χωρίς όνομα pt3

Βρέθηκα να ξεφεύγω στους δρόμους της Αθήνας. Αυτό είναι τελικά φυλακή. Να νομίζεις πως δραπέτευσες μα τελικά να γυρνάς πάντα σε ό,τι αρνήθηκες. Λένε πως δεν δημιουργώ δεσμούς γιατί φοβάμαι τους άλλους. Αυτό που φοβάμαι περισσότερο από όλα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός.  Είναι περασμένες δύο. Κάποτε μετρούσα τα βήματα μου μα τώρα απλά δεν τα θυμάμαι. Και τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη;  Και ύστερα σε κάθε σκοτεινή γωνία υπήρχε ένα παρατημένο από την πραγματικότητα κορμί, που ούρλιαζε για βοήθεια και μου θύμιζε το δικό μου, το τόσο κατεστραμμένο από τις πληγές. Και πάλι στα μάτια όλων των αστέγων, που κανείς τους δεν κοιμάται πραγματικά έβλεπα τα δικά μου μάτια, σαν σε ξεκάθαρο καθρέφτη, σκεφτόμουν το πόσο δεν μπόρεσα να χωρέσω πουθενά, ούτε καν στην νύχτα. Και το άλλο πάλι...Σε καθένα από τα βλέμματα των κοριτσιών που με παρακαλούσαν να περάσω την νύχτα μαζί τους για πενταροδεκάρες, προσπερνούσα ήσυχα. Ήταν αναρίθμητες, στο τέλος κάθε δρόμου και έτσι μου θύμισαν την δική μου ανωνυμία. Το πόσο εύκολα παραλείπεται το όνομά σου και πόσο ακόμη ευκολότερα ξεχνάται το πρόσωπο σου. Έτσι έπρεπε, να μην έχω όνομα για να μην με μπερδεύουν με τους άλλους. Γιατί τα ονόματα είναι πιο φθαρτά και από το ίδιο μας το κορμί.μοιάζουν ή αλλάζουν αρκεί να τα συνηθίσεις και τότε θα είσαι μία ασήμαντη καταγραφή, μία ληξιαρχική δήλωση. Γι'απόψε δεν έχω όνομα και έχω όλα τα ονόματα. Ούτως ή άλλως δεν έχει σημασία. Κάθισα σε μία στάση λεωφορείου στην Συγγρού στο ύψος του Φιξ. Πέρασε κοντά μία ώρα μόνο να καπνίζω τα απρόσωπα πρόσωπα των περαστικών και να γελάω με τα κίτρινα χρώματα στα ταξί. Ξανάρχισα το περπάτημα. Λένε πως έχω κάτι μέσα μου τέτοιο που θα σε μπερδέψω αν μου μιλήσεις, πως θα σε ξεχάσω αν με κερδίζεις μα αυτό που ξεκάθαρα μπορώ να δω εγώ εκτός από την βροχή που μόλις άρχισε να ξεσπά, είναι η μοναξιά. Κάθε τρύπα στο κορμί μου αναβλύζει τεράστιες ποσότητες μοναξιάς. Την σκέψη αυτή δεν κατάφερα να την αφήσω, να την διώξω, να μην την νιώθω, ποτέ. Και εκεί τελειώνω. Μόνος. Μία πόλη νεκρή αυτή η Αθήνα, γεμάτη μα τόσο άδεια, φωτεινή μα τόσο σβηστή. Κάπου χάθηκα μέσα στα περιθώρια της κοινωνικής ηθικής, της πολιτικής συνείδησης, της αμάσητης τροφής και της θρησκευτικής δουλοπρέπειας. Μα κυρίως χάθηκα στα πρακτικά ενός συμβουλίου που με δίκαζε γιατί ήθελα να ονειρεύομαι. Την μέρα εκείνη με έτρωγε το πρόσωπο μου, ήθελα να πετάξω την μάσκα μου, ήθελα να οργανώσω μία μικρή εξέγερση, να βγάλουν και οι άλλοι τις δικές τους. Τα κατάφερα. Μα κάποιος με είδε και με εκτέλεσαν. Ήμουν τριάντα και είχα άλλο ένα τσιγάρο στο πακέτο. Από τότε έγινα σκληρός για να μην με πληγώνουν και φυγόπονος για να μην έχουν δικαίωμα πάνω μου. και στη συνέχεια έγινα και μόνος. Τα φανάρια στην Καλλιρρόης νομίζω έχουν χαλάσει. Τα αυτοκίνητα με προσπερνούσαν κατεβάζοντας ταχύτητες κάτω από μηδενικά φώτα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν ένας παππούς. Πέρασα τον δρόμο βιαστικά και τον ρώτησα αν χρειάζεται βοήθεια. Με κοίταξε και μου είπε πως ήθελε την βοήθεια μου, ναι. ήταν όμως η θέρμη στα μάτια του. Η θέρμη πως αυτός ο κόσμος δεν παραιτήθηκε τελικά. Με το ένα χέρι άναψα τσιγάρο και με το άλλο  του έπιασα το μπράτσο για να περπατήσουμε, όπως με τον παππού μου. Του μετρούσα τα αστέρια ενώ έτρεμαν τα χέρια του. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του ξεκλείδωσε την πόρτα και με άγγιξε στον ώμο χωρίς κουβέντα, ήταν ένα ευχαριστώ ψυχής 
και τότε κατάλαβα πόσο γοητευτική είναι η μοναξιά όταν την μοιράζεσαι...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου