Κάθεται σκεπασμένη στο άδειο της κρεβάτι. Θλίψη ξεχύνεται μέσα από τα άσπρα της σεντόνια και της επιτίθεται. Αποζητά ένα λεπτό ησυχίας, νεκρικής σιγής. Χορεύουν όμως γύρω της λέξεις που μακάρι να μπορούσε να είχε σκοτώσει. Έχει κουρελιάσει τα ρούχα της και κυνηγάει την ζωή της. Κανένας επιπλέον θάνατος δεν της έχει απομείνει. Προσπαθεί να κρυφτεί από μία φωνή που γυρίζει στο μυαλό της, κάποιον που δεν ξέρει πια με τι μάτια θα τον βλέπει. Ίσως αν άλλαζε τα μάτια της, ίσως αν έβγαζε τα μάτια της, ίσως τότε ξεθώριαζε και η δική του φιγούρα. Θα προτιμούσε σίγουρα ναι ναι να είχε πυροβολήσει ξαφνικά εκείνος την καρδιά της, να ζούσε έναν απότομο, γρήγορο, ανώδυνο θάνατο με τελευταία σκηνή της το πρόσωπό του. Πόση παράνοια χωρούσε στο βράδυ της; Δεν ήξερε πια αν ξέρει να παλεύει. Της έγνεφαν αχνές μορφές στο νου της πως ναι. Αλλά εκείνη δεν ένιωθε ότι έχει δικό της σώμα, ότι έχει οποιαδήποτε δύναμη έστω και να ζήσει. Συνεχώς γράπωνε το μαξιλάρι της και πίεζε το στόμα της, έσφιγγε τα χείλη της όσο μπορούσε για να μην ακουστεί η κραυγή της στον ύπνο του. Άλλοτε ονειρευόταν πως αυτή η φωνή που την διέταζε να πεθάνει, θα την νανούριζε σε μία αγκαλιά στοργής. Άπιαστα τα όνειρα, άπιαστα και τα δικά της. Σκεφτόταν τι ζητά από τον κόσμο της. Όχι πια απαιτήσεις. Την έβλεπες να κρατά τα μάτια της κλειστά και δύο ανήσυχα υγρά μονοπάτια να κυλούν στα μάγουλά της. Στριμωχνόταν στο ξύλο του κρεβατιού της για να δυσκολεύεται να αναπνεύσει, όχι εύκολες επιλογές. Ήταν όντως αυτή που έβλεπε στο τζάμι στο παράθυρό της ή όχι; Μήπως όλα τα είχε ονειρευτεί; Τράβηξε για μια στιγμή τα μαλλιά της με οργή, άλλος πόνος σαν της ψυχής αδύνατον να έχω, αυτή ήταν η σκέψη της. Πώς αλλιώς να ματώσω; Έγδερνε το δέρμα της, αλλά το σώμα της αρνιόταν να παραδοθεί σε αυτή την κόλαση που υπέκυπτε το μυαλό. Είχε και άλλα να αισθανθεί, έτσι έδειχνε. Κουκουλωνόταν πιο πολύ με το που γλίστραγαν οι ώρες στο τσεπάκι της μην τυχόν και δεν νιώσει πόνο. Αλλά η οδύνη ήταν στο μυαλό της. Ήταν σε αυτή την δίλεπτη συζήτηση που ρήμαζε την καρδιά της και την οδηγούσε στον γκρεμό ενός εφιάλτη που την φλέρταρε. Η αυτοκαταστροφή έμοιαζε τελικά γλυκιά. Μακάρι να είχε ένα Θεό. Να έκρυβε ένα Θεό στο στήθος της, σαν ένα θαύμα μαγικό και αλλιώτικο, σαν με μία προσευχή να άλλαζε, να γινόταν κάτι άλλο, αλλά και πάλι έκλαιγε.. Δεν είχε ιδέα τι θέλει να γίνει. Ύστερα έτρεχε στην κουζίνα της. Έβρεχε το πρόσωπο και το λαιμό της που οι λυγμοί τους έκαιγαν και βυθιζόταν ξανά στην ανάγκη του να βγάλει από μέσα της εκείνον. Έκανε εμετό το νερό της, σιχαινόταν τον εαυτό της που αφέθηκε. Άκουγε θορύβους, φοβόταν να ξεφύγει, η ελευθερία που έψαχνε της φαινόταν πόλεμος ξαφνικά. Έτρεχε πάλι στο σκοτεινό της κρεβάτι. Συναντούσε τις σκιές και μίλαγε για λίγο. Της φαινόταν πως εκείνος χτύπαγε το τζάμι της για να της εξηγήσει πως όλα είναι ψέματα, άκουγε το τηλέφωνο της να χτυπά. Ώρα καμιά και ώρες πολλές. Τέσσερις; Πέντε; Το μόνο που μέτραγε ανάμεσα στα σεντόνια της ήταν οι συλλαβές των λέξεων του. Ξι έψιλον κάπα όμικρον λάμδα λάμδα άλφα.
Κατάστρεψε με γαμώτο αλλά εσύ! Ακόμη και στον θάνατο μου, φοβάσαι να με νιώσεις. Μην πεθάνεις, απλά σκότωσε με. Χειρότερο κακό δεν θα πάθω. Τουλάχιστον να έχω την ευτυχία να με αγγίζεις. Μόνο αγάπη σου έκρυβα, λυπάμαι. Φάνηκε πως δεν έπρεπε αν και η πουτάνα η καρδιά μου για άλλα πέθαινε. Μην διστάζεις, μέσα σου δεν ξαναχάνομαι. Σε ζηλεύω κάποια βράδια μου που γουστάρεις την αμαρτία. Αν μπορούσα να την γευτώ, πίστεψέ με θα ζούσα για λίγο. Αλλά ούτε αυτό δεν μπορώ μακριά σου.
Μην απομακρύνεσαι. Φεύγω εγώ. Μην κλείνεις τα μάτια σου. Θέλω να κοιτάς μία σκιά που περπατά.
Όχι γιατί εσύ με σκότωσες, παρά γιατί ΕΓΩ επέλεξα εσένα για να πεθάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου