Είχε μακριά γένια και μαλλιά. Ήταν υπέρ της αναρχίας, της ανεξιθρησκείας, της αθείας, του άλφα του στερητικού, της ροκ μουσικής, του μαύρου χρώματος και του χάους. Έβαφε τα χέρια και τα ρούχα του. Είχε διαγνωστεί με μανιοκατάθλιψη και ανορεξία. Στον ψυχολόγο δεν έλεγε πολλά, στον εαυτό του όμως ναι. Ο "έρωτας" ήταν εγκληματίας, είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Κανείς δεν
ήξερε για ποιο λόγο φυλακίστηκε εξαρχής αν και φήμες λένε ότι διατάραξε τα θεικά σχέδια. Είχε αποδεχτεί την μοίρα του και είχε αγκαλιάσει την τέχνη αν και ήξερε ότι κανένας δεν μπορεί να τον φυλακίσει πραγματικά. Ο έρωτας δεν γνώριζε από ισορροπία, όρους και τέλος.
Έφτιαχνε πάντα φιγούρες και πέταγε σκόρπια λόγια γύρω τους, μισοτελειωμένους διαλόγους που πάνω κάτω μπορούσες να παραφράσεις τις λέξεις τους. Θύμωνε όμως αν κάποιος έπαιρνε την πρωτοβουλία και άλλαζε το νόημα.
Εκείνη την Τετάρτη ζωγράφιζε δύο παρόμοιες φιγούρες.
Εκείνος, ξανθός, με πράσινα μάτια, προδομμένος, λίγο μετά τα είκοσι, χωρίς να ξέρει τι ψάχνει κοιτούσε μόνιμα γύρω του. Είχε μεγάλες πλάτες και τα πόδια του ήταν λίγο ανόμοια μεταξύ τους.
Έκρυβε τα πολλά λόγια και δεν έψαχνε για παράξενα νοήματα. Ακουλουθούσε πιστά τους φίλους του και πότε πότε διάβαζε για την σχολή του, δεν έπινε πολύ και δεν άκουγε ποτέ το ίδιο είδος μουσικής. Σπούδαζε στις θετικές επιστήμες για να μπορούσε να μην δίνει μόνο μία λύση σε κάθε ζήτημα και δεν διάβαζε συχνά βιβλία γιατί τον μπέρδευαν. Εκείνο τον καιρό έψαχνε μπλε μπογιά για να βάψει τις ντουλάπες του και κάποιον να μοιραστεί μαζί του τις νύχτες. Δούλευε τότε και είχε σπρώξει κάθε του πρόβλημα ανάμεσα στα τιμολόγια και τις αποδείξεις, επέλεγε να πιει και καμία βότκα μετά τις έντεκα στο ίδιο μπαράκι αλλά ποτέ δεν άναβε τσιγάρο. Ο καπνός τον ζάλιζε και έμενε μακριά από κάθε πακέτο. Είχε κάποιες σχέσεις στην ζωή του και επέμενε πως μία συγκεκριμένη γυναίκα είχε αποτυπωθεί στο μυαλό του αλλά ήξερε πως δεν είναι αλήθεια.
Εκείνη, ξανθιά με γαλάζια μάτια, πληγωμένη, λίγο πριν τα είκοσι τριγυρνούσε υποστηρίζοντας πως δεν χρειάζεται κανέναν κοντά της. Είχε χάσει ανθρώπους που αγαπούσε από απόσταση, από καρκίνο, από γηρατειά, από ατυχήματα. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη κακοτυχίες αλλά είχε μάθει να χαμογελάει. Για την ακρίβεια είχε μάθει μόνη της να ζει. Ήξερε ότι υπάρχουν κλισέ στον έρωτα αλλά κοιτούσε γύρω της από περιέργεια. Είχε ένα τατουάζ κάτω από τον δεξί λοβό, μία εικόνα της "χώρας του ποτέ" και ένα σημάδι στο γόνατο εκ γενετής. Με τις λέξεις τα πήγαινε καλά αλλά ποτέ δεν μπορούσε να ξεστομίσει όσες έπρεπε γιατί φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα τρομάξουν από την αλήθεια. Οι φίλοι της ήταν πολύπλοκοι, σπούδαζε αρχιτεκτονική και σκίτσαρε συχνά κόμικ. Η μουσική της ακουγόταν στους ίδιους ρυθμούς, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της, κάπνιζε πολύ γιατί προτιμούσε να σχεδιάζει με τον καπνό όσα ήθελε και γιατί ήξερε πως δεν θα ζήσει πολλές φορές για να ρισκάρει όσα της άρεσαν. Διάβαζε συχνά και έγραφε συχνότερα, έδινε καλές συμβουλές αλλά η ίδια αδυνατούσε να λύσει τον κόμπο της ζωής της, διάλεγε λάθος ανθρώπους όταν έκανε σχέσεις και δεν είχε καταφέρει να συμβιώσει με τον άνθρωπο που πίστευε ότι ήταν για εκείνη. Εκείνη την περίοδο διάβαζε Νηλ και προσπαθούσε να αναπτύξει περισσότερο την φεμινιστική της φύση.
Την Τετάρτη εκείνη πήγε να αγόρασει καφέ και δεν χρειάστηκαν πολλές κουβέντες. Την κοίταξε και θέλησε να την κάνει δική του, κάτι η αυθάδεια της κάτι η ματιά της που έτρεχε, κάτι ο καπνός που τον φύσαγε δεξιά και αριστερά. Της μίλησε χωρίς να πρέπει. Τον κοίταξε και σκέφτηκε ότι είναι όμορφος. Χαμογέλασε και έφυγε. Την περίμενε την επόμενη μέρα. Αυτός με την ελπίδα ότι θα την γνωρίσει και αυτή μ'ένα ακόμη τσιγάρο στο στόμα. Δεν ήξερε πολλά για εκείνον όταν άρχισε να τον χρειάζεται. Έδωσαν τα χέρια και αντάλλαξαν ονόματα. Ήξεραν ότι αυτή είναι η αρχή. Συναντήθηκαν. Τυχαίες οι ώρες, τυχαίες οι αφορμές, ακόμη πιο τυχαία τα πρόσωπα. Εκείνος μετρούσε τα αγγίγματα του και εκείνη τα λόγια της. Κανένας τους δεν είχε παρελθόν αλλά είχαν ο ένας τον άλλον. Περνούσαν τα βράδια τους βιαστικά γιατί εκείνος είχε πρωινό ξύπνημα και εκείνη διάβασμα. Της υποσχέθηκε να την βοηθήσει. Εκείνος έγραφε σε κόλλες μαθηματικούς τύπους και εκείνη ερωτευόταν τα χέρια του. Τον φοβόταν και πήγαινε κόντρα στους φίλους του. Αυτός την ποθούσε και κάθε του βράδυ άγγιζε τον εαυτό του σκεφτόμενος την στην αγκαλιά του. Κοιμόταν ύστερα γράφοντας της μία καληνύχτα στο κινητό του. Ένα μεσημέρι της είπε πως είναι ευτυχισμένος αλλά εκείνη έκανε πίσω. Του ζήτησε να μην την πληγώσει, τον άφησε να δει τον εαυτό της πραγματικά, πίσω από τις μάσκες, χωρίς τις άμυνες, ολοκάθαρα και στεγνά. Της υποσχέθηκε ότι θα πάνε να δουν τον Sivert Hoyem το βράδυ που θα 'χε ρεπό και εκείνη σιωπούσε που ήξερε ότι μπορεί να του μιλά μόνο τις νύχτες και στα κλεφτά αλλά συμβιβαζόταν γιατί έψαχνε καιρό να τον βρει. Κανένα άλλο όνομα δεν τριγυρνούσε στο κεφάλι της και κανένα άλλο πρόσωπο δεν τον συγκινούσε. Ένα βράδυ συναντήθηκαν κάτω από μισόσβηστα φώτα, εκείνη με την αλήθεια της ολόγυμνη, εκείνος με την καρδιά του να χτυπά και μιλούσαν για την ζωή. Εκείνος την κοίταζε στα μάτια και εκείνη φλυαρούσε διαρκώς με τις παλάμες της να έχουν ιδρώσει. Ήταν τρεις και μισή το πρωί όταν την φίλησε για πρώτη φορά, ένα φιλί τρυφερό και διαρκές, ένα φιλί που το ακολούθησαν άλλα πολλά. Εκείνος ένιωθε κουρασμένος αλλά εκείνη ελεύθερη. Της ζήτησε να μοιραστεί μαζί του τον εαυτό της και εκείνη αισθάνθηκε ανήμπορη να αρνηθεί. Κάθε φορά, σε κάθε φιλί φοβόταν πως θα γυρίσει την πλάτη του και θα φύγει αλλά εκείνος ήταν εκεί, να της μιλά, να την χαιδεύει, να την ζηλεύει και να την κερνάει λίγο ακόμη έρωτα. Προσπάθησε να κρατήσει μακριά τα ξένα λόγια και τα ξένα βλέμματα αλλά εκείνος τους χρειαζόταν τους φίλους του για να του θυμίζουν ποιος είναι. Ένα βράδυ που δεν συναντήθηκαν, οι άνθρωποι που είχε στην ζωή του ζωγράφισαν ένα άλλο πρόσωπο για εκείνη, έβαλαν αρκετό αλκοόλ στο ποτήρι του και αρκετά ψέματα στο κεφάλι του και αυτός αποφάσισε να χτυπήσει την κλακέτα για τους τίτλους τέλους χωρίς να κοιτάξει πίσω. Σταμάτησε να απαντάει στα τηλέφωνα και στα μηνύματα, δεν τον συγκινούσαν τα λόγια αγάπης. Όταν έμενε μόνος του περπάταγε μέχρι το σπίτι της αλλά δεν χτύπαγε ποτέ την πόρτα, καλούσε το νούμερο της αλλά ποτέ δεν το άφηνε να χτυπήσει, έκλαιγε στα βουβά αφού είχε γεμίσει το κρεβάτι του με άλλες γυναίκες και σταμάτησε να της μιλάει. Την κοιτούσε μόνο όταν εκείνη δεν το πρόσεχε, την αναζητούσε χωρίς εκείνη να το μάθει, την σκεφτόταν χωρίς να το παραδέχεται. Εκείνη συνέχισε να γράφει, να καπνίζει και να αναζητά ένα λόγο που δεν είναι μαζί του. Άκουγε στην φωνή του Hoyem την δική του και δάκρυζε που δεν πήγαν ποτέ σε αυτή την συναυλία. Έλεγε στην αδερφή της πως εκείνος την κούρασε, την γέλασε και τώρα χορεύει στα συντρίμμια της. Εκείνος έλεγε ότι δεν την χρειάζεται και ότι δεν σήμαινε τίποτα πια. Δεν ήταν αυτό που έψαχνε, μπορεί έτσι να του είχε φανεί αρχικά αλλά δεν ήταν. Έλεγε πως στην ζωή του δεν υπήρχε χώρος για κείνη, δεν υπήρχε συγχρονισμός στους ρυθμούς τους, δεν υπήρχε χημεία στον έρωτα τους και μετά έκλεινε τα μάτια και άλλαζε θέμα σαν εκείνη να μην πέρασε ποτέ από τα χέρια του.
Αν τους πετύχεις κάπου εκείνη θα μιλά διαρκώς και θα πετάει την στάχτη από το τσιγάρο της και αυτός θα πίνει φρέντο εσπρέσσο και θα παίζει χαρτιά. Σε διπλανά τραπέζια. Δεν θα ανταλλάσσουν βλέμματα και θα αποφεύγουν ο ένας τον άλλον σαν να μην γνωρίστηκαν ποτέ αλλά το φλιτζάνι της θα δείχνει την φιγούρα του και τα χαρτιά του θα δείχνουν την δική της.
Γιατί ο έρωτας σήμερα Κυριακή μετά από δυόμιση μήνες κρέμασε αυτό του τον πίνακα και άλλαξε καμβά για να σχεδιάσει το μέλλον τους.