Όχι πως δεν ξέρω πώς χαμογελάει ο θάνατος, μου είπε η Ζωή. Είναι που δεν μπορώ να σταματήσω να μετράω πόσους ανθρώπους έχω χάσει έτσι, επειδή ο θάνατος είχε διάθεση εκείνη την ώρα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, με πιστεύεις, έτσι; Φοβάμαι όμως μήπως πεθάνω προτού προλάβω να ζήσω. Τόσοι άνθρωποι,καθένας πιο σημαντικός από τον άλλον, αξέχαστοι σταθμοί σε μία τόσο δύσκολη διαδρομή. Δεν μου άρεσε το κρασί και όμως του έλεγα ψέματα, πως το λατρεύω, επειδή το λάτρευε κι εκείνος και ήθελα να λατρεύω ό,τι λάτρευε κι αυτός. Εκείνη την νύχτα δεν ήρθε να τελειώσει το ποτήρι του, εκείνη την νύχτα έπαψα να λέω το όνομά του δυνατά.Πόσο μου άρεσε το όνομά του. Έφτιαχνα τις λέξεις μου έτσι που να με βολεύει να λέω το όνομά του, γιατί μου άρεσε να το ακούω. Και τώρα είμαι εδώ και περπατάω μαζί σου για να τον ξαναδώ, κάθε μου βήμα ένας άθλος πώς στέκομαι ακόμη. Θέλω να με συγχωρήσει που γκρίνιαζα συχνά ή που σκίτσαρα το πρόσωπο του όταν κοιμόταν, που δεν έβαζα ζώνη στο αυτοκίνητο ή που άλλαζα το "schism" για το "wonderwall".
Φτάσαμε Ζωή, της είπα. Πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου. Εκείνη άφησε τα χέρια της να πέσουν και είδα τα δάκρυα της να κυλούν απότομα σε όλο της το πρόσωπο, βίαια.
Το νιώθω τώρα που κοιτάω το πρόσωπο του στην φωτογραφία ότι είναι καλά. Ότι τώρα κανείς δεν τον πληγώνει, κανείς δεν τον ξεχνά, κανείς δεν τον απογοητεύει και ότι πάντα θα μ'αγαπά χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Τα πόδια της λύγισαν και την κράτησα την τελευταία στιγμή. Έλα, κάθισε εδώ,της είπα.
Κάθομαι δίπλα του, κοιτώντας τα μάτια του, προσπαθώντας να τον βρω μέσα από μία φωτογραφία. Δεν ήταν κακός,εγώ το είδα, το διάβαζα στο βλέμμα του, μου είπε. Και του έκαναν τόσο κακό. Με πιστεύεις,έτσι; Ο Δημήτρης δεν ήταν κακός. Και αν θρηνώ τώρα μέσα του είναι γιατί δεν ξέρω πώς είναι ένας κόσμος χωρίς αυτόν αλλά κυρίως γιατί η χειρότερη μου φοβία εκπληρώθηκε στο δικό του κορμί. Γιατί έτσι έφυγε, χωρίς να προλάβει. Γιατί έτσι ήταν. Έφευγε χωρίς να προλάβει να δέσει τα κορδόνια του γιατί είχε αργήσει, γελούσε χωρίς να προλάβει να καταλάβει ποιο ήταν το αστείο, κάπνιζε χωρίς να προλάβει να μάθει πως δεν ήταν κακό.
Σηκώθηκε και ακούμπησε ένα τριαντάφυλλο στον τάφο του και άρχισε να του μιλά.
Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις, του είπε. Δεν σου δίνω πίσω τα ρούχα σου που είναι απλωμένα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μου, ούτε τα φιλιά σου που ακόμη αισθάνομαι στο σώμα μου, δεν σε αφήνω, δεν γίνεται, δεν πρέπει, θα είσαι πάντα μέσα μου, πάντα δικός μου.
Και αυτό εδώ το μνήμα με το όνομά σου χαραγμένο δεν είναι τίποτα. Δεν έχει τίποτα μέσα, γιατί όλα όσα ήσουν εσύ δεν μπορεί κανείς να τα αγγίξει, να τα χαλάσει, να τα διαλύσει, να τα φυλακίσει, ούτε και ο θάνατος,γιατί εγώ και εσύ έχουμε κάτι μεγαλύτερο και
Φτάσαμε Ζωή, της είπα. Πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου. Εκείνη άφησε τα χέρια της να πέσουν και είδα τα δάκρυα της να κυλούν απότομα σε όλο της το πρόσωπο, βίαια.
Το νιώθω τώρα που κοιτάω το πρόσωπο του στην φωτογραφία ότι είναι καλά. Ότι τώρα κανείς δεν τον πληγώνει, κανείς δεν τον ξεχνά, κανείς δεν τον απογοητεύει και ότι πάντα θα μ'αγαπά χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Τα πόδια της λύγισαν και την κράτησα την τελευταία στιγμή. Έλα, κάθισε εδώ,της είπα.
Κάθομαι δίπλα του, κοιτώντας τα μάτια του, προσπαθώντας να τον βρω μέσα από μία φωτογραφία. Δεν ήταν κακός,εγώ το είδα, το διάβαζα στο βλέμμα του, μου είπε. Και του έκαναν τόσο κακό. Με πιστεύεις,έτσι; Ο Δημήτρης δεν ήταν κακός. Και αν θρηνώ τώρα μέσα του είναι γιατί δεν ξέρω πώς είναι ένας κόσμος χωρίς αυτόν αλλά κυρίως γιατί η χειρότερη μου φοβία εκπληρώθηκε στο δικό του κορμί. Γιατί έτσι έφυγε, χωρίς να προλάβει. Γιατί έτσι ήταν. Έφευγε χωρίς να προλάβει να δέσει τα κορδόνια του γιατί είχε αργήσει, γελούσε χωρίς να προλάβει να καταλάβει ποιο ήταν το αστείο, κάπνιζε χωρίς να προλάβει να μάθει πως δεν ήταν κακό.
Σηκώθηκε και ακούμπησε ένα τριαντάφυλλο στον τάφο του και άρχισε να του μιλά.
Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις, του είπε. Δεν σου δίνω πίσω τα ρούχα σου που είναι απλωμένα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μου, ούτε τα φιλιά σου που ακόμη αισθάνομαι στο σώμα μου, δεν σε αφήνω, δεν γίνεται, δεν πρέπει, θα είσαι πάντα μέσα μου, πάντα δικός μου.
Και αυτό εδώ το μνήμα με το όνομά σου χαραγμένο δεν είναι τίποτα. Δεν έχει τίποτα μέσα, γιατί όλα όσα ήσουν εσύ δεν μπορεί κανείς να τα αγγίξει, να τα χαλάσει, να τα διαλύσει, να τα φυλακίσει, ούτε και ο θάνατος,γιατί εγώ και εσύ έχουμε κάτι μεγαλύτερο και
περίμενα να μου πεις πως ναι, μ'αγαπάς, έστω και έτσι, πιο πολύ από ότι είχες φανταστεί ότι μπορείς.
Ζωή πρέπει να φύγουμε. Θα βρέξει. Τότε έγινε κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Το μαύρο του ουρανού άλλαξε, χρωματίστηκε. Ίσα ίσα που φαίνονταν τα χρώματα της μέρας μα όλα είχαν φωτιστεί. Ένα αεράκι ήρθε από το πουθενά και μας αγκάλιασε. Την είδα να χαμογελά.
Είδες; γύρισε και μου είπε. Ο Δημήτρης.
Μετά από τρία χρόνια και χωρίς να προσπαθήσει να αλλάξει κάτι στην ζωή της, έφυγε και εκείνη. Από τότε έμεινα εγώ να θυμάμαι. Και να αφήνω δύο τριαντάφυλλα στην ίδια θέση, ενώ με αγκαλιάζει ο άνεμος.
Ζωή πρέπει να φύγουμε. Θα βρέξει. Τότε έγινε κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Το μαύρο του ουρανού άλλαξε, χρωματίστηκε. Ίσα ίσα που φαίνονταν τα χρώματα της μέρας μα όλα είχαν φωτιστεί. Ένα αεράκι ήρθε από το πουθενά και μας αγκάλιασε. Την είδα να χαμογελά.
Είδες; γύρισε και μου είπε. Ο Δημήτρης.
Μετά από τρία χρόνια και χωρίς να προσπαθήσει να αλλάξει κάτι στην ζωή της, έφυγε και εκείνη. Από τότε έμεινα εγώ να θυμάμαι. Και να αφήνω δύο τριαντάφυλλα στην ίδια θέση, ενώ με αγκαλιάζει ο άνεμος.