Άλλαζε τις ταχύτητες κοφτά σαν να μην είχε μάθει ποτέ της να οδηγεί. Το αυτοκίνητο έσβηνε, άναβε, αγκομαχούσε, εκείνη συνέχιζε να προσπαθεί. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από την οργή στα μάτια του. Την πίκρα στα λόγια του.
" Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό; Εσύ είσαι αυτή που πληγώνεις τους άλλους. Τους δίνεις ένα από τα φιλιά σου και μετά ζητάς να σε ξεχάσουν γιατί θέλεις να πάρεις άλλον δρόμο. Εσύ δεν ερωτεύεσαι, όχι εκείνοι. Εσύ τους αφήνεις όλους να φύγουν και μετά κλαις μόνη σου για το γιατί δεν μπορούν να σε αγαπήσουν, μα ξέρεις ότι δεν θέλεις να σε αγαπήσουν,γιατί φοβάσαι να σ'αγαπήσουν πολύ, γιατί φοβάσαι να δεχτείς μία δέσμευση".
Μα είχε σταματήσει, πόσο συχνά το έκανε αυτό. Να την κοιτάει μέσα από το παράθυρο του. Ή να καταλαβαίνει πως είναι ο εαυτός του μέσα από τα μάτια της. Την νύχτα που μπορούσαν να συναντιούνται εκείνος ήταν λιγότερο ο εαυτός του, πάντα. Καθόταν στην θέση του οδηγού, όπως τον θυμόταν και ανοιγόκλεινε τις σκάλες στα φώτα, σαν να έπρεπε να της θυμίσει ότι και εκείνος νιώθει αμηχανία.
Έστριψε αριστερά και μετά δεξιά και πάλι αριστερά. Δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει, δεν έπαιρνε κανένα δρόμο τελικά, όπως συνέβαινε διαρκώς. Γιατί ήξερε πως ένα μέρος αυτών που της είπε ήταν αλήθεια,το ήξερε μέσα της. "Εσύ κάνεις τα πράγματα μπερδεμένα."
Εγώ, είπε. Πώς μπορώ εγώ να κάνω τα πράγματα μπερδεμένα; Άκουγε το σπινιάρισμα στην άσφαλτο. Ο ήχος όμως δεν ήταν δικός της. Μπορούσε να τον ακούσει, αλλά και πάλι όχι. Όπως συνέβαινε συχνά. Άκουγε τις φωνές όμως, λόγια που τις είχαν πει, λόγια που είχε πει, λόγια που κάλυπταν τον φόβο της από το βλέμμα της.
Δεν κάπνιζε πάντα. Άλλες φορές ναι, άλλες όχι. Εκείνη ποτέ δεν κοιτούσε τον καπνό, αλλά τα χέρια του, καλύτερα τα δάχτυλα του. Καταλάβαινε πότε την ενοχλούσε ο καπνός. Προσπαθούσε να κρύψει τον βήχα της, αλλά εκείνος αμέσως έκρυβε τον καπνό του στο συρταράκι του αυτοκινήτου. Αυτή ήταν η ευκαιρία της να ψάξει λίγο την ζωή του. Μιλούσαν για λίγο, αλλά όχι πάντα. Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος.
Το μυαλό της επαναλάμβανε σκηνές αντικαθιστώντας εικόνες που ζούσε. Η άσφαλτος ήταν ο φόβος από τις εικόνες της, σαν ένας απρόσωπος, αόρατος, άγνωστος εφιάλτης.
Λέξεις σαν "θα σε ξαναδώ. , ελπίζω να μείνουμε φίλοι. , σε νοιάζομαι. , μην με ξεχάσεις. , να προσέχεις., " σαν όλα να έκρυβαν αυτό: το ότι ήθελε πάντα αυτοί οι άνθρωποι να την έχουν στο μυαλό τους. Τους άφηνε, θέλοντας να ξέρει ότι εκείνοι δεν την αφήνουν. Και ούτε μπορούσε να το πει εγωισμό.
Καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος. Αυτός την κοιτούσε επίμονα, περιμένοντας μία απάντηση. Εκείνη κοιτούσε ευθεία και κρύωνε, μα δεν μιλούσε. Ξέρω πως μου αρέσει να κοιτάω τα μάτια σου, και επίσης ξέρω ότι δεν θα είμαι ποτέ μαζί σου, του είπε. Αλλά δεν μπορείς να μην με αφήσεις να σου μιλάω, ή να σ'αγαπάω. Δεν ξέρω ποια είμαι και με φοβίζει το ότι μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά ας μην το σκεφτούμε τώρα. Άνοιξε το παράθυρο της αργά. Βάλε μπροστά, του είπε και αυτός χαμογέλασε. Ακριβώς όπως της άρεσε να χαμογελά.
Α στροφή. Και άλλη στροφή. Τρίτη. άστο πλησιάζω ευθεία. Τέταρτη. Μωρέ λες;
Όπως σου είχα ξαναπεί, γκάζωσε μωρό μου, ο ορίζοντας μας χωράει. Πως το βλέπεις;
Μπορεί και να μας αντέξει;