια σου να μην μου μιλούν για πληθυντικούς αριθμούς,
για μας και σας και τους.
εσύ 
και 
εγώ.
όπως ας πούμε αρχίσαμε.
ποιον ρόλο θες να πάρεις αυτή την φορά;