Βογκούν στο κρεβάτι μου οι μέρες της αγάπης και οξύνονται οι πόνοι καθώς η θλίψη μου γεννάται από εκατοντάδες σημεία σε όλο το μήκος της ψυχής μου. Τα μάτια μου βροχερές μέρες που χάθηκαν στις σκέψεις σου. Εκεί πέθανα αμέτρητες φορές και εκεί με βρήκε η ανάσταση μου το ίδιο καίρια και μονολιθή. Δεν χτίζεις ένα κορμί από έναν άνθρωπο. Τα όνειρά μου χίμαιρες που προσπερνούν και παρασύρουν η μία την άλλη, ουτοπίες που ξεχάστηκαν. Χάνονται στο βάθος ενός ορίζοντα που δεν τόλμησες ποτέ να διασχίσεις, χάνονται όπως και εγώ στο όνειρο μου να σε σώσω. Μοιάζει ο φόβος μου με ανεμοθύελλα. Τρέμει το εγώ μου στο ύψος του εαυτού σου. Η καρδιά μου μετράει κομμάτια σου. Και αν θέλω να ξεχάσω κάθε μου καταραμένη από τον έρωτα νύχτα με γεμίζει ένοχες σκέψεις, απατηλές λέξεις, παρήγορα ψέματα του γιατί δεν είσαι εδώ. Κάθε σφύριγμα του ανέμου βιάζει το τζάμι μου εκεί όπου διάβαζες πως σε προσέχω όποιος και αν γίνεις μα καταβάθος το φοβόμουν και αν με ρωτήσεις γιατί θα σου πω πως το ήξερα. Τα νοτισμένα σ αγαπώ μου ξεθώριαζαν σαν την φιγούρα ενός εαυτού σου που συνάντησα προχθές. Δεν ήταν άνθρωπος, ούτε σκιά. Πέταγαν οι σαίτες μου και έφταναν τα σφραγισμένα μου μπουκάλια σε κάποια σου ακρογιαλιά ενώ έκλαιγα πως σε είχα χάσει γιατί αγάπησες άλλη. Την θάλασσα. Άλλη αγάπησες το είδα, στο χρώμα των ματιών σου, στο σχήμα των μαλλιών σου, στα βαθουλωμένα σου μάγουλα, στα σημαδεμένα σου μπράτσα. Ξέσκισες κάθε φλέβα σου για να αγαπήσεις. Με χαμηλωμένο το κεφάλι μου είπες ότι όλοι μου οι ήρωες είχαν εθιστεί. Με χαμηλωμένη την αξιοπρέπεια σου σε ικέτεψα, σε παρακάλεσα να σε φυλώ μερόνυχτα παραδομένη στην απεξάρτησή σου, υποταγμένη σε νύχτες πιθανώς γεμάτες πόνους και ουρλιαχτά και εφιάλτες, να σου διαβάζω και να σου χαιδεύω τα χέρια μέχρι να κλείσουν οι θανάσιμες σου πληγές. Μα εσύ μου γύρεψες πατρίδα στην εξάρτηση, μου φανέρωσες τον δρόμο σου στα σκαλοπάτια της κατάθλιψης, συνέθλιψες την καρδιά σου στα μάτια μου . Ο κόσμος μου έπαψε να ανατέλλει μήπως πάθεις κακό. Ένα ξημέρωμα που μου τηλεφώνησες, μίλησες σιγανά, λες δεν έχεις πρόσωπο, υπόσταση, μυαλό πια τίποτα. Μα σου είπα όσοι αγαπούν θα σώζονται. Γι αυτό με μίσησες. Μόνο το κελί σου κοιτώ πια και θυμάμαι. Τα πήρε όλα ο άνεμος και φαίνεται σε ξέχασε κάπου μακριά. Με στοιχειώνουν διαρκώς όμως τα μάτια σου σαν ολόμαυρες κουμπότρυπες που με διαβάζουν, σαν αφανέρωτοι έρωτες που κρύβονται στο κενό τους, σαν τσιγάρα που έμειναν μισά για τα παράπονα σου, σαν την άναρχη ζωή σου που κατέληξε να σέρνεται.
Όλα σου τα μαθα, μα ξέχασα μία λέξη.
Αλλά και έτσι να ναι, εγώ είμαι πάντα εδώ, σε κοιτάω, δεν σ αγγίζω, δεν σ αφήνω.
και ας μην υπάρχει γιατί. και ας μην υπάρχεις εσύ για να σώζομαι.
Όλα σου τα μαθα, μα ξέχασα μία λέξη.
Αλλά και έτσι να ναι, εγώ είμαι πάντα εδώ, σε κοιτάω, δεν σ αγγίζω, δεν σ αφήνω.
και ας μην υπάρχει γιατί. και ας μην υπάρχεις εσύ για να σώζομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου