Τι να θυμηθώ..


Εκείνο το βράδυ σε θυμάμαι λαχανιασμένο να μου λες πως την καρδιά μου την αγάπησες. Σάτυρε. Τραγελαφικέ. Μου άργησες πολύ. Και ύστερα μυθοπλαθούσα εαυτούς που ξέφευγαν. Πόσα σου έκρυψα Θεέ μου. Τις νύχτες έτρεμε η φωνή σου,το ξέρεις; Οταν κοιμόσουν τύλιγες τα χέρια σου σαν σε αγκαλιά για να κρυφτείς. Σε ανακάλυπτα να ονειρεύεσαι. Σε έχανα να ψάχνεις τους δικούς σου στα αστέρια. Σε χόρταινε ένα δάκρυ και σου αρκούσε ένα τσιγάρο. Πες μου πως θα ρθεις. Ποτέ σου δεν έκλαιγες. Ποτέ σου δεν γέλαγες μέχρι δακρύων. Πάντα φώλιαζε στα μάτια σου ένας φόβος να σκιρτήσει η καρδιά σου. Μόνο όταν με μισούσες, νομίζω ζούσες. Στα αλήθεια με μίσησες;
Σε πόναγε ο Μητροπάνος μα τον άκουγες. Σου θύμιζε πως δεν έχουμε πατρίδα, μα ο ένας τον άλλον. Μην φοβηθείς για ένα τίποτα μου έλεγες. Μην χαθείς. Σκούραιναν τα μάτια σου, άρπαζαν ένα σκούρο καφέ χρώμα θλίψης όταν ξόδευες τον εαυτό σου με άλλους. Και έλαμπαν, έλαμπαν όταν κολυμπούσα μέχρι τις σημαδούρες και σε χαιρέταγα. Νομίζω αγάπησες την θάλασσα γι αυτό την ακολούθησες. Μου ζήταγες θυμάμαι να σου τραγουδάω Σιδηρόπουλο. Σ έμαθα να ξεχωρίζεις τις νότες. Έκλεινες τα μάτια σου στο άκουσμα της φα ματζόρε. Γιατί, ποτέ δεν κατάλαβα. Λες και τα χέρια μου δεν ήταν ικανά να  σε συγκινήσουν καθώς έπαιζα άλλες νότες. Άλλες συγχορδίες δεν σκέπαζαν τα βλέφαρα σου. Τα φεγγάρια σου κυνήγαγε ο χρόνος. Δεν έτρεχες, δεν ανέπνεες, μα όταν φοβόσουν σου χαίδευα τα χέρια και ψιθύριζες πως δεν χρειάζεσαι άλλη λύτρωση μετά από αυτή.
Περπατούσες αργά, γκάζωνες και διάβαζες Γκαίτε χωρίς να σε ρωτάω γιατί. Αγάπαγες τα μέτρια, κολυμπούσες στα ρηχά μέχρι που σε κατάλαβα. Μέχρι που με τσάκωσες να ζω δίπλα σου. Εκεί είπες ότι άρχισαν όλα. Εκεί σου είπα ότι τελείωσαν όλα. Ο έρωτας είναι το χειρότερο μονοπάτι να διαβείς έλεγες. Γιατί για ένα τίποτα όλα; Ύστερα έσβησαν τα φώτα σου, πλάγιασε η καρδιά μου. Τι και αν μου έστελνες το φεγγάρι κάθε χαραυγή; Εγώ τα χείλη σου ζητούσα. Την αγάπη σου σαν ναρκωτικό περίμενα. Έμεινα με ένα ποτέ στις παλάμες μου, δύο χρόνια στην πλάτη μου και μία ευαισθησία σε κάθε τι απαγορευμένο. Λίγο πιο μαύρο και από το μαύρο των μαλλιών σου. Μην χαθείς!

Την νύχτα που με άφησες-σε άφησα, έβαλες φωτιά πρώτα στα σεντόνια μου, μετά στο ημερολόγιο μου, χάθηκες από το παράθυρο και αγόρασες ένα μπουκάλι ουίσκι. Σε χώρεσε ένας γκρεμός. Μα όσο και αν περπατούσα στην ακροθαλασσιά που ονόμασες δική μας καμιά της γωνιά δεν χώραγε την άθλια μου ύπαρξη που έπρεπε να ζει χωρίς εσένα. Εκείνη την διαολεμένη νύχτα έκλαψες ενώπιον ενός λυκόφωτος που ποτέ δεν σε μαρτύρησε. Δεν σάλευε το νερό, δεν παραδίνονταν οι άνεμοι παρά μόνο εγώ έλιωνα να σκέφτομαι ποιος από τους δυο μας αρνήθηκε τον άλλον. Ένα μήνα τώρα φτιάχνω πορτρέτα σου, εσύ προσπαθείς να μην γυρίσεις πίσω, μα εγώ κατάλαβα, εγώ πουθενά δεν θέλω να πάω. Τα φτιάχνω, τα πετάω. Μία επανάληψη που μου στερεί ανάσες. Ξέρεις γιατί κανένα δεν σου μοιάζει; Γιατί όλα πάνω σου μπορώ να τα σκιτσάρω, μα όχι εμένα.

Γύρνα. Ας μην σ έχω. Γύρνα να ξέρω πως δεν σε σκότωσα. Ας μην σ έχω.  Γύρνα για μην πεθάνω.  Αρκεί να ζεις. Ας μην μ αγαπάς. Και ας αγαπάς μόνο εσένα όταν είσαι μαζί μου. Γύρνα....
Θυμάσαι; Όταν σε ρώτησα τι είναι όνειρο μου είπες εσύ. Δεν θες να ξαναονειρευτείς;

Υ.Γ If you love me why am I dying?



dust in the wind

Έκοψε μία ζωή σε τμήματα, τερμάτισε μία περιπέτεια και θυσίασε μία καρδιά. Την μοίρασε σε κάθε κομμάτι μου. Μέτρησε μαζί μου από το ένα μέχρι το εκατό όσο χρειαζόταν. Ξενύχτησε στο πλευρό μου σε κάθε μου ζαλάδα. Μου διάβαζε Μαγιακόφσκι και "ανδρείκελα" από μωρό.  Έχτισε έναν άνθρωπο με θεμέλια που είχε κλέψει από το δικό της μεγαλείο. Η φωνή της με νανούριζε δεκατέσσερα χρόνια. Οι παραινέσεις της περισσότερο. Η αγάπη της σημάδεψε κάθε στιγμή μου και η πορεία της κάθε στόχο μου. Έθαψε ένα παρελθόν για να γεννήσει το μέλλον της που ήμουν εγώ. Την είδα να αγωνίζεται σε έναν άδικο πόλεμο με θύμα το κουράγιο της. Μαζί παρακολουθήσαμε δεκάδες ηλιοβασιλέματα και δράματα, μα ήξερα. Όσο περπατούσα μαζί της στο μονοπάτι που χάραξα κρατώντας το χέρι της, κανένας φόβος δεν θα με νικούσε ποτέ. Νόμιζα πως ήμουν ήρωας επειδή δεν φοβόμουν. Κατάλαβα αργότερα ότι εκείνη ήταν και θα είναι ο δικός μου ήρωας επειδή μπορούσε να φοβάται. Δίπλα της παρά τα τόσα μου όνειρα ξόδεψα μικρό μου κομμάτι. Μου έδωσε ένα όνομα που αγαπούσε και την ικανότητα να γράφω. Βλέπω στον καθρέφτη μου τα μάτια της και τα μαλλιά της, βλέπω το χαμόγελο της να κρύβεται κάτω από το δικό μου. Σε κάθε μου λέξη ακούω μία δική της. Κάθε ήχος μοιάζει με το nightmare των msg που σιγοτραγούδαγε τα βράδια αφότου γεννήθηκα. Όταν συνήθισα την αγκαλιά της και συμβιβάστηκα με έναν Θεό, την είδα να πονά, να χάνει κάθε της θάρρος, να προσπαθεί να κρυφτεί σε μισόλογα και δικαιολογίες ενώ ο καρκίνος της θέριζε το σώμα. Την είδα να παλεύει για να ζήσω εγώ. Αντίκρισα τον άγγελο της ζωής μου που μου έδωσε πνοή στο κρεβάτι του πόνου να μάχεται για μία ανάσα χωρίς βοήθεια. Την είδα να χάνεται ακόμη και αν δεν πίστεψα ποτέ πως δεν βρίσκεται δίπλα μου. Την είδα να ξεκλειδώνει τις πύλες ενός παραδείσου όταν πια νίκησε και τον θάνατο. Και εκεί δεν μπορούσα  να την χαιρετήσω. Μπλέκονταν τα ξανθά της μαλλιά και ανέμιζε το φουστάνι της. Με κοιτούσε αλλά ο Θεός της δεν της επέτρεπε να δακρύζει. Ποτέ δεν έμαθα γιατί δεν μπορώ πια να είμαι μαζί της, γιατί τα χείλη μου δεν θα προφέρουν ποτέ ξανά το όνομά της, πάρα μόνο θα δακρύζουν στο άκουσμα του ονόματός του, γιατί δεν πρόλαβα να της πω κάτι, έστω κάτι απλό, μία λέξη. Είναι παντού. Στον αέρα, στο έδαφος, μα κυρίως στον ουρανό, φωλιάζει σε κάποιο ατέλειωτο άκρο του και χαμογελά. Το φάντασμα μου πλησιάζει την τωρινή της κατοικία. Αφήνω μία ανεμώνη, όπως αυτές που έβαζε τις Κυριακές στα βάζα στο άσπρο της κελί, ελπίζοντας να είναι καλά και να με αγαπάει.
Άγγελε μου όντως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα...
Μα το ξέρω..θα σε ξαναβρώ σε κάποια επανάσταση, σε κάποιο κόσμο θα ξανασυναντηθούμε. Μαμά...

η πόλη των τρελών


ένας λαβύρινθος από νότες παίζει στα χέρια μου.
ένας λαβύρινθος από λέξεις ταξιδεύει στο μυαλό μου.
και αυτή η αλλεργία να σε στοιχειώνει πάντα. αλλεργία στις δεσμεύσεις.
μα δεν σε φωνάζει καμία μου δύναμη.
διστάζουν όλες να μην παραλύονται.
όσο είχα δύναμη, ήξερα πως είχα εσένα.
για σένα που έμεινα χωρίς αυτήν όμως;

στο τραπέζι μου μία ζυγαριά. πόσο σε μισώ, πόσο σ αγαπώ.
τα χέρια μου ψαλιδισμένες άκρες που μια οργή σου τα κατάστρεψε. τα μάτια μου υγρές φυλακές που σε δικάζουν.
ένας άνθρωπος που έγινε νησί περπατά δίπλα μου. τα ρούχα του θυμίζουν ξεχασμένες νότες στο πιάνο μου. κρατά ένα τσιγάρο και αναδύονται οι εικόνες του αρρωστημένου βήχα σου. ίσως τελικά ο έρωτας να γεννιέται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. η μηχανορραφία του πάθους δελεάζει τον πόθο και ενώνονται σε ένα αδίκημα μονομελούς πόνου.
σπηλιές ανθρώπων που δέχτηκαν να αλλοτριωθούν φοβούμενοι τους άλλους, όπως εμείς εμάς.
πιέζουν μία αφορισμένη ευτυχία για να τους κρατήσει ζεστούς. ξεχνούν ό,τι και εσύ.η ευτυχία δεν γεννάται. γίνεται. συμβαίνει.
κρεμάνε τα βράδια κοιτώντας πίσω και γύρω τους μην τυχόν τους δει κανείς τα προσωπεία τους πάνω από το τζάκι. νομίζουν ότι έκαναν όνειρα. (ένα όνειρο καλοκαιρινής νυχτός ήταν ο έρωτας μας, μην ξεχνιόμαστε)
οι πιο τολμηροί φορούν μάσκες. αν τους το ζητήσεις δέχονται να σου αποκαλύψουν το αληθινό κατά αυτούς πρόσωπο.
αμέτρητα στρώματα ψέματος φωλιάζουν μόνο στο βλέμμα τους.
και ύστερα πλανώνται πως υπηρετούν την αναρχία επειδή ζωγραφίζουν καλλιτεχνικά το σήμα της και στα χέρια τους τρέμει λίγη ματαιόδοξη αρπαγή ζωής.
βασανισμένοι, μόνοι, μισαλλόδοξοι γεμίζουν αυτή την πόλη όντας τρελοί.
δεν ξενυχτάνε στο μπαλκόνι τους να δουν άστρα να πεθαίνουν. δεν ονειρεύονται το ύψος της ζωής τους, θέλουν μόνο να ακούν αντίο μήπως και χρειαστεί να δώσουν περισσότερα.
η φωνή τους, μία, οχλοβοή τεράστια.
θόρυβος ναι. μάζα ναι. άνθρωπος όχι.
μεθυσμένοι (όπως εσύ) από την ζωή παραπατούν στα πλακόστρωτα που περνάω, δεν έχασαν τον έρωτα λίγες φορές αλλά τριγυρνούν με τα χέρια στις τσέπες κ τον ψάχνουν σε χρώματα και αρώματα.
είναι ικανοί να ακολουθήσουν όποιο ελκυστικό ξένο σώμα τους ξυπνήσει από κάποιο λήθαργο απλά για να γευτούν μία φθίνουσα διαδικασία απογοήτευσης.
ο έρωτας μόνο όταν τον μοιράζεσαι, υπάρχει.
κολυμπούν μερικοί στην θάλασσα των σκέψεων τους και κάποιοι άλλοι μεταφράζουν το αδιέξοδο τους σε μελωδικές συγχορδίες γεμάτες μία χαρά που σφίγγει στον κλοιό της μόνο πίεση, όχι αίσθημα.
νιώθουν μηχανικά. δεν έχουν ύλη (αν θες να τους πλησιάσεις) δεν έχουν ψυχή (αν θες να τους αγαπήσεις)
σε μία άκρη σιγοτραγουδά κάποιος που μου φωνάζει πως η αγάπη μοιάζει με πλαστελίνη. ανάλογα με αυτόν που την κρατάει, μετασχηματίζεται.

και να μαι πάλι στην πολυθρόνα μου με τα ανεμοδαρμένα ύψη στα χέρια να βλέπω από το παράθυρο μου πως οι τρελοί γεννώνται στην πόλη που σε αγάπησα.

disorder

Βογκούν στο κρεβάτι μου οι μέρες της αγάπης και οξύνονται οι πόνοι καθώς η θλίψη μου γεννάται από εκατοντάδες σημεία σε όλο το μήκος της ψυχής μου. Τα μάτια μου βροχερές μέρες που χάθηκαν στις σκέψεις σου. Εκεί πέθανα αμέτρητες φορές και εκεί με βρήκε η ανάσταση μου το ίδιο καίρια και μονολιθή. Δεν χτίζεις ένα κορμί από έναν άνθρωπο. Τα όνειρά μου χίμαιρες που προσπερνούν και παρασύρουν η μία την άλλη, ουτοπίες που ξεχάστηκαν. Χάνονται στο βάθος ενός ορίζοντα που δεν τόλμησες ποτέ να διασχίσεις, χάνονται όπως και εγώ στο όνειρο μου να σε σώσω. Μοιάζει ο φόβος μου με ανεμοθύελλα. Τρέμει το εγώ μου στο ύψος του εαυτού σου. Η καρδιά μου μετράει κομμάτια σου. Και αν θέλω να ξεχάσω κάθε μου καταραμένη από τον έρωτα νύχτα με γεμίζει ένοχες σκέψεις, απατηλές λέξεις, παρήγορα ψέματα του γιατί δεν είσαι εδώ. Κάθε σφύριγμα του ανέμου βιάζει το τζάμι μου εκεί όπου διάβαζες πως σε προσέχω όποιος και αν γίνεις μα καταβάθος το φοβόμουν και αν με ρωτήσεις γιατί θα σου πω πως το ήξερα. Τα νοτισμένα σ αγαπώ μου ξεθώριαζαν σαν την φιγούρα ενός εαυτού σου που συνάντησα προχθές. Δεν ήταν άνθρωπος, ούτε σκιά. Πέταγαν οι σαίτες μου και έφταναν τα σφραγισμένα μου μπουκάλια σε κάποια σου ακρογιαλιά ενώ έκλαιγα πως σε είχα χάσει γιατί αγάπησες άλλη. Την θάλασσα. Άλλη αγάπησες το είδα, στο χρώμα των ματιών σου, στο σχήμα των μαλλιών σου, στα βαθουλωμένα σου μάγουλα, στα σημαδεμένα σου μπράτσα. Ξέσκισες κάθε φλέβα σου για να αγαπήσεις. Με χαμηλωμένο το κεφάλι μου είπες ότι όλοι μου οι ήρωες είχαν εθιστεί. Με χαμηλωμένη την αξιοπρέπεια σου σε ικέτεψα, σε παρακάλεσα να σε φυλώ μερόνυχτα παραδομένη στην απεξάρτησή σου, υποταγμένη σε νύχτες πιθανώς γεμάτες πόνους και ουρλιαχτά και εφιάλτες, να σου διαβάζω και να σου χαιδεύω τα χέρια μέχρι να κλείσουν οι θανάσιμες σου πληγές. Μα εσύ μου γύρεψες πατρίδα στην εξάρτηση, μου φανέρωσες τον δρόμο σου στα σκαλοπάτια της κατάθλιψης, συνέθλιψες την καρδιά σου στα μάτια μου . Ο κόσμος μου έπαψε να ανατέλλει μήπως πάθεις κακό. Ένα ξημέρωμα που μου τηλεφώνησες, μίλησες σιγανά, λες δεν έχεις πρόσωπο, υπόσταση, μυαλό πια τίποτα. Μα σου είπα όσοι αγαπούν θα σώζονται. Γι αυτό με μίσησες. Μόνο το κελί σου κοιτώ πια και θυμάμαι. Τα πήρε όλα ο άνεμος και φαίνεται σε ξέχασε κάπου μακριά. Με στοιχειώνουν διαρκώς όμως τα μάτια σου σαν ολόμαυρες κουμπότρυπες που με διαβάζουν, σαν αφανέρωτοι έρωτες που κρύβονται στο κενό τους, σαν τσιγάρα που έμειναν μισά για τα παράπονα σου, σαν την άναρχη ζωή σου που κατέληξε να σέρνεται.
Όλα σου τα μαθα, μα ξέχασα μία λέξη. 
Αλλά και έτσι να ναι, εγώ είμαι πάντα εδώ, σε κοιτάω,  δεν σ αγγίζω, δεν σ αφήνω.

και ας μην υπάρχει γιατί. και ας μην υπάρχεις εσύ για να σώζομαι.