σ'

μα δεν έχω σε απάνω σου. τι σε; σε σαν σημάδι στο κορμί σου; ή σε σαν υπόσχεση μιας δέσμευσης που δεν ξέρω αν ζητάς. 

έχω

μα τι δεν έχω.τίποτα δεν βλέπω να αφήνεις πίσω. τα παίρνεις όλα όταν φεύγεις μαζί σου.ακόμη και αν κοιτάω τα χέρια σου περιμένοντας μέχρι την πιο τελευταία στιγμή. όχι έτσι θα φύγεις. όπως ήρθες. 

βρει

σ' έχω βρει; γιατί δεν ξέρω αν όντως εσένα έπρεπε να σε βρω ή αν έπρεπε να μην σε βρω. ή αν δεν έπρεπε να μην αφήσω να σε βρουν. λογοπαίγνια της πλάκας. 

και 

τι και; ααα και. αυτό που φαίνεται να ξεχνάς να προσθέσεις όλο. και σαν ένα βλέμμα, μία αγκαλιά, μία καληνύχτα.

σε χάνω

επειδή μόλις πάω να πειστώ πως σε έχω χάσει προτού να σ'έχω, λες μία από αυτές σου τις κουβέντες και ούτε και εγώ ξέρω τι έχω χάσει εκείνη την στιγμή. περισσότερο το μυαλό μου.

και αν απλά σου μοιάζω καθώς αλλάζω τότε τι ψάχνω περισσότερο; εσένα μέσα μου ή εμένα μέσα σου;


Roads

Άλλαζε τις ταχύτητες κοφτά σαν να μην είχε μάθει ποτέ της να οδηγεί. Το αυτοκίνητο έσβηνε, άναβε, αγκομαχούσε, εκείνη συνέχιζε να προσπαθεί. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από την οργή στα μάτια του. Την πίκρα στα λόγια του.
" Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό; Εσύ είσαι αυτή που πληγώνεις τους άλλους. Τους δίνεις ένα από τα φιλιά σου και μετά ζητάς να σε ξεχάσουν γιατί θέλεις να πάρεις άλλον δρόμο. Εσύ δεν ερωτεύεσαι, όχι εκείνοι. Εσύ τους αφήνεις όλους να φύγουν και μετά κλαις μόνη σου για το γιατί δεν μπορούν να σε αγαπήσουν, μα ξέρεις ότι δεν θέλεις να σε αγαπήσουν,γιατί φοβάσαι να σ'αγαπήσουν πολύ, γιατί φοβάσαι να δεχτείς μία δέσμευση".

Μα είχε σταματήσει, πόσο συχνά το έκανε αυτό. Να την κοιτάει μέσα από το παράθυρο του. Ή να καταλαβαίνει πως είναι ο εαυτός του μέσα από τα μάτια της. Την νύχτα που μπορούσαν να συναντιούνται εκείνος ήταν λιγότερο ο εαυτός του, πάντα. Καθόταν στην θέση του οδηγού, όπως τον θυμόταν και ανοιγόκλεινε τις σκάλες στα φώτα, σαν να έπρεπε να της θυμίσει ότι και εκείνος νιώθει αμηχανία. 


Έστριψε αριστερά και μετά δεξιά και πάλι αριστερά. Δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει, δεν έπαιρνε κανένα δρόμο τελικά, όπως συνέβαινε διαρκώς. Γιατί ήξερε πως ένα μέρος αυτών που της είπε ήταν αλήθεια,το ήξερε μέσα της. "Εσύ κάνεις τα πράγματα μπερδεμένα."
Εγώ, είπε. Πώς μπορώ εγώ να κάνω τα πράγματα μπερδεμένα; Άκουγε το σπινιάρισμα στην άσφαλτο. Ο ήχος όμως δεν ήταν δικός της. Μπορούσε να τον ακούσει, αλλά και πάλι όχι. Όπως συνέβαινε συχνά. Άκουγε τις φωνές όμως, λόγια που τις είχαν πει, λόγια που είχε πει, λόγια που κάλυπταν τον φόβο της από το βλέμμα της.


Δεν κάπνιζε πάντα. Άλλες φορές ναι, άλλες όχι. Εκείνη ποτέ δεν κοιτούσε τον καπνό, αλλά τα χέρια του, καλύτερα τα δάχτυλα του. Καταλάβαινε πότε την ενοχλούσε ο καπνός. Προσπαθούσε να κρύψει τον βήχα της, αλλά εκείνος αμέσως έκρυβε τον καπνό του στο συρταράκι του αυτοκινήτου. Αυτή ήταν η ευκαιρία της να ψάξει λίγο την ζωή του. Μιλούσαν για λίγο, αλλά όχι πάντα. Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος. 


Το μυαλό της επαναλάμβανε σκηνές αντικαθιστώντας εικόνες που ζούσε. Η άσφαλτος ήταν ο φόβος από τις εικόνες της, σαν ένας απρόσωπος, αόρατος, άγνωστος εφιάλτης.
Λέξεις σαν "θα σε ξαναδώ. , ελπίζω να μείνουμε φίλοι. , σε νοιάζομαι. , μην με ξεχάσεις. , να προσέχεις., " σαν όλα να έκρυβαν αυτό: το ότι ήθελε πάντα αυτοί οι άνθρωποι να την έχουν στο μυαλό τους. Τους άφηνε, θέλοντας να ξέρει ότι εκείνοι δεν την αφήνουν. Και ούτε μπορούσε να το πει εγωισμό.


Καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος. Αυτός την κοιτούσε επίμονα, περιμένοντας μία απάντηση. Εκείνη κοιτούσε ευθεία και κρύωνε, μα δεν μιλούσε. Ξέρω πως μου αρέσει να κοιτάω τα μάτια σου, και επίσης ξέρω ότι δεν θα είμαι ποτέ μαζί σου, του είπε. Αλλά δεν μπορείς να μην με αφήσεις να σου μιλάω, ή να σ'αγαπάω. Δεν ξέρω ποια είμαι και με φοβίζει το ότι μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά ας μην το σκεφτούμε τώρα. Άνοιξε το παράθυρο της αργά. Βάλε μπροστά, του είπε και αυτός χαμογέλασε. Ακριβώς όπως της άρεσε να χαμογελά.



Α στροφή. Και άλλη στροφή. Τρίτη. άστο πλησιάζω ευθεία. Τέταρτη.  Μωρέ λες;
Όπως σου είχα ξαναπεί, γκάζωσε μωρό μου, ο ορίζοντας μας χωράει. Πως το βλέπεις;
Μπορεί και να μας αντέξει;

Mεγάλες οι ευθύνες να σε σκηνοθετώ





«Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο

Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα

Νά φωνάζω από σένα καί νά με χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι.
»




Αφού το είδα πως δεν με αγάπησες. 
Πως δεν με αγάπησες, το ξέρω. 
γιατί δεν ήμασταν μαζί, εγώ ήμουν μαζί σου
εσύ ποτέ δεν είπες. 
όλα αυτά βέβαια
αν ακόμη (μ') ακούς 
γιατί μεγαλοπιάστηκες 
και πια δεν σε νοιάζω.
και ούτε που σε νοιάζει να δείξεις 
το αντίθετο. 



«Τις δύσκολες ώρες θέλω να νιώθω πως είσαι κοντά, έστω και με γυρισμένη την πλάτη.
Η κουβέντα μας μένει πάντοτε στη μέση. Κι επειδή έχουμε γυρισμένες τις πλάτες, δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ποιος είναι ο λόγος που την κρατά ανολοκλήρωτη.
Δεν περίμενα πως θα αντέξω τόσο πολύ καιρό να μη σε έχω, αλλά να σε νιώθω. Είμαι πίσω σου γιατί με κάνεις να αισθάνομαι πως θες να είμαι εκεί. Για να ακουμπάς όταν κουράζεσαι, όταν έχεις ανάγκη να ελπίζεις, όταν έχεις ανάγκη να απλώσεις το χέρι χωρίς να αγγίζεις. Να αισθάνεσαι...
Κι αυτή τη λέξη, που θα μπορούσε να σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι και να με κοιτάξεις, ούτε κι εγώ μπορώ να την πω. Γιατί αν δεν είναι η σωστή, θα σε κάνει να γυρίσεις πάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε είχα χάσει για πολύ καιρό. Μη με κατηγορείς γιατί δεν προσπαθώ. Φοβάμαι.
Μα τη λέξη δεν τη λες ούτε κι εσύ. Φοβάσαι, το νιώθω.
Κι έτσι, η σιωπή τέλος δεν έχει. Σ' ευχαριστώ που με αφήνεις να ακουμπώ στην πλάτη σου, σ' ευχαριστώ που στηρίζεσαι στη δική μου που και που.
Κι αν λοιπόν ήταν μία η λέξη, αυτή τη στιγμή δεν θα ήταν αγαπώ, ελπίζω, ευχαριστώ, αγγίζω. Θα ήταν φοβάμαι. Πως αν δεν ακουμπώ σε σένα, η πλάτη μου θα λυγίσει. Γιατί όλο το βάρος του κόσμου είναι από καιρό στους ώμους μου.
Φοβάμαι, το είπα.
Πες μου τώρα τη δική σου λέξη. Κι ας μην έχουμε τίποτε άλλο να πούμε μετά.
Ναι, δεν τελειώνει η σιωπή.»

.



There's a look on your face I would like to knock out 
See the sin in your grin and the shape of your mouth 
All I want is to see you in terrible pain 
Though we won't ever meet I remember your name
Can't believe you were once just like anyone else
Then you grew and became like the devil himself
Pray to god I think of a nice thing to say
Βut I don't think I can so fuck you anyway
You are scum, you are scum and I hope that you know
That the cracks in your smile are beginning to show
Now the world needs to see that it's time you should go
There's no light in your eyes and your brain is too slow
[...]
Bet you sleep like a child with your thumb in your mouth
I could creep up beside put a gun in your mouth
Makes me sick when I hear all the shit that you say
So much crap coming out it must take you all day
There's a space kept in hell with your name on the seat
With a spike in the chair just to make it complete
When you look at yourself do you see what I see
If you do why the fuck are you looking at me?

αλλά κυρίως γιατί βαρέθηκα να σε περιμένω.όχι γιατί δεν αντέχω να πονάω αλλά γιατί δεν θα έρθεις, ακόμη και αν μέχρι την τελευταία στιγμή,ελπίζω σε αυτό. γιατί πάντα φτάνω μαζί σου λίγο πριν αλλά σταματάω. λίγο πριν από το τηλέφωνο, λίγο πριν από την συνάντηση, λίγο πριν την σχέση. 
και γιατί για να μπορώ να σε αισθάνομαι απέκτησα την εκνευριστική συνήθεια να προσπαθώ ή έστω να θέλω να σε κάνω να ξεμπλέξεις με ό,τι χάος έχεις στη ζωή ή στο κεφάλι σου. και έστω και αν χρειάστηκε να περάσει καιρός για να το δω καθαρά,το χάος διάλεξες, εκεί να μείνεις.και στο λέω εγώ που σε νοιάζομαι. και όπως κάπου διάβασα «που να με φιλήσεις, να μην φύγω.» δεν χρειάζεται να ανησυχείς.εσύ καλά καλά στα μάτια φοβάσαι να με κοιτάξεις ή να μου πεις δύο κουβέντες απλές χωρίς να ψάχνεις κάθε σου λέξη για την (παρ)ερμηνεία της, οπότε ούτε λόγος για φιλί.και μην μου μιλήσεις ξανά για την κυκλοθυμία μου όταν αλλάζουν οι εποχές (όπως τότε:ήρθε το καλοκαιράκι γι'αυτό κοίτα να βρεις την ευτυχία-τι γελοίος) γιατί μπορεί να σε φιλήσω εγώ.